Η βιταμίνη Ε είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που ανακαλύφθηκε πριν από 100 χρόνια και διαδραματίζει βασικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας του ανθρώπινου οργανισμού. Διαθέτει ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, προστατεύοντας από την εμφάνιση πλήθους παθολογικών καταστάσεων [1],[3].
Υπάρχει μεγάλος αριθμός δημοσιεύσεων με κύριο θέμα τη βιταμίνη Ε. Τα περισσότερα βιβλιογραφικά δεδομένα εστιάζουν σε μίας από τις μορφές της, την α-τοκοφερόλη, οδηγώντας σε σημαντικά μικρότερη κατανόηση των υπόλοιπων μορφών (π.χ. τοκοτριενολών) [5].
Η βιταμίνη Ε βρίσκεται σε ποικιλία τροφίμων, είτε φυσικά είτε κατόπιν πραγματοποίησης προσθήκης της σε αυτά (π.χ. εμπλουτισμένα δημητριακά). Συνεπώς, η ανεπάρκεια σε βιταμίνη Ε είναι ιδιαίτερα σπάνια [3].
Επιπλέον, η βιταμίνη Ε μπορεί να ληφθεί μέσω συμπληρωμάτων διατροφής, αλλά και να εφαρμοστεί τοπικά ή να προστεθεί στη σύνθεση διάφορων δερμοκαλλυντικών προϊόντων.
Ωστόσο, είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις υψηλές θερμοκρασίες, το φως, το οξυγόνο και τις αλκαλικές συνθήκες, γεγονός που περιορίζει σε κάποιον βαθμό τη δυνατότητα εφαρμογών της.
Ιδιότητες της βιταμίνης Ε
Ανάμεσα στις σημαντικότερες λειτουργίες της βιταμίνης Ε, ανήκουν οι αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις, ανοσορρυθμιστικές και νευροπροστατευτικές της ικανότητες [1],[8]. Επιπλέον, έχει φανεί πως συμβάλλει στην υγεία του δέρματος και των μαλλιών, ενώ συχνά χρησιμοποιείται για ανακούφιση στην περίοδο και σε γυναίκες με προεμμηνορυσιακό σύνδρομο.
Παρακάτω αναφέρονται συνοπτικά ορισμένες από τις δυνητικά ευεργετικές δράσεις της, για τις οποίες έχει πραγματοποιηθεί πλήθος ερευνών, καθώς και τα αποτελέσματα αυτών.
-
Αντιοξειδωτική προστασία
Το οξειδωτικό στρες είναι μία κατάσταση που προκύπτει από την αδυναμία του σώματος να αντιμετωπίσει επαρκώς τις πηγές οξείδωσης και έχει συσχετιστεί με πλήθος σοβαρών παθολογικών καταστάσεων, καθώς και με την πρόωρη γήρανση.
Η βιταμίνη Ε διαθέτει ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, το οποίο σημαίνει πως προστατεύει τα κύτταρα από το οξειδωτικό στρες. Μέσω αυτής της ιδιότητας, συμβάλλει στην γενικότερη υγεία του οργανισμού και προλαμβάνει/επιβραδύνει διάφορες δυσμενείς καταστάσεις.
-
Υγεία του δέρματος & των μαλλιών
Η αντιοξειδωτική βιταμίνη Ε έχει μελετηθεί ευρέως για την πιθανή ευεργετική της δράση στη βελτίωση της κατάστασης του δέρματος και των μαλλιών. Φαίνεται ότι μπορεί να προλάβει ή να επιβραδύνει την εξέλιξη δερματικών παθήσεων (ατοπική δερματίτιδα, ακμή, ψωρίαση), καθώς και να βελτιώσει την ποιότητα & το ρυθμό ανάπτυξης της τρίχας [6],[7].
Σχετικές έρευνες εντόπισαν μείωση του ρυθμού εξέλιξης της τριχόπτωσης και ταχύτερη ανάπτυξη της τρίχας, σε άτομα που λάμβαναν συμπλήρωμα διατροφής με βιταμίνη Ε. Επιπλέον, φαίνεται πως το δέρμα και τα μαλλιά διαθέτουν πιο λαμπερή & υγιή εμφάνιση όταν τα επίπεδα βιταμίνης Ε είναι σε επιθυμητά επίπεδα, συγκριτικά με όταν υπάρχει κάποιου βαθμού ανεπάρκεια [6],[7].
-
Επιβράδυνση της γνωστικής εξασθένησης
Πιστεύεται πως η βιταμίνη Ε είναι πιθανό να διαδραματίζει θετικό ρόλο στην ήπια γνωστική εξασθένηση (MCI) και στην εξέλιξή της σε άνοια. Σε αρκετές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ανθρώπους και ζώα με MCI, παρατηρήθηκαν χαμηλά επίπεδα τοκοφερόλης [4].
Ωστόσο, οι διάφορες επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα, δεν επαρκούν για να ειπωθεί με βεβαιότητα πως η βιταμίνη Ε επιβραδύνει την εξέλιξη της ήπιας γνωστικής εξασθένησης, προλαμβάνοντας ή καθυστερώντας την εμφάνιση άνοιας [4].
Απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε ανθρώπινο πληθυσμό για την επαρκή κατανόηση της ασφάλειας & αποτελεσματικότητας της βιταμίνης Ε ως συμπληρώματος διατροφής για την προαγωγή της υγιούς γήρανσης στον άνθρωπο [4]. Συνεπώς, θεωρείται καλή πρακτική να διατηρείται σε επιθυμητά επίπεδα η βιταμίνη Ε μόνο μέσω της διατροφής.
-
Υποστήριξη της καρδιαγγειακής λειτουργίας
Ο αντιοξειδωτικός ρόλος της βιταμίνης Ε στην πρόληψη και επιβράδυνση της εξέλιξης δυσμενών καρδιαγγειακών εκβάσεων είναι αμφιλεγόμενος, καθώς ορισμένες μελέτες τον υποστηρίζουν ενώ άλλες τον απορρίπτουν [2].
Η πλειοψηφία των μελετών δεν έχει καταφέρει να αποδείξει πως η λήψη βιταμίνης Ε διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου και της θνησιμότητας αντίστοιχης αιτιολογίας.
Ορισμένες μελέτες αναφέρουν, μάλιστα, ότι τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης Ε μπορούν να επιφέρουν δυσμενή καρδιαγγειακά αποτελέσματα. Επομένως, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σχετικά με τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης Ε για την πρόληψη του καρδιαγγειακού κινδύνου [2].
Μορφές βιταμίνης Ε
Ο όρος βιταμίνη Ε χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία ομάδα 8 λιποδιαλυτών μορίων με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, που ανήκουν είτε στις τοκοφερόλες είτε στις τοκοτριενόλες. Συγκεκριμένα, η βιταμίνη Ε περιλαμβάνει τις εξής μορφές: άλφα, βήτα, γάμα και δέλτα-τοκοφερόλη και άλφα, βήτα, γάμα και δέλτα-τοκοτριενόλη.
Η πιο σημαντική μορφή για την υγεία του ανθρώπου είναι η α-τοκοφερόλη, καθώς είναι η μόνη που βρίσκεται σε αφθονία και διατηρείται καλά στο ανθρώπινο πλάσμα. Η σημασία της έχει αποδειχθεί τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα με ανεπάρκεια βιταμίνης Ε [1].
Συγκεκριμένα, φαίνεται πως, πέρα από την αντιοξειδωτική της δράση, η α-τοκοφερόλη είναι απαραίτητη για διάφορες ομοιοστατικές διεργασίες (π.χ. στο κεντρικό νευρικό σύστημα) και για τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος [1]. Από την άλλη πλευρά, οι τοκοτριενόλες της φυσικής βιταμίνης Ε φαίνεται πως συμβάλλουν στη ρύθμιση των επιπέδων χοληστερόλης και πως διαθέτουν ισχυρές νευροπροστατευτικές ιδιότητες [5].
Η αφθονία της α-τοκοφερόλης στο ανθρώπινο σώμα και η υψηλότερη αποτελεσματικότητά της ως αντιοξειδωτικό, σε σύγκριση με τα άλλα μόρια βιταμίνης Ε, οδήγησαν στην ΄΄παραμέληση΄΄ των υπόλοιπων μορφών της βιταμίνης ως αντικείμενο έρευνας [5].
Η φυσική βιταμίνη Ε που βρίσκεται στα τρόφιμα αναφέρεται συχνά ως d- άλφα-τοκοφερόλη στις ετικέτες των τροφίμων και είναι πιο ισχυρή από αυτήν που παράγεται συνθετικά. Η συνθετική μορφή αναφέρεται συχνά ως dl-άλφα-τοκοφερόλη [8].
Τα συμπληρώματα βιταμίνης Ε περιέχουν, συνήθως, ισομερή της α-τοκοφερόλης και διαθέτουν περίπου το μισό επίπεδο δραστικότητας συγκριτικά με τις φυσικές πηγές.
Βασικές πηγές βιταμίνης Ε
Η βιταμίνη Ε αποτελεί συστατικό πλήθους τροφίμων, με αποτέλεσμα να καλύπτεται στις περισσότερες περιπτώσεις η συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα (ΣΗΠ) μέσω της διατροφής [1],[3].
Τρόφιμα πλούσια σε βιταμίνη Ε αποτελούν οι ξηροί καρποί (π.χ. αμύγδαλα, φιστίκια) και οι σπόροι (π.χ. ηλιόσποροι), τα φυτικά έλαια (ελαιόλαδο, ηλιέλαιο), ο κρόκος του αυγού, το έλαιο φύτρων σίτου, τα φυλλώδη λαχανικά, διάφορα φρούτα (π.χ. μάνγκο, αβοκάντο, ακτινίδια), καθώς και τα εμπλουτισμένα δημητριακά πρωινού [3],[5].
Για την επαρκή πρόσληψη βιταμίνης Ε μέσω της διατροφής, συστήνεται ενδεικτικά η κατανάλωση [3],[5]:
- Ελαιόλαδου
- Ηλιόσπορων
- Φυστικοβούτυρου
- Σολωμού
- Αυγών
- Μαργαρίνης
- Φύτρου σιταριού
- Σπανακιού
- Μπρόκολου
- Κόκκινης πιπεριάς
- Αβοκάντο
- Κολοκύθας
Οι τοκοφερόλες είναι κυρίαρχες στα περισσότερα φυτικά έλαια (ελαιόλαδο, ηλιέλαιο, σογιέλαιο, καλαμποκέλαιο), ενώ οι τοκοτριενόλες είναι τα κύρια συστατικά βιταμίνης Ε του φοινικέλαιου, του κριθαριού και του πίτουρου ρυζιού [5].
Έλλειψη σε βιταμίνη Ε
Η ανεπάρκεια σε βιταμίνη Ε είναι πολύ σπάνια και αφορά, κυρίως, άτομα με συγκεκριμένες γενετικές διαταραχές και πρόωρα βρέφη πολύ χαμηλού βάρους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αξιολογείται η κατάσταση και χορηγούνται συμπληρώματα βιταμίνης Ε, στην περιεκτικότητα & στην μορφή που κρίνεται απαραίτητη και ασφαλής ανά περιστατικό [3].
Επειδή το πεπτικό σύστημα προϋποθέτει την ύπαρξη λίπους για την απορρόφηση της βιταμίνης Ε, τα άτομα με διαταραχές δυσαπορρόφησης λίπους εμφανίζουν πιο συχνά ανεπάρκεια σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα άτομα με νόσο του Crohn, κυστική ίνωση ή αδυναμία έκκρισης χολής από το ήπαρ στο πεπτικό σύστημα [3].
Στα πρόωρα βρέφη με πολύ χαμηλό βάρος γέννησης (<1.5 kg) παρατηρείται συχνά έλλειψη βιταμίνης Ε. Η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης Ε σε αυτά τα βρέφη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ορισμένων επιπλοκών (π.χ. στον αμφιβληστροειδή), αλλά φαίνεται πως μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο λοιμώξεων [3].
Τα συμπτώματα που υποδηλώνουν χαμηλά επίπεδα σε βιταμίνη Ε είναι σχετικά ασαφή και μπορεί να περιλαμβάνουν: δυσκολία στο βάδισμα, μυϊκό πόνο, γενικευμένη αδυναμία & αδιαθεσία και προβλήματα στην όραση [3].
Η σοβαρή ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε περιφερική νευροπάθεια, σκελετική μυοπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια, αταξία και εξασθένηση της ανοσολογικής απόκρισης [3].
Υπερβολική κατανάλωση βιταμίνης Ε
Δεν έχει βρεθεί καμία ανεπιθύμητη ενέργεια από την υψηλή κατανάλωση βιταμίνης Ε μέσω της διατροφής. Ωστόσο, η λήψη συμπληρωμάτων με υψηλές δόσεις α-τοκοφερόλης είναι δυνητικά επικίνδυνη, καθώς μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας και όχι μόνο [3],[8].
Συγκεκριμένα, έχει φανεί πως η υπερβολική λήψη βιταμίνης Ε, μέσω συμπληρωμάτων διατροφής, μπορεί να διακόψει την πήξη του αίματος και να οδηγήσει σε θανατηφόρα αιμορραγία. Επιπλέον, μπορεί να μειώσει την παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών και να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου [8].
Για αυτόν τον λόγο, συστήνεται να αποφεύγεται η λήψη συμπληρωμάτων διατροφής με βιταμίνη Ε, εφόσον δεν υπάρχει ανεπάρκεια. Στην περίπτωση λήψης συμπληρώματος, συστήνεται η επιλογή κάποιου σκευάσματος που δεν έχει σημαντικά υψηλότερη περιεκτικότητα σε σχέση με τη συνιστώμενη ημερήσια δόση (ΣΗΠ) [3].
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πως ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει την υπερβολική πρόσληψη βιταμίνης Ε με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου ανεξαρτήτου αιτίας. Οι οδηγίες για την ασφαλή δόση βιταμίνης Ε ποικίλλουν από 800–2000 IU/ημέρα [8].
Αλληλεπιδράσεις και αντενδείξεις
Η λήψη βιταμίνης Ε σε υψηλές ποσότητες μπορεί να αλληλοεπιδράσει με ορισμένες φαρμακευτικές αγωγές (π.χ. αντιπηκτικά, αντιαιμοπεταλιακά). Συνεπώς, άτομα που λαμβάνουν 1 ή περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα θα πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό τους πριν από τη λήψη συμπληρώματος διατροφής με βιταμίνη Ε, ώστε να ληφθεί η κατάλληλη δόση και στο σωστό χρόνο, εφόσον κρίνεται αναγκαίο [3].
Απαραίτητο είναι, ακόμη, να ενημερώνεται ο θεράποντας ιατρός σε περίπτωση εγκυμοσύνης, θηλασμού, αλλά και για τα ανήλικα άτομα. Στις παραπάνω περιπτώσεις, η λήψη υψηλών δόσεων βιταμίνης Ε, αλλά και γενικότερα, συστήνεται να αποφεύγεται εάν δεν υπάρχει ουσιαστική ανάγκη.
Παρενέργειες
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, συστήνεται ιδιαίτερα αυξημένη προσοχή όσον αφορά στη λήψη διατροφικών συμπληρωμάτων με βιταμίνη Ε, καθώς υπάρχει υψηλός κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών. Συγκεκριμένα, συστήνεται να αποφεύγεται η λήψη βιταμίνης Ε από άτομα με αιμορραγικές διαταραχές, καρδιαγγειακά προβλήματα, διαβήτη, ιστορικό εμφράγματος ή/και οστεοπόρωση [3].
Τέλος, είναι σημαντικό να μη λαμβάνεται βιταμίνη Ε για τουλάχιστον 2 εβδομάδες πριν από μία προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα αιμορραγίας κατά ή μετά το χειρουργείο.
Συνιστώμενη Ημερήσια Δόση
Η ποσότητα που συστήνεται να καταναλώνεται σε καθημερινή βάση ονομάζεται Συνιστώμενη Ημερήσια Ποσότητα (ΣΗΠ).
Η ΣΗΠ για τη φυσική βιταμίνη Ε σε ενήλικες και παιδιά άνω των 14 ετών είναι 15 mg (22 IU), κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης 15 mg (22 IU) και κατά τη διάρκεια του θηλασμού 19 mg (28 IU) [3].
Τα παιδιά κάτω των 14 ετών χρειάζονται μικρότερη δόση σε καθημερινή βάση:
- 1 έως 3 ετών: 6 mg/ημέρα
- 4 έως 8 ετών: 7 mg/ημέρα
- 9 έως 13 ετών: 11 mg/ημέρα
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δόσεις της φυσικής βιταμίνης Ε και της βιταμίνης Ε που έχει παρασκευαστεί στο εργαστήριο υπολογίζονται διαφορετικά, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση όταν η βιταμίνη λαμβάνεται μέσω συμπληρώματος διατροφής.
Πηγές
- Vitamin E: nutritional aspects
- A Systematic Review of Effects of Vitamin E on the Cardiovascular System
- Vitamin E: Fact Sheet for Health Professionals
- The Role of Vitamin E in Slowing Down Mild Cognitive Impairment: A Narrative Review
- An Update on Vitamin E, Tocopherol and Tocotrienol—Perspectives
- Clinical Role of Oral Vitamin C and E Therapy in Skin and Hair Disorders
- Effects of Tocotrienol Supplementation on Hair Growth in Human Volunteers
- The progress and application of vitamin E encapsulation – A review
Δεν υπάρχουν σχόλια: