ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΔΕΝΑ
(ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΤΙΔΕΣ)
Τερψιθέα Γιασσά –Ειδικευόμενη Ενδοκρινολόγος
Με τον όρο θυρεοειδίτιδες περιγράφεται μια ετερογενής ομάδα φλεγμονωδών διαταραχών του θυρεοειδούς, διαφορετικής αιτιοπαθογένειας (από αυτοάνοση μέχρι και λοιμώδης) και ξεχωριστών κλινικών χαρακτηριστικών.
ΓΕΝΙΚΑ
Σε κάθε θυρεοειδίτιδα υπάρχει καταστροφή της φυσιολογικής αρχιτεκτονικής των θυρεοειδικών θυλακίων και ιδιαίτερη ιστολογική εικόνα.
Με βάση τη διάρκειά τους διακρίνονται σε:
- οξεία ή πυώδη
- υποξεία
- χρόνια
Στις χρόνιες θυρεοειδίτιδες ανήκουν οι:
- θυρεοειδίτιδα Hashimoto
- ανώδυνος ή σιωπηλή (silent)
- θυρεοειδίτιδα Riedel
Άλλες μορφές θυρεοειδίτιδας είναι οι:
- μετακτινική
- μετά θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο
ΟΞΕΙΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΤΙΔΑ
Η οξεία ή πυογόνος θυρεοειδίτιδα οφείλεται σε μικροβιακά αίτια όπως χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, αιμολυτικό στρεπτόκοκκο, E. Coli, πνευμονιόκοκκο, σαλμονέλα και λιγότερα συχνά σε αναερόβια. Σπανιότερα, συνήθως σε ανοσοκατασταλμένα άτομα, οφείλεται σε μυκοβακτηρίδιο, παράσιτα ή μύκητες και πνευμοκύστη. Η προσβολή του θυρεοειδή γίνεται αιματογενώς από κάποια απομακρυσμένη φλεγμονώδη εστία.
Κλινικά ο ασθενής εμφανίζει επώδυνη διόγκωση στο θυρεοειδή, υψηλό πυρετό, ρίγος και κακουχία. Επισκοπικά παρατηρείται ερύθημα στην πάσχουσα περιοχή του θυρεοειδή, ενώ ψηλαφητικά η περιοχή αυτή είναι πολύ ευαίσθητη, θερμή και συνυπάρχει τραχηλική λεμφαδενοπάθεια. Οι θυρεοειδικές ορμόνες βρίσκονται σε φυσιολογικά επίπεδα, ενώ η διάγνωση επιβεβαιώνεται με αναρρόφημα και καλλιέργεια του πύου, για την ανεύρεση του παθογόνου μικροοργανισμού. Θεραπευτικά χορηγείται το κατάλληλο αντιβιοτικό ή γίνεται χειρουργική παροχέτευση ή αφαίρεση του πάσχοντος λοβού.
Η καθ’ υποτροπή εμφάνιση επεισοδίων οξείας θυρεοειδίτιδας σε παιδιά και εφήβους θέτει την υποψία ύπαρξης συριγγίων (συγγενή υπολείμματα της 4ης βραγχιακής σχισμής), που ξεκινούν από την κορυφή του απιοειδούς κόλπου -συνήθως αριστερού- και καταλήγουν στην περιθυρεοειδική περιοχή, μεταφέροντας έτσι βακτηρίδια της στοματοφαρυγγικής χλωρίδας. Η διάγνωση τίθεται με ακτινογραφία τραχήλου, έπειτα από κατάποση βαρίου.
ΥΠΟΞΕΙΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΤΙΔΑ
Η υποξεία θυρεοειδίτιδα (ή κοκκιωματώδης ή θυρεοειδίτιδα De Quervain) είναι πιθανότατα ιογενούς αιτιολογίας και εμφανίζεται συνήθως μετά από λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού (2-3 εβδομάδες μετά). Η εμφάνισή της είναι αιφνίδια και αφορά κυρίως γυναίκες 38-58 ετών. Ο ιός της παρωτίτιδας έχει καλλιεργηθεί από θυρεοειδικό ιστό ασθενών. Η ανίχνευση ΗLΑ-Β35 σε αυξημένη συχνότητα στις υποξείες θυρεοειδίτιδες δείχνει γενετική προδιάθεση.
Ο ασθενής με υποξεία θυρεοειδίτιδα εμφανίζεται με επώδυνη, ευαίσθητη βρογχοκήλη άμφω ή και ετερόπλευρα, με αντανάκλαση του άλγους στην κάτω γνάθο και το σύστοιχο αυτί. Συνήθως δεν συνυπάρχει επιχώρια λεμφαδενίτιδα, ενώ παρατηρείται πυρετός και δυσκαταποσία. Χαρακτηριστική είναι η έντονη κακουχία, δυσανάλογη των κλινικών ευρημάτων, που μπορεί να συνοδεύεται από αρθραλγίες ή μυαλγίες.
Στην υποξεία θυρεοειδίτιδα παρατηρούνται τρεις κλινικές φάσεις:
- Αρχικά εμφανίζεται η υπερθυρεοειδική φάση που αρχίζει απότομα, εκδηλώνεται με ταχυκαρδία, εφίδρωση και απώλεια βάρους και διαρκεί από 1-3 μήνες. Οι Τ4 και Τ3 είναι αυξημένες, ενώ η TSH και η πρόσληψη 131Ι χαμηλή. Κατά τη φάση αυτή υπάρχει απότομη απελευθέρωση ορμονών από τον θυρεοειδή λόγω μαζικής καταστροφής των θυλακιωδών κυττάρων.
- Ακολουθεί μια παροδική ευθυρεοειδική φάση και στη συνέχεια μια
- υποθυρεοειδική φάση με μείωση των Τ3 καιΤ4, αύξηση της TSH, μειωμένη πρόσληψη 131Ι και ανώδυνο θυρεοειδή. Η διάρκεια του υποθυρεοειδισμού κυμαίνεται από 1-2 μήνες και είναι επακόλουθο της καταστροφής του θυρεοειδή από τη φλεγμονή. Πάντως η ανάκτηση της φυσιολογικής θυρεοειδικής λειτουργίας είναι ο κανόνας στην υποξεία θυρεοειδίτιδα.
Υπάρχει και η μεταναστευτική (έρπουσα) μορφή της υποξείας θυρεοειδίτιδας (creeping thyroiditis) κατά την οποία τα συμπτώματα (τοπική ευαισθησία) μεταναστεύουν από τη μία περιοχή στην άλλη.
Διάγνωση
Κατά τη διάρκεια της υπερθυρεοειδικής ή της ευθυρεοειδικής φάσης η πρόσληψη του 131Ι είναι χαρακτηριστικά χαμηλή και αποτελεί εύρημα διαγνωστικής σημασίας σε υπερθυρεοειδικό ασθενή.
Η ΤΚΕ είναι υψηλή (συνήθως τριψήφια), συνυπάρχει ήπια λευκοκυττάρωση και στο 50% των ασθενών παρατηρείται χαμηλός τίτλος αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων, που διαρκεί αρκετούς μήνες ή μόνιμα.
