ΜΕΝΟΥ

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

ΛΕΚΙΘΙΝΗ


Η λεκιθίνη είναι το κυρίαρχο φωσφολιπίδιο στα κύτταρα των θηλαστικών, με ποσοστό πάνω από 50%. Τα φωσφολιπίδια είναι κατηγορία λιπιδίων που περιέχουν φώσφορο και σχηματίζουν τις κυτταρικές μεμβράνες.
H λεκιθίνη βρέθηκε αρχικά στον κρόκο του αυγού και έτσι πήρε το όνομά της (στα αρχαία ελληνικά ο κρόκος του αυγού λέγεται λέκιθος).


Στη διατροφή, η λεκιθίνη υπάρχει κυρίως στη σόγια, στα φιστίκια, το συκώτι, το κρέας, τα αυγά και σε ορισμένα έλαια. Από αυτή ο οργανισμός λαμβάνει χολίνη και ινοσιτόλη. Η χολίνη είναι σημαντική γιατί χωρίς αυτή, οι μεμβράνες των κυττάρων γίνονται πιο σκληρές εμποδίζοντας την είσοδο σημαντικών θρεπτικών συστατικών μέσα στα κύτταρα. H ινοσιτόλη επίσης αποτελεί σημαντικό δομικό στοιχείο των κυτταρικών μεμβρανών.
Περίπου το 50% της λεκιθίνης της διατροφής απορροφάται ακέραια. Η υπόλοιπη µετατρέπεται σε γλυκεροφωσφορυλοχολίνη στο έντερο και µετά σε χολίνη στο συκώτι.
Τα επίπεδα χολίνης στο αίμα αντανακλούν την πρόσληψη λεκιθίνης στη διατροφή. Τελικά, ένας βασικός προορισμός της χολίνης είναι να αποτελέσει την πρώτη ύλη για να παραχθεί η λεκιθίνη. Επίσης χρησιμεύει για να παραχθεί ακετυλοχολίνη, ένας νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου.

Χρήση και ιδιότητες

Η λεκιθίνη χρησιμοποιείται ως πρόσθετο τροφίμων και συγκεκριμένα ως φυσικός γαλακτωματοποιητής (E322), γιατί αποτρέπει τον διαχωρισμό ορισμένων συστατικών στα τρόφιμα. Ένα μέρος της είναι υδρόφιλο και ένα άλλο υδρόφοβο, ιδιότητες που κάνουν πιο σταθερά τα μίγματα των υλικών που δεν αναμειγνύεται εύκολα και τείνουν να διαχωριστούν. Έτσι ως πρόσθετο τροφίμων περιέχεται σε μικρές ποσότητες σε πολλές τροφές (π.χ. στις σοκολάτες).
Οι εταιρείες τροφίμων φτιάχνουν λεκιθίνη με εκχύλιση από φωσφολιπίδια που βρίσκονται στις  τροφές και κυρίως από σόγια, κουκούτσια ηλίανθου, και ελαιοκράμβη.
Η λεκιθίνη διατίθεται επίσης και ως διατροφικό συμπλήρωμα (σε δισκία, κάψουλες και σκόνη). Ενιαία δοσολογία δεν έχει καθιερωθεί αλλά τα προϊόντα του εµπορίου προτείνουν 1.200-2.400 mg την ημέρα.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν οι ισχυρισμοί ότι η λεκιθίνη που λαμβάνεται ως διατροφικό συμπλήρωμα αδυνατίζει και ρίχνει τη χοληστερίνη αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις. Το ίδιο ισχύει για τον ισχυρισμό ότι βελτιώνει τη µνήµη σε ασθενείς µε νόσο του Alzheimer.
Ο ισχυρισμός για απώλεια βάρους βασίζεται στο γεγονός ότι η λεκιθίνη είναι σημαντική πηγή χολίνης, για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι βοηθά στην αποτελεσματικότερη καύση των λιπών. Επειδή η λεκιθίνη έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε πολυακόρεστα λιπαρά, υπάρχει επίσης η σκέψη ότι είναι σε θέση να μεταβάλλει το προφίλ των λιπιδίων και να μειώνει τη χοληστερόλη.
Πάντως, η λεκιθίνη φαίνεται να βοηθάει στην θεραπεία νόσων που σχετίζονται µε την εξασθένιση της χολινεργικής λειτουργίας, καθώς προσφέρει χολίνη στον οργανισμό.

Παρενέργειες

Κάποια άτομα μπορεί να έχουν αλλεργία στη λεκιθίνη που παρασκευάζεται από τη σόγια. Στην πραγματικότητα οι αλλεργίες αυτές προκαλούνται από πρωτεΐνες σόγιας που υπάρχουν μαζί με τη λεκιθίνη. Υπάρχει επίσης η αντίληψη ότι η βιομηχανική παραγωγή λεκιθίνης που χρησιμοποιείται ως πρόσθετο τροφίμων αφήνει πίσω της πολλές δυσάρεστες χημικές ουσίες.
Μια μελέτη του 1985 σε τρωκτικά διαπίστωσε ότι η λεκιθίνη σόγιας σε συγκεντρώσεις 2% και 5% στη διατροφή των εγκύων και νεογέννητων αρουραίων οδήγησε σε γνωστικές ανεπάρκειες. Αυτό όμως το αποτέλεσμα μπορεί να οφείλεται στις υψηλές συγκεντρώσεις της χολίνης και στα αυξημένα επίπεδα ακετυλοχολίνης καθώς ο ποσοστό της λεκιθίνης ήταν πολύ υψηλό στη διατροφή των τρωκτικών.
Να σημειωθεί ότι το 2011 μια μελέτη βρήκε ότι η λεκιθίνη μεταβολίζεται από τα βακτήρια του εντέρου σε τρεις μεταβολίτες (χολίνη, βεταΐνη και τριμεθυλαμίνη) που εμφανίζονται σε υψηλές συγκεντρώσεις σε άτομα που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα εντερικά βακτήρια μετατρέπουν τη χολίνη σε μια ουσία που ονομάζεται τριμεθυλαμίνη (TMA), ένα αέριο που μυρίζει σαν χαλασμένο ψάρι. Στο συκώτι το ένζυμο FMO3 μετατρέπει την TMA με τριμεθυλαμινο-Ν-οξείδιο (TMAO) η οποία μπορεί να συμβάλει σε μεγαλύτερη ανάπτυξη της αθηρωματικών πλάκας.
Πηγή:
  1. Does Our Gut Microbiome Predict Cardiovascular Risk? A Review of the Evidence From Metabolomics. Julian L. Griffin, DPhil; Xinzhu Wang, PhD; Elizabeth Stanley, PhD.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