Τα ιστολογικά ευρήματα της υποξείας θυρεοειδίτιδας είναι εκφύλιση του επιθηλίου των θυλακίων, διήθηση με λευκοκύτταρα, λεμφοκύτταρα και ιστιοκύτταρα και σχηματισμός κοκκιωμάτων με γιγαντοκύτταρα
Η διαφορική διάγνωση της υποξείας θυρεοειδίτιδας περιλαμβάνει:
- οξεία πυώδη θυρεοειδίτιδα
- κυτταρίτιδα τραχήλου
- οξεία αιμορραγία
· θυρεοειδικής κύστης
· αδενώματος
· καρκινώματος
- φαρυγγίτιδα ή οισοφαγίτιδα
- αναπλαστικό καρκίνωμα του θυρεοειδή
- μέση ωτίτιδα
- οδοντικό απόστημα
- ν. Graves με επώδυνη βρογχοκήλη
- θυρεοειδίτιδα Hashimoto με επώδυνη βρογχοκήλη
Θεραπευτικά στην υπερθυρεοειδική φάση της υποξείας θυρεοειδίτιδας δεν χορηγούνται αντιθυρεοειδικά φάρμακα γιατί ο υπερθυρεοειδισμός οφείλεται στην καταστροφή των θυλακιωδών κυττάρων και την απελευθέρωση ορμονών. Χορηγούνται προπρανολόλη για την ταχυκαρδία και σαλικυλικά ή μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη για την ύφεση του πόνου. Σε ένα ποσοστό ασθενών απαιτείται χορήγηση κορτικοστεροειδών σε μικρές δόσεις (πρεδνιζολόνη 28-30 mg ημερησίως για 1-2 εβδομάδες και προοδευτική μείωση της δόσης τις επόμενες δύο εβδομάδες). Η χορήγηση των γλυκοκορτικοειδών στην υποξεία θυρεοειδίτιδα έχει και διαγνωστική σημασία. Η μη ανακούφιση των συμπτωμάτων εντός 24ωρου από την έναρξη της χορήγησής τους, θα μας οδηγήσει σε επανεκτίμηση της διαφορικής διάγνωσης. Αξίζει επίσης να τονιστεί πως, η πρώιμη απόσυρση των κορτικοειδών ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα έξαρση της θυρεοειδίτιδας, ενώ δεν αποκλείεται η εμφάνιση εκ νέου του άλγους μετά την οριστική διακοπή της πρεδνιζολόνης. Στην περίπτωση αυτή συνιστάται επανέναρξη της αγωγής στη δόση που ήταν αρκετή για την κάλυψη των συμπτωμάτων. Οι υποτροπές είναι συχνές. Η δυσφορία στην περιοχή του τραχήλου παραμένει για πολλούς μήνες.
Στην υποθυρεοειδική φάση χορηγείται θυροξίνη η οποία διακόπτεται με την αποκατάσταση στο φυσιολογικό της θυρεοειδικής λειτουργίας.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΤΙΔΑ HASHIMOTO
Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto (Θ.Η.) (χρόνια λεμφοκυτταρική) οφείλεται σε αγνώστου αιτιολογίας αυτοάνοση καταστροφή του θυρεοειδή. Μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά συχνότερα προσβάλλει γυναίκες μέσης ηλικίας. Σε ορισμένες χώρες (πχ ΗΠΑ) είναι η συχνότερη θυρεοειδοπάθεια, και είναι ιδιαίτερα συχνή σε ασθενείς με σύνδρομο Turner και σύνδρομο Down. Αποτελεί την πιο συχνή αιτία υποθυρεοειδισμού. Στους ασθενείς ανιχνεύεται υψηλός τίτλος αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων και προσβάλλονται άτομα της ίδιας οικογένειας κυρίως αυτά με ΗLΑ-DR5 και ΗLΑ-ΒW30. Η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του θυρεοειδή δεν είναι αυξημένη συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό ενώ αντίθετα αναφέρεται μεγαλύτερη συχνότητα ανάπτυξης λεμφώματος.
Πιστεύεται ότι η Θ.Η. οφείλεται σε διαταραχή της κυτταρικής ανοσίας που εκδηλώνεται με μια γενετική ανωμαλία στη λειτουργία των κατασταλτικών (suppressors) Τ-λεμφοκυττάρων. Έτσι τα βοηθητικά Τ-κύτταρα δεν καταστέλλονται επαρκώς με αποτέλεσμα να ενεργοποιούν και να συνεργάζονται με τα Β-λεμφοκύτταρα για παραγωγή αντισωμάτων που αντιδρούν με θυρεοειδικά αντιγόνα.
Χαρακτηριστικό εύρημα είναι η ανίχνευση αντιμικροσωμιακών και αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων που μπορεί όμως να μην είναι υπεύθυνα για την καταστροφή του θυρεοειδή. Την καταστροφή αυτή πιθανολογείται ότι προκαλεί κάποιο άλλο αντίσωμα ή κυτταροτοξικός παράγοντας.
Ιστολογικά ο θυρεοειδής διηθείται από λεμφοκύτταρα και πλασματοκύτταρα ενώ παρατηρείται ίνωση, καταστροφή των θυλακίων και εξαφάνιση του κολλοειδούς. Χαρακτηριστικά είναι τα κύτταρα Askenazy (επιθηλιακά κύτταρα με ηωσινόφιλο κυτταρόπλασμα).
Η Θ.Η. μπορεί να συνυπάρχει με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως:
- λεύκη
- αλωπεκία
- σακχαρώδη διαβήτη
- ν. Addison
- υποπαραθυρεοειδισμό
- ρευματοειδή αρθρίτιδα
- συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και μυασθένεια Gravis
Τέλος, σε ασθενείς με Θ.Η. παρουσιάζονται συχνότερα η νόσος Alzheimer και η νεφρική σωληναριακή οξέωση.
Κλινική εμφάνιση
Ο ασθενής με Θ.Η. εμφανίζεται με βρογχοκήλη διάχυτη ή μικροπολυοζώδη συνήθως ασυμπτωματική, μερικές φορές με ευαισθησία στην περιοχή. Σπάνια υπάρχουν τοπικά σημεία πίεσης στον τράχηλο και δυσφαγία. Ολιγότερο συχνά εμφανίζεται με μονήρη όζο. Η ανάπτυξη μονήρους όζου ιδίως όταν είναι πρόσφατης ή ταχείας εξελίξεως εγείρει την υποψία ύπαρξης λεμφώματος.
Η κατάσταση στην οποία η Θ.Η. εκδηλώνεται με θυρεοτοξίκωση ονομάζεται Hashitoxicosis. Στην περίπτωση αυτή παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα Τ4 και Τ3 με κατασταλμένη την TSH.
Συνήθως οι ασθενείς με Θ.Η. όταν πρωτοεξετάζονται είναι ευθυρεοειδικοί. Ενίοτε είναι υποθυρεοειδικοί με επίπεδα Τ3 και Τ4 στα κατώτερα φυσιολογικά όρια (ή και χαμηλά) και αυξημένη TSH. Ανιχνεύονται αντιμικροσωμιακά κυρίως αλλά και αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα και η φυσική εξέλιξη της νόσου είναι τέτοια ώστε σε εκείνους που έχουν θετικά αντισώματα (ΑΡΑ) και πολύ αυξημένη TSH η ανάπτυξη μόνιμου υποθυρεοειδισμού κυμαίνεται από 2-5% ανά έτος. Η εμφάνιση του θυρεοειδή στο σπινθηρογράφημα είναι συμμετρική και η κατανομή του ραδιοφαρμάκου είναι στικτή, ανομοιογενής.
Ιδιαίτερη μορφή Θ.Η. αποτελεί εκείνη στην οποία υπάρχουν αντισώματα έναντι του υποδοχέα της TSH πού παρεμποδίζουν τη σύνδεση της TSH στα θυρεοειδικά κύτταρα και επομένως και την ορμονοπαραγωγή. Η μορφή αυτή χαρακτηρίζεται από υποθυρεοειδισμό, χωρίς βρογχοκήλη.
Η διάγνωση πάντως της Θ.Η. σε ασθενείς με βρογχοκήλη (ευθυρεοειδικοί ή υποθυρεοειδικοί) επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση θετικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.
‘Όταν υπάρχει μονήρης «ψυχρός» όζος η βιοψία είναι απαραίτητη για να γίνει διαφορική διάγνωση από κακοήθεια.
Θεραπευτικά χορηγείται θυροξίνη (0,1-0,15 mg ημερησίως) για την σμίκρυνση της βρογχοκήλης ή την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού. Κριτήριο της απαιτούμενης δόσης είναι η καταστολή της TSH, όταν πρόκειται για βρογχοκήλη, ή η διατήρησή της στα ευθυρεοειδικά όρια σε περίπτωση υποθυρεοειδισμού. Σπάνια απαιτείται θυρεοειδεκτομή και γίνεται μόνο όταν υπάρχει μονήρης όζος και υποψία κακοήθειας (αναρρόφημα ύποπτο για κακοήθεια).
ΣΙΩΠΗΛΗ
Η ανώδυνη (painless) ή σιωπηλή (silent) θυρεοειδίτιδα πρωτοπεριγράφηκε τη δεκαετία του ‘70, έφθασε στο μέγιστό της τη δεκαετία του ‘80 (βιβλιογραφικά αποτελούσε περίπου το 15% των περιπτώσεων υποθυρεοειδισμού) ενώ σήμερα περιγράφεται λιγότερο συχνά. Από ορισμένους ερευνητές, πλέον θεωρείται παραλλαγή της υποξείας θυρεοειδίτιδας και σύμφωνα με άλλους ποικιλία της Θ.Η. Η σιωπηλή θυρεοειδίτιδα εκδηλώνεται με σημεία και συμπτώματα παροδικού υπερθυρεοειδισμού που εμφανίζεται απότομα σε αντίθεση με την ν. Graves. Οι ασθενείς έχουν μικρή, ανώδυνη βρογχοκήλη, χαμηλή πρόσληψη ραδιενεργού ιωδίου και ιστολογικά πιο εκτεταμένη λεμφοκυτταρική διήθηση από ότι στη Θ.Η., με εκτεταμένη ρήξη θυλακίων.
Οι ασθενείς διέρχονται από τρεις κλινικές φάσεις, την υπερθυρεοειδική όπου οι Τ4, Τ3 είναι αυξημένες και η TSH κατασταλμένη, την ευθυρεοειδική και την υποθυρεοειδική. Η υπερθυρεοειδική φάση διαρκεί 2-4 μήνες. Η ΤΚΕ είναι χαρακτηριστικά φυσιολογική, ενώ τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα δεν ανιχνεύονται στην πλειονότητα των ασθενών ή εάν ανεβρεθούν είναι σε χαμηλούς τίτλους.
Διακρίνονται δύο μορφές silent θυρεοειδίτιδας.
Η σποραδική μορφή η οποία είναι πιο συχνή στο μέσο της 4ης δεκαετίας και η θυρεοειδίτιδα της λοχείας (post partum thyroiditis).
Θυρεοειδίτιδα της λοχείας (post partum thyroiditis). Διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας κατά τη διάρκεια της κύησης και κατά την περίοδο της λοχείας δεν είναι σπάνιες.Εχει αναγνωριστεί ως ξεχωριστό κλινικό σύνδρομο η εμφάνιση παροδικής θυρεοειδίτιδας σε λεχωίδες .
Το κλινικό αυτό σύνδρομο αποκαλείται πλέον θυρεοειδίτιδα της λοχείας και χαρακτηρίζεται από βρογχοκήλη, διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας (παροδικό υπερ- ή υποθυρεοειδισμό) και υψηλούς τίτλους αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Εκδηλώνεται μέσα στον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό και διαχωρίζεται κλινικά από τη ν. Graves και τον μόνιμο υποθυρεοειδισμό. Πρόκειται για αυτοάνοσο σύνδρομο με ποσοστό εμφάνισης από 1 έως 16.7%. Η μεγάλη διακύμανση στη συχνότητα εμφάνισης σε διάφορες μελέτες πιθανόν οφείλεται σε διαφορές των Εθνολογικών ομάδων, στο σχεδιασμό των μελετών, στη διάρκεια παρακολούθησης των λεχωΐδων και πιθανόν σε διάφορους ακαθόριστους περιβαλλοντολογικούς παράγοντες.
Ανοσολογία: Υπάρχει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στην παρουσία αντιμικροσωμιακών αντισωμάτων στον ορό και ενεργού θυρεοειδίτιδας λοχείας. Η αιτιολογία της νόσου δεν έχει διευκρινιστεί. Αποδίδεται σε rebound φαινόμενο των κυτταρικών και χημικών μηχανισμών της ανοσίας κατά την περίοδο της λοχείας, η οποία πρακτικά διαδέχεται μία περίοδο σχετικής ανοσοκαταστολής, όπως είναι η κύηση. Αντιμικροσωμιακά αντισώματα που ανήκουν στις υποκλάσεις ΙgG1 και ΙgG3 μπορούν να προκαλέσουν σύνδεση του συμπληρώματος. Σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα λοχείας έχει βρεθεί αυξημένη δραστικότητα των κατασταλτικών Ts - λεμφοκυττάρων. Πάντως δεν έχουν βρεθεί ποσοτικές διαφορές των κυκλοφορούντων υποπληθυσμών των Τα - λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα μεταξύ γυναικών με θυρεοειδίτιδα λοχείας και ευθυρεοειδικών φυσιολογικών λεχωΐδων.
Ανοσοπαθολογία: Βιοψίες του θυρεοειδή σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα λοχείας δείχνουν διηθήσεις από λεμφοκύτταρα, πλασματοκύτταρα και λίγα πολυμορφοπύρηνα, εικόνα που μοιάζει με Θ.Η..
Υπερηχοτομογραφικά έχει βρεθεί αύξηση του μεγέθους του θυρεοειδή αδένα μέχρι και 35% σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα λοχείας, καθώς επίσης και μέχρι 25% σε γυναίκες με θετικά αντιμικροσωμιακά αντισώματα, οι οποίες δεν εμφανίζουν θυρεοειδίτιδα λοχείας.
Κλινική εικόνα: Η νόσος χαρακτηρίζεται από ευρύ φάσμα κλινικής έκφρασης. Πρακτικά αναγνωρίζονται τρεις φάσεις η υπερθυρεοειδική, η υποθυρεοειδική και μία τρίτη φάση στην οποία ο υπερθυρεοειδισμός ακολουθείται από υποθυρεοειδισμό. Αρχικά εκδηλώνεται η υπερθυρεοειδική φάση 2-4 μήνες μετά τον τοκετό που χαρακτηρίζεται από απότομη έναρξη και μικρή διάρκεια. Παρατηρείται καταστροφή του αδένα και απελευθέρωση θυρεοειδικών ορμονών. Η απουσία αντιμικροσωμιακών αντισωμάτων και η χαμηλή πρόσληψη ραδιοφαρμάκου στο σπινθηρογράφημα επιτρέπουν την εύκολη διαφορική διάγνωση από τη ν. Graves. Διαφέρει, επίσης, από την υποξεία θυρεοειδίτιδα, γιατί δεν παρατηρείται επώδυνη διόγκωση του θυρεοειδή, λευκοκυττάρωση ή αυξημένη ΤΚΕ. Τα κλινικά συμπτώματα αυτής της φάσης είναι ήπια και συχνά δεν αξιολογούνται γιατί είναι δυνατόν να αποδοθούν στο έντονο stress της μητέρας από την απόκτηση του παιδιού.
Κατά την υποθυρεοειδική φάση, 4-8 μήνες μετά τον τοκετό, η κλινική συμπτωματολογία είναι συνήθως ήπια. Μπορεί να εμφανιστούν σημεία υποθυρεοειδισμού, όπως ελαττωμένη δραστηριότητα, ξηρό δέρμα, τραχιά μαλλιά, βραδυψυχισμός, αδυναμία συγκέντρωσης, εύκολη κόπωση, αίσθημα ψύχους και μελαγχολία, που συχνά αποδίδονται σε ψύχωση της λοχείας. Περισσότερο από 50% των γυναικών με θυρεοειδίτιδα λοχείας και ύπαρξη θετικών αντιμικροσωμιακών αντισωμάτων έχουν σημαντική καταθλιπτική σημειολογία, όπως προκύπτει από τη συμπλήρωση ειδικών ψυχιατρικών ερωτηματολογίων. Κατά την κλινική εξέταση ψηλαφάτε μικρή βρογχοκήλη στον μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, ενώ απουσιάζουν χαρακτηριστικά ο πόνος και η τάση στην περιοχή του θυρεοειδή αδένα. Από μια εργασία του Gerstein βρέθηκε άμεση σχέση στην παρουσία βρογχοκήλης κατά τη διάρκεια της κύησης και μετά τον τοκετό, με την εμφάνιση θυρεοειδίτιδας λοχείας.
Πρόγνωση: Είναι αξιοσημείωτο πως ποσοστό 25-30% των γυναικών που θα εμφανίσει παροδικά υποθυρεοειδική φάση κατά την πορεία της θυρεοειδίτιδας λοχείας, θα μεταπέσει σε μόνιμο υποθυρεοειδισμό. Από μια εργασία που έγινε στην Ιαπωνία βρέθηκε ότι το 17% των γυναικών με θυρεοειδίτιδα λοχείας εμφάνισαν υποθυρεοειδισμό 5-16 χρόνια αργότερα, ενώ από άλλες εργασίες βρέθηκε ότι το 23% παρουσίασαν υποθυρεοειδισμό 2-4 χρόνια αργότερα. Επιπλέον, σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα λοχείας μία δεύτερη εγκυμοσύνη οδηγεί συνήθως σε υποτροπή της νόσου. Η θυρεοειδίτιδα λοχείας έχει αναφερθεί πως είναι συχνότερη σε γυναίκες που γέννησαν θήλεα βρέφη και σε καπνίστριες, αλλά τα ευρήματα αυτά δεν έχουν τεκμηριωθεί.
Συνοδά νοσήματα: Έχει αναφερθεί συνύπαρξη με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης.
Θεραπεία: Κατά τη διάρκεια της υπερθυρεοειδικής φάσης συνήθως δεν απαιτείται φαρμακευτική αγωγή. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις, για τον έλεγχο των συμπτωμάτων, μπορεί να χρειαστεί χορήγηση προπρανολόλης. Κατά την υποθυρεοειδική φάση, όμως, αρκετοί ασθενείς εξαιτίας της έντονης συμπτωματολογίας χρειάζονται αγωγή με θυροξίνη (0,1 mg ημερησίως). Η αγωγή αυτή χορηγείται για 6-9 μήνες και οι ασθενείς επανελέγχονται για την πιθανότητα μόνιμου υποθυρεοειδισμού.
Σε μια μελέτη της Ενδοκρινολογικής Κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης επί 1594 Ελληνίδων λεχωΐδων βρέθηκαν 83 λεχωίδες με θετικά αντιθυρεοειδικά αντισώματα, ποσοστό 5,21%. Από τις 83 λεχωίδες ποσοστό 51,4% εμφάνισε θυρεοειδίτιδα της λοχείας. Οι λεχωίδες αυτές είχαν υψηλούς τίτλους αντιμικροσωμιακών αντισωμάτων.
Από αυτές ποσοστό:
- 18,4% εκδήλωσε μόνο υπερθυρεοειδισμό
- 42,1% εκδήλωσε υπερθυρεοειδισμό, ακολουθούμενο από υποθυρεοειδισμό
- 39,5% εκδήλωσε μόνο υποθυρεοειδισμό
Μόνιμο υποθυρεοειδισμό ανέπτυξαν 8 λεχωίδες, ποσοστό 21%.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΤΙΔΑ RIEDEL
Η θυρεοειδίτιδα Riedel
- είναι πολύ σπάνια
- η αιτιολογία της είναι άγνωστη
- προσβάλλει κυρίως γυναίκες μέσης ηλικίας και
~· συνυπάρχει συνήθως με οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση
Ο θυρεοειδής είναι μέτρια διογκωμένος και ξυλώδης στη ψηλάφηση, προεξάρχουν τα πιεστικά φαινόμενα (δυσφαγία, βράγχος φωνής). Χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη ίνωση στο θυρεοειδή και διήθηση από μακροφάγα και ηωσινόφιλα που μπορεί να επεκτείνεται στους γειτονικούς ιστούς. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι ευθυρεοειδικοί, μερικοί μπορεί να είναι υποθυρεοειδικοί με υψηλές συγκεντρώσεις αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στον ορό.
Η διάγνωση τίθεται με βιοψία και θεραπευτικά αντιμετωπίζεται με ισθμεκτομή, ενώ τελευταία δοκιμάζεται η ταμοξιφένη.
ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Σπάνιες μορφές θυρεοειδίτιδας είναι:
- Θυρεοειδίτιδα μετά χορήγηση 131Ι που χρησιμοποιείται στη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού ή του καρκίνου. Εκδηλώνεται οξέως με πόνο, ευαισθησία, οίδημα και παροδικό υπερθυρεοειδισμό.
- Θυρεοειδίτιδα μετά από εξωτερική ακτινοβολία στην περιοχή της κεφαλής και του τραχήλου σε δόσεις πάνω από 1000 rads οπότε αρκετά χρόνια μετά προκαλείται ίνωση, ατροφία των θυλακίων, ανωμαλίες στους πυρήνες, λεμφοκυτταρική διήθηση και υαλινοποίηση των αρτηριολίων.
- Σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς (AIDS, χημειοθεραπεία για κακοήθεια) παρατηρήθηκαν ευκαιριακές λοιμώξεις από ασπέργιλλο (κλινική εικόνα οξείας θυρεοειδίτιδας) ή πνευμονοκύστη carinii (σύνδρομο σαν υποξείας θυρεοειδίτιδας).
- Θυρεοειδίτιδα από φάρμακα. Σε ασθενείς στους οποίους χορηγείται ιντερφερόνη-α (IFN-a), ιντερλευκίνη-2 και αμιωδαρόνη έχει παρατηρηθεί ότι αναπτύσσεται ανώδυνη θυρεοειδίτιδα:
Περίπου ένας στους 5 ασθενείς που βρίσκονται σε αγωγή με ιντερφερόνη-α (ΙFΝ-a) εκδηλώνει ανώδυνη θυρεοειδίτιδα, ενώ άλλες εκδηλώσεις από τον θυρεοειδή μπορεί να περιλαμβάνουν υποθυρεοειδισμό, ν. Graves και αυξημένα επίπεδα αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Οι διαταραχές στη θυρεοειδική λειτουργία εκδηλώνονται 3 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας και είναι συχνότερες σε ασθενείς που ήδη έχουν θετικά αντιθυρεοειδικά αντισώματα.
· σε ποσοστό 2% των ασθενών που βρίσκονται σε αγωγή με ιντερλευκίνη-2 μπορεί να εμφανισθεί ανώδυνη θυρεοειδίτιδα.
· η αμιωδαρόνη με άγνωστο ως τώρα μηχανισμό μπορεί να προκαλέσει ανώδυνη λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: