ΜΕΝΟΥ

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Οι καλύτερες διαγνωστικές εξετάσεις για το ενδοκρινικό σύστημα και τον μεταβολισμό

 

Βιοδείκτες υγείας για να εξετάσετε τον τρόπο με τον οποίο γερνάτε

Υπάρχει τρόπος να εξετάσετε και να καθορίσετε τον τρόπο με τον οποίο γερνάτε.

Οι βιοδείκτες είναι χημικές ουσίες που βρίσκονται στο αίμα. 

Οι παρακάτω είναι βιοδείκτες σχετικοί με τη γήρανση και δείχνουν πόσο υγιείς είσαστε καθώς μεγαλώνετε.

Γενικά, για μια πλήρη εκτίμηση της υγείας σας θα πρέπει να ελέγξετε το ενδοκρινικό σας σύστημα και τον μεταβολισμό, την καρδιοαγγειακή σας κατάσταση, την ηπατική, νεφρική και μυική σας λειτουργία, τα επίπεδα βιταμινών και μετάλλων και των θρεπτικών στοιχείων, την φλεγμονή, τη γενική αίματος, τη γενική ούρων και τέλος το μήκος τελομερούς.

Δεν χρειάζεται να κάνετε τον έλεγχο των βιοδεικτών σε μία αιμοληψία, αλλά αν υπήρχε ένα τεστ που θα τα περιελάμβανε όλα θα είχατε μια σαφή εικόνα για την υγεία σας και για τον τρόπο που γερνάει το σώμα σας.

Λίγες πληροφορίες για το ενδοκρινικό σύστημα και τη λειτουργία του

Το ενδοκρινές σύστημα είναι το σύστημα οργάνων ενός οργανισμού που είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο μίας πληθώρας λειτουργιών του οργανισμού, όπως είναι ο έλεγχος της αναπαραγωγής, του μεταβολισμού, της σύστασης των εξωκυτταρικών υγρών κλπ. και συνεργάζεται στενά για το σκοπό αυτό με το νευρικό σύστημα.

Το ενδοκρινές σύστημα παίζει κυρίαρχο ρόλο στην διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού, δηλαδή στην διατήρηση της σταθερότητας του εσωτερικού περιβάλλοντος του οργανισμού.

Ο έλεγχος των διαφόρων λειτουργιών πραγματοποιείται με έκκριση κατάλληλων ορμονών από ειδικά όργανα που λέγονται ενδοκρινείς αδένες.

Οι κύριοι ενδοκρινείς αδένες του σώματος είναι η υπόφυση, ο θυρεοειδής, οι παραθυρεοειδής, το πάγκρεας, τα επινεφρίδια και οι γονάδες (Όρχεις στο γεννητικό σύστημα των αντρών και Ωοθήκες ή Ωαγωγοί στο γεννητικό σύστημα των γυναικών).

Για την έκκριση των ορμονών το ενδοκρινές σύστημα συνεργάζεται με το νευρικό σύστημα. Με την εμφάνιση κατάλληλου ερεθίσματος, το νευρικό σύστημα δίνει εντολή στο ενδοκρινές να εκκρίνει την κατάλληλη ορμόνη.

Η απελευθέρωση των ορμονών μπορεί να είναι συνεχής, περιοδική ή κατά κύματα. Περίπτωση περιοδικής έκκρισης ορμονών είναι οι ορμόνες του αναπαραγωγικού συστήματος.

Ο έλεγχος του ενδοκρινούς συστήματος πραγματοποιείται με τον μηχανισμό της αρνητικής ανάδρασης. Με αυτό τον μηχανισμό η αύξηση της συγκέντρωσης της εκκρινόμενης ορμόνης αναστέλλει την περαιτέρω έκκρισή της. Ο μηχανισμός αυτός διακρίνεται σε σύστημα άμεσης ρύθμισης, και σε σύστημα έμμεσης ρύθμισης.

  • Ορμόνες της υπόφυσης

Η υπόφυση είναι ένας ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στον εγκέφαλο και εκκρίνει εννέα διαφορετικές ορμόνες. Η υπόφυση χωρίζεται σε νευροϋπόφυση και αδενοϋπόφυση. Συνήθως υπάρχει και μία ενδιάμεση περιοχή που λέγεται διάμεσος λοβός ή διάμεση μοίρα.

Από την αδενοϋπόφυση εκκρίνονται οι ορμόνες: θυρεοτρόπος ορμόνη που ελέγχει τον θυρεοειδή αδένα, καρτικοτρόπος ορμόνη που ελέγχει τα επινεφρίδια, αυξητική ορμόνη που ελέγχει τα οστά, γαναδοτροπίνες που ελέγχουν τους όρχεις και τις ωοθήκες και προλακτίνη που ελέγχει τους γυναικείους μαστικούς αδένες.

Από την νευροϋπόφυση εκκρίνονται οι ορμόνες: ωκυτοκίνη, που ελέγχει την μήτρα, και αντιδιουριτική, που ελέγχει τα νεφρά.

  • Ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα

Ο θυρεοειδής αδένας είναι ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στον τράχηλο κεφαλής. Εκκρίνει τις ορμόνες θυροξίνη και τριωδοθυρονίνη. Αυτές οι ορμόνες επηρεάζουν πολλές λειτουργίες του σώματος και είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία άλλων ορμονών. Μία από τις κυριότερες φυσιολογικές επιδράσεις των θυρεοειδών ορμονών είναι η αύξηση του μεταβολισμού και της θερμογένεσης.

  • Ορμόνες των παραθυρεοειδών αδένων 

Οι παραθυρεοειδείς αδένες βρίσκονται στην οπίσθια πλευρά του θυρεοειδή. Εκκρίνουν την ορμόνη παραθορμόνη, που ελέγχει την συγκέντρωση ασβεστίου στο πλάσμα και όταν δρα αυξάνει τις συγκεντρώσεις του, και καλσιτονίνη που είναι ανταγωνιστική της παραθορμόνης και μειώνει την συγκέντρωση του ασβεστίου στο πλάσμα.

  • Ορμόνες των επινεφριδίων

Τα επινεφρίδια είναι ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται πάνω από τα νεφρά. Τα επινεφρίδια παράγουν γλυκοκορτικοστεροειδείς ορμόνες και τις κατεχολαμίνες αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη. Κυριότερη γλυκοκορτικοστεροειδής ορμόνη είναι η κορτιζόλη που ενισχύει την διαδικασία της γλυκονεογένεσης. Η αδρεναλίνη παίζει ρόλο στην γρήγορη κινητοποίηση των αποθεμάτων ενέργειας του οργανισμού.

  • Ορμόνες του παγκρέατος

Το πάγκρεας είναι ένας μικτός αδένας, που ανήκει στο γαστρεντερικό σύστημα, με ενδοκρινή και εξωκρινή μοίρα ο οποίος παράγει πλήθος σημαντικών ορμονών με κυριότερες την ινσουλίνη, το γλυκαγόνο (ενδικρινής). Ο ρόλος του στο πεπτικό σύστημα είναι η έκκριση του παγκρεατικού υγρού το οποίο περιέχει ένζυμα που συμμετέχουν στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών από το λεπτό έντερο. Αυτά τα ένζυμα βοηθούν στην περαιτέρω διάσπαση των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπιδίων (εξωκρινής). Παράγει τις ορμόνες ινσουλίνη και την ανταγωνιστική της ορμόνη γλυκαγόνο. Η ινσουλίνη εκκρίνεται όταν υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση γλυκόζης στον οργανισμό και βοηθάει στον μεταβολισμό της. Αντίθετα, το γλυκαγόνο εκκρίνεται όταν η συγκέντρωση της γλυκόζης είναι χαμηλή και ο ρόλος του είναι να διεγείρει την αποικοδόμηση του γλυκογόνου στο ήπαρ.

Ο υποθάλαμος στέλνει σήματα προς τον μίσχο της υπόφυσης, για τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των εκκριτικών λειτουργιών τόσο του πρόσθιου όσο και του οπίσθιου λοβού της υπόφυσης.

  • Ορμόνες του ήπατος

Το ήπαρ ή συκώτι είναι αδένας που ανήκει στο γαστρεντερικό σύστημα. Έχει ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών στο οποίο περιλαμβάνεται η αποτοξίνωση, η σύνθεση πρωτεϊνών και διαφόρων ορμονών και η παραγωγή βιοχημικών ουσιών απαραίτητων για την πέψη των τροφών. Το ήπαρ είναι απαραίτητο για τη ζωή. Επί του παρόντος δεν έχει ανευρεθεί τρόπος αντιστάθμισης των λειτουργιών του, σε περίπτωση πλήρους απουσίας του σε βάθος χρόνου, παρόλο που η αιμοκάθαρση ήπατος μπορεί να συνεισφέρει για ένα μικρό διάστημα.

Οι καλύτερες διαγνωστικές εξετάσεις για το ενδοκρινικό σύστημα και τον μεταβολισμό για να ελέγξετε την υγεία σας:

Το ενδοκρινικό σύστημα παράγει ορμόνες, που είναι ουσίες που εκκρίνονται από ένα όργανο μέσα στο αίμα και ταξιδεύουν σε άλλες περιοχές του σώματος και συμβάλλουν στη διατήρηση της νεότητας.

Όταν οι τιμές των ορμονών είναι φυσιολογικές βοηθούν στην υγεία των μαλλιών, του δέρματος και της ενέργειας, στην επισκευή των βλαβών στο σώμα σας και στη διατήρηση της νεότητας.

Καθώς μεγαλώνουμε κάποιες ορμόνες, φυσιολογικά παρουσιάζουν μείωση: αυξητική ορμόνη, οιστραδιόλη, προγεστερόνη, τεστοστερόνη, κορτιζόλη, DHEA, η λεπτίνη και ο ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντας-1.

Καθώς μεγαλώνουμε κάποιες ορμόνες, φυσιολογικά παρουσιάζουν αύξηση: η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη, η ωχρινοτρόπος ορμόνη, η γλοβουλίνη που δεσμεύει τις σεξουαλικές ορμόνες και η λιπονεκτίνη.

Καθώς μεγαλώνουμε κάποιες ορμόνες, φυσιολογικά μένουν σταθερές: η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη, η παραθορμόνη και η φλοιοεπινεφριδοτρόπος ορμόνη.


-Αυξητική ορμόνη-GH-Growth Hormone ή σωματοτροπίνη

Η αυξητική ορμόνη προωθεί την ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, ενώ στους ενήλικες, βοηθά στην συντήρηση των ιστών και των οργάνων. Για παράδειγμα, τα αυξημένα επίπεδα αυξητικής ορμόνης προκαλούν αύξηση της οστικής πυκνότητας.

Η ανθρώπινη αυξητική ορμόνη (growth hormone ή GH) ή σωματοτροπίνη είναι μια πρωτεΐνη που αποτελείται από 191 αμινοξέα. Απελευθερώνεται από την υπόφυση. Η παραγωγή της αυξητικής ορμόνης ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ρυθμό. Δεν παράγεται συνεχώς, αλλά κατά ώσεις, περίπου 6-12 φορές την ημέρα, με την μεγαλύτερη ποσότητα να εκκρίνεται στον ύπνο. Εκλύεται, επίσης, και όταν συντρέχουν ορισμένοι άλλοι παράγοντες όπως η έντονη άσκηση, το χαμηλό σάκχαρο στο αίμα, και το στρες. Ο ψευδάργυρος και το αμινοξύ L‐αργινίνη συμμετέχουν στη φυσιολογική έκκριση, ενώ η ινσουλίνη αναστέλλει την παραγωγή της αυξητικής ορμόνης.

Δρα  µε  άμεσο τρόπο  στα  οστά  και  το  λιπώδη  ιστό  και  µε έμμεσο τρόπο  στην ανάπτυξη των μυών. Καθώς κυκλοφορεί στο αίμα μετακινείται γρήγορα στο συκώτι, όπου βοηθάει να παραχθεί ένα μόριο που λέγεται αυξητικός παράγοντας IGF-1 (insulin  like growth factor-1 ή ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντας-1). 

  • Αν η εξέταση δείξει αύξηση της αυξητικής ορμόνης

Η πιο συχνή ασθένεια της περίσσειας GH είναι ένας όγκος της υπόφυσης που αποτελείται από σωματοτρόπα κύτταρα στην πρόσθια υπόφυση. Αυτά τα σωματοτροπα αδενώματα είναι καλοήθη και μεγαλώνουν αργά και σταδιακά. Τελικά, το αδένωμα μπορεί να γίνει αρκετά μεγάλο και προκαλεί πονοκεφάλους, βλάπτει την όραση από την πίεση επί των οπτικών νεύρων, ή προκαλεί ανεπάρκεια άλλων ορμονών υπόφυσης με εκτόπιση. Η παρατεταμένη υπερβολική αύξηση της GH πυκνώνει τα οστά της γνάθου, και των δαχτύλων των χεριών και ποδιών και προκαλείται ακρομεγαλία. Επίσης, υπάρχει εφίδρωση, ασκείται πίεση στα νεύρα (π.χ. σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα), μυϊκή αδυναμία, περίσσεια της γλοβουλίνης που δεσμεύει τις σεξουαλικές ορμόνες (SHBG), αντίσταση στην ινσουλίνη και διαβήτης τύπου 2, και μειωμένη σεξουαλική λειτουργία. Οι GH-όγκοι παρατηρούνται την πέμπτη δεκαετία της ζωής. Αν σπάνια συμβούν στην παιδική ηλικία, η υπερβολική GH μπορεί να προκαλέσει υπερβολική ανάπτυξη (υποφυσιακός γιγαντισμός). 

Η χειρουργική αφαίρεση είναι η συνήθης θεραπεία, η ακτινοβολία ή ένας ανταγωνιστής GH, όπως η pegvisomant για τη συρρίκνωση του όγκου ή για μπλοκάρισμα της λειτουργίας του και η οκτρεοτίδη (αγωνιστής σωματοστατίνης) και η βρωμοκριπτίνη (αγωνιστής ντοπαμίνης) που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να εμποδίσουν την έκκριση της GH, διότι τόσο η σωματοστατίνη όσο και η ντοπαμίνη αναστέλλουν αρνητικά την GHRH-διαμεσολαβούμενη απελευθέρωση της GH από την πρόσθια υπόφυση. 

  • Αν η εξέταση δείξει μείωση της αυξητικής ορμόνης

Οι συνέπειες της ανεπάρκειας αυξητικής ορμόνης διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία.

Στα παιδιά, προκαλεί αποτυχία της ανάπτυξης και χαμηλό ανάστημα και αιτίες είναι οι γενετικές παθήσεις και οι συγγενείς δυσπλασίες. Μπορεί, επίσης, να προκαλέσει καθυστερημένη σεξουαλική ωριμότητα.

Στους ενήλικες, η ανεπάρκεια είναι σπάνια και η πιο συχνή αιτία είναι ένα αδένωμα της υπόφυσης, η συνέχιση του προβλήματος της παιδικής ηλικίας, ένας όγκος ή ένα τραύμα ή ιδιοπαθής. Οι ενήλικες τείνουν να έχουν μια σχετική αύξηση της λιπώδους μάζας και σχετική μείωση της μυϊκής μάζας και, σε πολλές περιπτώσεις, μειωμένη ενέργεια και  ποιότητα ζωής. Η GH βοηθά στην ψυχική και συναισθηματική ευεξία και στη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου ενέργειας. Οι ενήλικες με ανεπάρκεια GH έχουν συχνά υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης. Η GH επάγει τη γνωστική λειτουργία και η γνωστική εξασθένηση είναι αποτέλεσμα της ανεπάρκειας GH. 

Η θεραπεία αντικατάστασης με εξωγενή GH  χρειάζεται τακτική παρακολούθηση λόγω της συχνότητας και της σοβαρότητας των παρενεργειών.

Τα οφέλη: μείωση μάζας λίπους, αύξηση της μυϊκής μάζας, αυξημένη οστική πυκνότητα,  βελτίωση του προφίλ των λιπιδίων, μειωμένος καρδιαγγειακός κίνδυνος, καθώς και βελτιωμένη ψυχοκοινωνική ευεξία.

Εγκεκριμένες χρήσεις της αυξητικής ορμόνης

  • Κοντό ανάστημα σε ανεπάρκεια GH.
  • Κοντό ανάστημα σε μη ανεπάρκεια GH (σύνδρομο Turner, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, σύνδρομο Prader-Willi, ενδομήτριος περιορισμός της ανάπτυξης, και σοβαρό ιδιοπαθές βραχύ ανάστημα).
  • Διατήρηση της μυϊκής μάζας σε AIDS. 

Μη εγκεκριμένες χρήσεις της αυξητικής ορμόνης

  • Θεραπεία αντιγήρανσης 
  • Θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας
  • Ενίσχυση της απώλειας βάρους σε παχυσαρκία
  • Ινομυαλγία
  • Καρδιακή ανεπάρκεια
  • Νόσος του Crohn
  • Ελκώδης κολίτιδα
  • Εγκαύματα
  • Σύνδρομο βραχέος εντέρου για να μειώσει την απαίτηση για ενδοφλέβια ολική παρεντερική διατροφή
  • Αύξηση των αθλητικών επιδόσεων: Χρησιμοποιείται ως παράγοντας ντόπινγκ
  • Αύξηση της γαλακτοπαραγωγής στις αγελάδες και στα κοτόπουλα και στους χοίρους για γρήγορη ανάπτυξη

Παρενέργειες της αυξητικής ορμόνης

Διόγκωση αρθρώσεων και αρθραλγία, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, και αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη, ανοσολογική απόκριση έναντι της GH, λέμφωμα Hodgkin, αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και του προστάτη, μέσω της αύξησης του παράγοντα IGF-1.


-Οιστραδιόλη

Είναι ένα οιστρογόνο. Τα επίπεδα οιστραδιόλης μειώνονται στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και στους άνδρες σε μεγαλύτερη ηλικία.

  • Στις γυναίκες, η οιστραδιόλη δρα ως αυξητική ορμόνη για τον ιστό των αναπαραγωγικών οργάνων, υποστηρίζοντας την επένδυση του κόλπου, τους αδένες του τραχήλου της μήτρας, το ενδομήτριο, και την επένδυση των σαλπίγγων. Ενισχύει την ανάπτυξη του μυομητρίου. Η οιστραδιόλη διατηρεί τα ωοκύτταρα στην ωοθήκη. Κατά τη διάρκεια του έμμηνου κύκλου, η οιστραδιόλη παράγεται από τα αυξανόμενα ωοθυλάκια, μέσω ενός συστήματος θετικής ανάδρασης, μέσω του υποθαλάμου-υπόφυσης, με αύξηση της ωχρινοτρόπου ορμόνης, και πρόκληση ωορρηξίας. Κατά την ωχρινική φάση, η οιστραδιόλη μαζί με την προγεστερόνη, προετοιμάζει το ενδομήτριο για την εμφύτευση. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνεται η οιστραδιόλη λόγω παραγωγής του πλακούντα και βοηθάει στη διατήρηση της εγκυμοσύνης. Η ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου στις γυναίκες γίνεται από την οιστραδιόλη. Έτσι, η οιστραδιόλη προάγει την ανάπτυξη των μαστών, και είναι υπεύθυνη για τις αλλαγές στο σχήμα του σώματος, που επηρεάζουν τα οστά, τις αρθρώσεις, και την εναπόθεση λίπους. 
  • Στους άνδρες, η οιστραδιόλη παράγεται από τη δράση της αρωματάσης και δρα κυρίως, στα κύτταρα Leydig των όρχεων και τα κύτταρα του Sertoli για την πρόληψη της απόπτωσης των αρσενικών σπερματοζωαρίων. Η καταστολή της παραγωγής οιστραδιόλης  μπορεί να βελτιώσει την ανάλυση του σπέρματος. Οι άνδρες με ορισμένες γενετικές παθήσεις χρωμοσωμάτων του φύλου, όπως το σύνδρομο Klinefelter, θα έχουν υψηλότερα επίπεδα οιστραδιόλης.

Η οιστραδιόλη έχει επίδραση στα οστά. Τα άτομα με ελαττωμένα οιστρογόνα, θα γίνουν ψηλά, γιατί το κλείσιμο των επιφύσεων καθυστερεί και θα υπάρχει πρόωρη οστεοπενία και οστεοπόρωση. Οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση έχουν επιταχυνόμενη απώλεια οστικής μάζας λόγω  έλλειψης οιστρογόνων.

Η οιστραδιόλη έχει πολύπλοκες επιδράσεις στο ήπαρ. Μπορεί να οδηγήσει σε χολόσταση. Επηρεάζει την παραγωγή πολλαπλών πρωτεϊνών, συμπεριλαμβανομένων των λιποπρωτεϊνών, των πρωτεΐνών δέσμευσης, και των πρωτεΐνών που είναι υπεύθυνες για την πήξη του αίματος.

Τα οιστρογόνα μπορούν να παραχθούν στον εγκέφαλο από πρόδρομα στεροειδή. Ως αντιοξειδωτικά, έχουν νευροπροστατευτική λειτουργία. 

Τα οιστρογόνα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ψυχική υγεία των γυναικών. Απότομες πτώσεις ή διακυμάνσεις, ή παρατεταμένα χαμηλά επίπεδα των οιστρογόνων οδηγούν σε σημαντική μείωση της διάθεσης. 

Η οιστραδιόλη παίζει ρόλο στη διαφοροποίηση του εγκεφάλου για το φύλο, τόσο πριν από τη γέννηση όσο και σε όλη τη ζωή. Ο προγραμματισμός της σεξουαλικής συμπεριφοράς σε ενήλικες άνδρες εξαρτάται από την οιστραδιόλη που παράγεται κατά τη διάρκεια της προγεννητικής ζωής και στην πρώιμη παιδική ηλικία σε μεγάλο βαθμό. 

Τα οιστρογόνα επηρεάζουν ορισμένα αιμοφόρα αγγεία, και προκαλούν βελτίωση της ροής του αρτηριακού αίματος στις στεφανιαίες αρτηρίες. 

Τα οιστρογόνα είναι υπεύθυνα για την ενεργοποίηση ορισμένων ογκογονιδίων, στον καρκίνο του μαστού και του ενδομητρίου.

Τα οιστρογόνα είναι υπεύθυνα για την ενδομητρίωση, τα λειομυώματα της μήτρας και την αιμορραγία της μήτρας. 

Η οιστραδιόλη, μαζί με την οιστρόνη και οιστριόλη, στην εγκυμοσύνη μπορούν να προωθήσει τη ροή του αίματος στη μήτρα, την ανάπτυξη του μυομητρίου, την ανάπτυξη των μαστών, το μαλάκωμα του τραχήλου της μήτρας και την έκφραση των υποδοχέων ωκυτοκίνης του μυομητρίου.

Πότε χορηγείται οιστραδιόλη

  • Ένα ισχυρό χημικό παράγωγο της οιστραδιόλης, η αιθινυλοοιστραδιόλη είναι  σημαντικό συστατικό των ορμονικών αντισυλληπτικών, μαζί με προγεστερόνη, τα οποία συμβάλλουν αμφότερα στην αναστολή της εκλυτικής ορμόνης (GnRH), της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH), και της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH), για τον ελέγχο των γεννήσεων για την πρόληψη της ωορρηξίας.
  • Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες και σε συνδυασμό με μια προγεστίνη μειώνεται ο κίνδυνος για καρκίνο του ενδομητρίου.
  • Η θεραπεία οιστρογόνων χρησιμοποιείται, επίσης,ως μέρος της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης για τρανσέξουαλ. Από του στόματος ή διαδερμική οιστραδιόλη χρησιμοποιείται σε υψηλότερες συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια της αρχικής θεραπείας και μετά η οιστραδιόλη συνεχίζεται σε χαμηλότερες δόσεις για να διατηρήσει τις ορμόνες των γυναικών σε καλά επίπεδα μετά από χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού του φύλου.
  • Η θεραπεία οιστρογόνων χρησιμοποιείται στη θεραπεία της στειρότητας στις γυναίκες, σε συνδυασμό με κλομιφαίνη.
  • Η θεραπεία οιστρογόνων μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του προχωρημένου καρκίνου του προστάτη, καθώς και για την ανακούφιση από τα συμπτώματα του καρκίνου του μαστού. 
  • Η οιστραδιόλη χρησιμοποιείται, επίσης, ως ένας παράγοντας για την τόνωση επαγωγής της γυναικείας εφηβείας, σε υπογοναδισμό ή σύνδρομο Turner.

Πότε χορηγούνται αντιοιστρογόνα

  • Ορισμένες μορφές καρκίνου του μαστού
  • Γυναικομαστία
  • Πρόωρη σύγκλειση των επιφύσεων
  • Αναστολή της θηλυκοποίησης σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης για τρανσέξουαλ

Τα επίπεδα των οιστρογόνων μπορεί να μειωθούν με την αναστολή της παραγωγής με τη χρήση αναλόγων GnRH ή αναστέλλοντας το ένζυμο αρωματάση χρησιμοποιώντας έναν αναστολέα αρωματάσης, όπως αναστροζόλη, ή με έναν ανταγωνιστή υποδοχέα οιστρογόνων, όπως η ταμοξιφένη ή η fulvestrant.

Τα οιστρογόνα διατίθεται στην αγορά σε σκευάσματα από του στόματος, διαδερμικά, τοπικά, ενέσιμα, και κολπικά. Επιπλέον, το μόριο οιστραδιόλης συνδέεται με μία ομάδα αλκυλίου στο C17 (μερικές φορές επίσης στο C3) για να διευκολυνθεί η χορήγηση. Τέτοιες τροποποιήσεις οδηγούν σε μορφές, όπως η οξική οιστραδιόλη (από του στόματος και κολπική) και η κυπιονική οιστραδιόλη (ενέσιμη) που είναι προφάρμακο για την οιστραδιόλη.

Τα παρασκευάσματα από του στόματος υπόκεινται μέσω του ήπατος, μεταβολισμό με ανεπιθύμητες παρενέργειες. Η διαδερμική και διακολπική χορήγηση δεν υπόκειται μεταβολισμό από το ήπαρ.

Ανεπιθύμητες ενέργειες οιστραδιόλης

Αλλαγές στην κολπική αιμορραγία, δυσμηνόρροια, αύξηση του μεγέθους λειομυωμάτων της μήτρας, κολπίτιδα, κολπική καντιντίαση, αλλαγές στην έκκριση του τραχήλου της μήτρας και αυχενική εκτροπή, καρκίνος των ωοθηκών, υπερπλασία του ενδομητρίου, καρκίνος του ενδομητρίου, έκκριση από τη θηλή, γαλακτόρροια, ινοκυστικές αλλαγές του μαστού και καρκίνο του μαστού, πόνο στο στήθος, εν τω βάθει και επιφανειακή φλεβική θρόμβωση, πνευμονική εμβολή, θρομβοφλεβίτιδα, έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο, και αυξημένη αρτηριακή πίεση, ναυτία και έμετος, κοιλιακές κράμπες, φούσκωμα, διάρροια, δυσπεψία, δυσουρία, γαστρίτιδα, χολοστατικός ίκτερος, αύξηση των κρουσμάτων νόσων της χοληδόχου κύστης, παγκρεατίτιδα, ή διεύρυνση των ηπατικών αιμαγγειωμάτων, χλόασμα ή μέλασμα, πολύμορφο ερύθημα, οζώδες ερύθημα, μέση ωτίτιδα, αιμορραγία, απώλεια του τριχωτού της κεφαλής, κνησμός, ή εξάνθημα,  αγγειακή θρόμβωση αμφιβληστροειδούς, αύξηση της κλίσης της καμπυλότητας του κερατοειδούς, δυσανεξία στους φακούς επαφής, πονοκέφαλος, ημικρανία, ζάλη, χορεία, νευρικότητα, άγχος, διαταραχές της διάθεσης, ευερεθιστότητα, και επιδείνωση της επιληψίας, αλλαγές στο βάρος, μειωμένη ανοχή σε υδατάνθρακες, επιδείνωση της πορφυρίας, οίδημα, αρθραλγίες, βρογχίτιδα, κράμπες στα πόδια, αιμορροΐδες, αλλαγές στη λίμπιντο, κνίδωση, αγγειοοίδημα, αναφυλακτικές αντιδράσεις, συγκοπή, πονόδοντος, οδοντικές διαταραχές, ακράτεια ούρων, υπασβεστιαιμία , επιδείνωση του άσθματος, και αυξημένα τριγλυκερίδια. Τα οιστρογόνα σε συνδυασμό με την οξική μεδροξυπρογεστερόνη σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο άνοιας.

Τα οιστρογόνα πρέπει να χρησιμοποιειούνται μόνο για το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα και στη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση (τρεις έως έξι μήνες).

Η οιστραδιόλη προκαλεί καρκίνο

Η οιστραδιόλη έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη  καρκίνων, όπως ο καρκίνος του μαστού, ο καρκίνος των ωοθηκών και ο καρκίνος του ενδομητρίου. Οι επιδράσεις της οιστραδιόλης στοχεύουν τους ιστούς κυρίως με αλληλεπίδραση δύο πυρηνικών υποδοχέων: του α υποδοχέα οιστρογόνων  και του β υποδοχέα οιστρογόνων. Μία από τις λειτουργίες αυτών των υποδοχέων οιστρογόνων είναι η διαμόρφωση της γονιδιακής έκφρασης. Μόλις η οιστραδιόλη δεσμεύεται τα σύμπλοκα προσδένονται σε ειδικές αλληλουχίες DNA, προκαλώντας ενδεχομένως βλάβη στο DNA και αύξηση στην κυτταρική διαίρεση και την αντιγραφή του DNA. Τα ευκαρυωτικά κύτταρα αποκρίνονται σε βλάβη του DNA με διέγερση ή αλλοιώνοντας τις φάσεις G1, S, G2 ή τις φάσεις του κυτταρικού κύκλου να που κάνουν την επιδιόρθωση του DNA. Το αποτέλεσμα είναι ο κυτταρικός μετασχηματισμός και ο πολλαπλασιασμός των καρκινικών κυττάρων.


 

-Προγεστερόνη

  • Η προγεστερόνη είναι αναγκαία για τη σωστή ανάπτυξη και λειτουργία της μήτρας και των μαστών. Αυξάνεται κατά την αναπαραγωγική περίοδο της ζωής μιας γυναίκας και μειώνεται μετά την εμμηνόπαυση.
  • Η προγεστερόνη είναι το πιο σημαντικό προγεσταγόνο στο σώμα και ένας ισχυρός ανταγωνιστής του υποδοχέα των αλατοκορτικοειδών. Επιπλέον, η προγεστερόνη συνδέεται και συμπεριφέρεται ως μερικός αγωνιστής του υποδοχέα γλυκοκορτικοειδών. 
  • Η προγεστερόνη, μέσω  των δραστικών μεταβολιτών της, όπως η 5α-διυδροπρογεστερόνη και η αλλοπρεγνανολόνη, δρα έμμεσα ως θετικός αλλοστερικός ρυθμιστής του υποδοχέα GABAA. 
  • Η προγεστερόνη ρυθμίζει τη δραστηριότητα των τασεοελεγχόμενων διαύλων Ca2 + στο σπέρμα. 
  • Η προγεστερόνη δεσμεύεται εκτεταμένα με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, συμπεριλαμβανομένης της λευκωματίνης (50-54%) και της τρανσκορτίνης (43-48%). 
  • Η προγεστερόνη έχει μια σειρά από φυσιολογικές επιδράσεις που ενισχύονται με την παρουσία οιστρογόνων. Τα οιστρογόνα μέσω των υποδοχέων οιστρογόνων (ERS) επάγουν ή ρυθμίζουν προς τα πάνω την έκφραση της PR, όπως στον ιστό του μαστού, όπου τα οιστρογόνα επιτρέπουν στην προγεστερόνη να μεσολαβήσει για την ανάπτυξη των λοβίων των μαστών.  

Αυξημένα επίπεδα της προγεστερόνης μειώνουν ισχυρά την δραστικότητα της αλδοστερόνης, με αποτέλεσμα νατριούρηση και μείωση του όγκου του εξωκυττάριου υγρού.

Η ελαττωμένη προγεστερόνη, από την άλλη πλευρά, σχετίζεται με μια προσωρινή αύξηση στην κατακράτηση νατρίου (μειωμένη νατριούρηση, με αύξηση του όγκου του εξωκυττάριου υγρού) λόγω της αντισταθμιστικής αύξησης της παραγωγής της αλδοστερόνης, η οποία καταπολεμά τον αποκλεισμό του υποδοχέα των αλατοκορτικοειδών από τα προηγουμένως αυξημένα επίπεδα της προγεστερόνης.

Η προγεστερόνη έχει βασικά αποτελέσματα μέσω μη-γονιδιωματικής σηματοδότησης στα ανθρώπινα σπερματοζωάρια, καθώς μεταναστεύουν μέσω του θηλυκού σωλήνα πριν συμβεί η γονιμοποίηση.

Η προγεστερόνη είναι η ορμόνη της εγκυμοσύνης και έχει πολλούς ρόλους που σχετίζονται με την ανάπτυξη του εμβρύου:

  • Η προγεστερόνη μετατρέπει το ενδομήτριο για να προετοιμαστεί για εμφύτευση. Ταυτόχρονα η προγεστερόνη επηρεάζει το κολπικό επιθήλιο και την τραχηλική βλέννα, για να γίνουν διαπερατά στο σπέρμα. Η προγεστερόνη μετριάζει τις λειτουργικές επιδράσεις των οιστρογόνων. Εάν δεν συμβεί εγκυμοσύνη, τα επίπεδα προγεστερόνης θα μειωθούν, οδηγώντας, σε έμμηνο ρύση. Εάν η ωορρηξία δεν συμβαίνει και το ωχρό σωμάτιο δεν αναπτύσσεται, τα επίπεδα της προγεστερόνης μπορεί να είναι χαμηλά, με αποτέλεσμα την ανωοθυλακιορρηκτική δυσλειτουργική αιμορραγία της μήτρας.
  • Κατά τη διάρκεια της εμφύτευσης και κύησης, η προγεστερόνη φαίνεται να μειώνει την μητρική ανοσολογική απόκριση για να επιτραπεί η αποδοχή της εγκυμοσύνης. Η προγεστερόνη μειώνει τη συσταλτικότητα του λείου μυός της μήτρας. 
  • Επιπλέον, η προγεστερόνη αναστέλλει τη γαλουχία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η πτώση των επιπέδων προγεστερόνης μετά τον τοκετό είναι ένα από τα εναύσματα για την παραγωγή γάλακτος.
  • Μια πτώση στα επίπεδα προγεστερόνης είναι πιθανόν ένα βήμα που διευκολύνει την έναρξη του τοκετού.
  • Το έμβρυο μεταβολίζει την προγεστερόνη από τον πλακούντα για την παραγωγή των στεροειδών ορμονών των επινεφριδίων.
  • Η προγεστερόνη παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του μαστικού αδένα στις γυναίκες. Σε συνδυασμό με την προλακτίνη, μεσολαβεί στην ωρίμανση των μαστών (λόβια) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για να επιτρέψει την παραγωγή γάλακτος, και, συνεπώς, τη γαλουχία και τον θηλασμό μετά τον τοκετό. Τα οιστρογόνα είναι απαραίτητα για την προγεστερόνη για την ωρίμανση των μαστών, καθώς επάγουν την έκφραση της προγεστερόνης. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι ο RANKL είναι μεσολαβητής της προγεστερόνης στην ωρίμανση των μαστών.
  • Αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό, τι τα οιστρογόνα, που είναι ο κύριος μεσολαβητής της ανάπτυξης των πόρων του μαστού (μέσω α υποδοχέων), η προγεστερόνη εμπλέκεται και αυτή στην ανάπτυξη των πόρων του μαστού.

Η προγεστερόνη, επίσης, εμφανίζεται να εμπλέκεται στην παθοφυσιολογία του καρκίνου του μαστού, αν και δεν είναι γνωστό αν είναι υποκινητής ή αναστολέας του κινδύνου του καρκίνου του μαστού. Ορισμένες συνθετικές προγεστίνες, όπως η οξική μεδροξυπρογεστερόνη, η 19-νορτεστοστερόνη, η οξική νορεθιστερόνη, η νοργεστρέλη, και η λεβονοργεστρέλη έχουν βρεθεί να αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες σε συνδυασμό με οιστρογόνα, μετά από θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ενώ ο συνδυασμός φυσικής προγεστερόνης ή δυδρογεστερόνης με οιστρογόνα όχι. Η προγεστερόνη ή δυδρογεστερόνη όταν προστίθενται στα οιστρογόνα φαίνεται να μειώνουν τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού σε σχέση με τα οιστρογόνα μόνο. ​​

Η προγεστερόνη και η αλλοπρογνανολόνη εμπλέκονται στη σεξουαλική ορμή στις γυναίκες. Οι γυναίκες που έχουν υψηλότερα επίπεδα προγεστερόνης είναι πιο πιθανό να είναι λεσβίες και οι άνδρες γκέι. 

Η προγεστερόνη, η πρεγνενολόνη και η δεϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA) είναι νευροστεροειδή. Μπορεί να συντεθούν εντός του κεντρικού νευρικού συστήματος και χρησιμεύουν ως πρόδρομοι για το σχηματισμό ενός άλλου σημαντικού νευροστεροειδούς, της αλλοπρεγνανολόνης. Τα νευροστεροειδή είναι νευροτροποποιητές, και νευροπροστατευτικοί παράγοντες, και ρυθμίζουν τη νευροδιαβίβαση και τη μυελίνωση. 

Η παρουσία των υποδοχέων προγεστερόνης σε πολλούς τύπους ιστών του σώματος, δίνουν αξία στη διατήρηση των επιπέδων προγεστερόνης και στους άνδρες και στις γυναίκες.

  • Σε μέτρια τραυματική εγκεφαλική βλάβη, η προγεστερόνη βοηθά. Η προγεστερόνη υποστηρίζει την φυσιολογική ανάπτυξη των νευρώνων στον εγκέφαλο, και η ορμόνη έχει μια προστατευτική επίδραση στον κατεστραμμένο εγκεφαλικό ιστό, λόγω της μείωσης της φλεγμονής και την προς τα άνω ρύθμιση της GABAA. Η προγεστερόνη έχει, επίσης, αποδειχθεί ότι εμποδίζει την απόπτωση στους νευρώνες, σε βλάβη του εγκεφάλου, με την αναστολή των ενζύμων που εμπλέκονται στην οδό απόπτωσης, που αφορούν ειδικά τα μιτοχόνδρια, όπως της ενεργοποιημένης κασπάσης 3 και του κυτοχρώματος c. Επίσης, βοηθά στην νευρική αναγέννηση. Η προγεστερόνη μειώνει το οίδημα με αύξηση της συγκέντρωσης των μακροφάγων και της μικρογλοίας στον τραυματισμένο ιστό. Επιπλέον, η προγεστερόνη έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες, γιατί μειώνει την συγκέντρωση των ελευθέρων ριζών οξυγόνου. Η προσθήκη της προγεστερόνης κάνει επαναμυελίνωση των κατεστραμμένων νευραξόνων λόγω τραύματος, αποκαθιστώντας τα σήματα της νευρικής αγωγιμότητας σήμα και αυξάνει τα ενδοθηλιακά προγονικά κύτταρα στον εγκέφαλο για το σχηματισμό νέων αγγείων για να αυξηθεί η επισκευή. Η βιταμίνη D και η προγεστερόνη έχουν νευροπροστατευτική δράση μετά από τραυματική βλάβη του εγκεφάλου, όταν συνδυάζονται και μειώνουν τον κυτταρικό θάνατο συνεργιστικά. Ο συνδυασμός προγεστερόνης με οιστρογόνα έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες και μειώνουν το οίδημα χωρίς τραυματισμό του αιματοεγκεφαλικου φραγμού.
  • Η προγεστερόνη ενισχύει τη λειτουργία των υποδοχέων σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Αυτό παρέχει μια εξήγηση για το γιατί μερικοί άνθρωποι καταφεύγουν σε ουσίες που ενισχύουν τη δραστηριότητα της σεροτονίνης όπως η νικοτίνη, το αλκοόλ και η κάνναβη όταν τα επίπεδα προγεστερόνης τους πέσουν κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα. Η προγεστερόνη, προκαλεί επιθυμία για διακοπή του καπνίσματος μεταβάλλοντας τις υποκειμενικές επιδράσεις της νικοτίνης, αλλά μειώνοντας και την παρόρμηση για κάπνισμα. Παρόμοια με τη νικοτίνη, η κοκαΐνη αυξάνει επίσης την απελευθέρωση της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Ο νευροδιαβιβαστής εμπλέκεται στο κέντρο ανταμοιβής και είναι ένας από τους βασικούς νευροδιαβιβαστές που σχετίζονται με την κατάχρηση ουσιών και την εξάρτηση. Η προγεστερόνη μειώνει τη λαχτάρα και την αίσθηση που προκαλείται από την κοκαΐνη. Έτσι, η προγεστερόνη προτάθηκε ως ένας παράγοντας που μειώνει την εξάρτηση από την κοκαϊνη με τη μείωση των ντοπαμινεργικών ιδιοτήτων του φαρμάκου.
  • Η προγεστερόνη αυξάνει τον επιδερμικό αυξητικό παράγοντα-1 (EGF-1), έναν παράγοντα που χρησιμοποιείται συχνά για την επαγωγή του πολλαπλασιασμού των βλαστικών κυττάρων.
  • Η προγεστερόνη αυξάνει την θερμοκρασία  κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας. 
  • Η προγεστερόνη μειώνει το σπασμό και χαλαρώνει τους λείους μυς. 
  • Η προγεστερόνη δρα ως ένα αντιφλεγμονώδες μέσο και ρυθμίζει την ανοσολογική απόκριση.
  • Η προγεστερόνη μειώνει την δραστηριότητα της χοληδόχου κύστεως.
  • Η προγεστερόνη ομαλοποιεί την πήξη του αίματος και τον αγγειακού τόνου, τα επίπεδα ψευδαργύρου και χαλκού, τα επίπεδα του οξυγόνου των κυττάρων, και τη χρήση των αποθεμάτων λίπους για ενέργεια.
  • Η προγεστερόνη μπορεί να επηρεάσει την υγεία των ούλων, αυξάνοντας τον κίνδυνο της ουλίτιδας.
  • Η προγεστερόνη κάνει πρόληψη του καρκίνου του ενδομητρίου ρυθμίζοντας τις επιδράσεις των οιστρογόνων.
  • Η προγεστερόνη παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην σηματοδότηση της απελευθερώσεως ινσουλίνης και της παγκρεατικής λειτουργίας, και μπορεί να επηρεάσει  την ευαισθησία στο διαβήτη.
  • Η προγεστερόνη μπορεί να παίζει ρόλο στην ανδρική συμπεριφορά, όπως στην ανδρική επιθετικότητα. 

Ιατρικές χρήσεις προγεστερόνης

  • Η προγεστερόνη, όταν λαμβάνεται από το στόμα, έχει πολύ φτωχή φαρμακοκινητική, και χαμηλή βιοδιαθεσιμότητα (μόνο περίπου το 10-15% φθάνει στην κυκλοφορία του αίματος), ως εκ τούτου, πωλείται σε μορφή κάψουλας ελαίου. Η προγεστερόνη είναι διαθέσιμη και σε κολπικά ή πρωκτικά υπόθετα ή διαδερμικές γέλες ή κρέμες  ή μέσω ενδομυϊκής ή υποδόριας ένεσης.
  • Η προγεστερόνη χρησιμοποιείται για την ωχρινική υποστήριξη στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγική, και στην εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF).
  • Η προγεστερόνη χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της επίμονης αιμορραγίας, χωρίς ωορρηξία.
  • Χρησιμοποιείται, επίσης, για την προετοιμασία της επένδυσης της μήτρας στη θεραπεία της υπογονιμότητας και για την υποστήριξη της πρόωρης εγκυμοσύνης. Οι ασθενείς με υποτροπιάζουσες αποβολές λόγω της ανεπαρκούς παραγωγής της προγεστερόνης μπορεί να λάβουν προγεστερόνη.
  • Η προγεστερόνη χρησιμοποιείται, επίσης, σε μη έγκυες γυναίκες που έχουν καθυστέρηση στην εμμηνόρροια. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται αιμορραγία από διακοπή της προγεστερόνης. Η προγεστερόνη λαμβάνεται από το στόμα για ένα μικρό χρονικό διάστημα (συνήθως μία εβδομάδα), μετά την οποία η προγεστερόνη διακόπτεται και θα πρέπει να συμβεί αιμορραγία.
  • Η προγεστερόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της καταμήνιας επιληψίας.
  • Η προγεστερόνη είναι ευεργετική στην αντιμετώπιση της σκλήρυνσης κατά πλάκας, αφού η χαρακτηριστική αλλοίωση της μόνωσης των νεύρων της μυελίνης σταματά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όταν τα επίπεδα προγεστερόνης αυξηθούν.
  • Η προγεστερόνη έχει, επίσης, ένα ρόλο στην ελαστικότητα του δέρματος και την αντοχή των οστών, στην αναπνοή, στο νευρικό ιστό και στη γυναικεία σεξουαλικότητα.
  • Οι αντιπρογεστίνες και οι εκλεκτικοί ρυθμιστές των υποδοχέων προγεστερόνης, όπως η μιφεπριστόνη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόληψη σύλληψης ή επάγουν τις αμβλώσεις (προγεστίνη).
  • Η προγεστερόνη, μερικές φορές χρησιμοποιείται ως θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης για  γυναίκες τρανσέξουαλ.

Ανεπιθύμητες ενέργειες προγεστερόνης

  • Κίνδυνος θρόμβωσης του αίματος
  • Εγκεφαλικό επεισόδιο
  • Καρδιακή προσβολή
  • Καρκίνος του μαστού

Αν έχετε καρδιακές παθήσεις, κυκλοφορικά προβλήματα, ημικρανίες, άσθμα, νεφρική νόσο, σπασμούς ή επιληψία, ιστορικό κατάθλιψης ή παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο (όπως η υψηλή πίεση του αίματος, ο διαβήτης, ο λύκος, η υψηλή χοληστερόλη, το οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου, το κάπνισμα, το υπερβολικό βάρος) ή αν είστε έγκυος ή σκοπεύετε να μείνετε έγκυος ή θηλάζετε ενημερώστε το γιατρό σας.


-Τεστοστερόνη

Η βιοδιαθέσιμη τεστοστερόνη περιλαμβάνει την άμεσα διαθέσιμη και όχι την συνδεδεμένη και ελαττώνεται 2-3% κάθε χρόνο.

Η ολική τεστοστερόνη αντιπροσωπεύει το σύνολο της τεστοστερόνης που υπάρχει στο αίμα (τη βιοδιαθέσιμη και την συνδεδεμένη). 

Η τεστοστερόνη είναι η κυρίαρχη ανδρική ορμόνη και από την ηλικία των 30 ετών τα επίπεδα της τεστοστερόνης στους άνδρες αρχίζουν να μειώνονται.

Τα επίπεδα της τεστοστερόνης στις γυναίκες είναι 5-10% των ανδρών.

Σε γενικές γραμμές, τα ανδρογόνα προάγουν την πρωτεϊνική σύνθεση και την ανάπτυξη των ιστών αυτών με τους υποδοχείς ανδρογόνων.

Οι επιδράσεις της τεστοστερόνης μπορεί να χαρακτηριστούν ως αρρενοποιητικές και αναβολικές.

Οι  αναβολικές είναι η αύξηση της μυϊκής μάζας και δύναμης, η αυξημένη οστική πυκνότητα και η αντοχή, και η διέγερση της ανάπτυξης και ωρίμανσης των οστών.

Οι ανδρογόνες επιδράσεις περιλαμβάνουν την ωρίμανση των σεξουαλικών οργάνων, ιδιαίτερα του πέους και το σχηματισμό του οσχέου στο έμβρυο και μετά τη γέννηση (συνήθως κατά την εφηβεία) την αρενοποίηση της φωνής, την ανάπτυξη γενειάδας και των μασχαλιαίων τριχών. 

Οι επιδράσεις της τεστοστερόνης εξαρτώνται από την ηλικία και από τα επίπεδα και τη διάρκεια της ελεύθερης τεστοστερόνης που κυκλοφορεί.

Στους ενήλικες οι επιδράσεις της τεστοστερόνης είναι περισσότερο εμφανείς στους άνδρες από ό, τι στις γυναίκες, αλλά είναι σημαντικές και για τα δύο φύλα. 

  • Η τεστοστερόνη είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική ανάπτυξη του σπέρματος. Ενεργοποιεί γονίδια στα κύτταρα Sertoli, τα οποία προωθούν τη διαφοροποίηση σπερμογονίων.
  • Ρυθμίζει την απάντηση του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων.
  • Ρυθμιστής της γνωστικής και φυσικής ενέργειας.
  • Διατήρηση του μυϊκού όγκου.
  • Η τεστοστερόνη ρυθμίζει τον πληθυσμό των υποδοχέων Α2 θρομβοξάνης επί των μεγακαρυοκυττάρων και των αιμοπεταλίων και τη συσσωμάτωση αιμοπεταλίων.
  • Τα υψηλά επίπεδα ανδρογόνων σχετίζεται με ανωμαλίες του εμμηνορρυσιακού κύκλου.
  • Η τεστοστερόνη  προκαλεί επιβλαβείς επιδράσεις στον καρκίνο του προστάτη. Σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία στέρησης τεστοστερόνης,  και αυτή αυξηθεί έχει αποδειχθεί ότι αυξάνεται ο ρυθμός εξάπλωσης ενός υπάρχοντος καρκίνου του προστάτη. 
  • Η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων τεστοστερόνης σε ηλικιωμένους άνδρες έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει πολλές παραμέτρους που θεωρούνται ότι μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, όπως αυξημένη άλιπη μάζα σώματος, μείωση της σπλαχνικής λιπώδους μάζας, μείωση της ολικής χοληστερόλης, και αύξηση του γλυκαιμικού ελέγχου.
  • Οι άνδρες των οποίων η τεστοστερόνη είναι ελαφρώς άνω του μέσου όρου είναι λιγότερο πιθανό να έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση,  να πάθουν καρδιακή προσβολή και να είναι παχύσαρκοι. Ωστόσο, οι άνδρες με ψηλή τεστοστερόνη είναι πιο πιθανό να αναφέρουν ένα ή περισσότερους τραυματισμούς,  να καταναλώνουν πέντε ή περισσότερα οινοπνευματώδη ποτά σε μια μέρα, να έχουν σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, και  να καπνίζουν.
  • Η αγάπη μειώνει τα επίπεδα τεστοστερόνης των ανδρών, αυξάνοντας παράλληλα τα επίπεδα τεστοστερόνης των γυναικών. Σε τρία έτη σε μια σχέση, αυτή η αλλαγή στα επίπεδα της τεστοστερόνης δεν είναι πλέον εμφανή και οι άνδρες που παράγουν λιγότερη τεστοστερόνη είναι πιο πιθανό να παντρευτούν και οι άνδρες οι οποίοι παράγουν περισσότερη τεστοστερόνη είναι πιο πιθανό να πάρουν διαζύγιο. Ο γάμος προκαλεί μείωση των επιπέδων τεστοστερόνης. Οι άνδρες που παράγουν περισσότερη τεστοστερόνη είναι πιθανότερο να έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις. Η πατρότητα μειώνει, επίσης, τα επίπεδα τεστοστερόνης στους άνδρες.
  • Έχει βρεθεί ότι μετά την εκσπερμάτιση στις γυναίκες αυξάνεται η τεστοστερόνη, οι ενδορφίνες, και τα επίπεδα της ωκυτοκίνης, και στους άνδρες οι ενδορφίνες και τα επίπεδα της ωκυτοκίνης. Υπάρχουν θετικές συσχετίσεις μεταξύ του οργασμό στις γυναίκες και στα επίπεδα της τεστοστερόνης. Μια αύξηση των επιπέδων τεστοστερόνης έχει βρεθεί σε άνδρες και γυναίκες που έχουν οργασμό με αυνανισμό.
  • Τα ανδρογόνα μπορούν να διαμορφώνουν τη φυσιολογία του κολπικού ιστού και συμβάλλουν στη σεξουαλική διέγερση. Όταν οι γυναίκες έχουν αυξημένη τεστοστερόνη, έχουν μεγαλύτερες αυξήσεις στα σεξουαλικά επίπεδα διέγερσης, αλλά μικρότερες αυξήσεις της τεστοστερόνης, που σημαίνει ότι υπάρχουν ανώτατα όρια για τα επίπεδα τεστοστερόνης στις γυναίκες. Η τεστοστερόνη είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για τις γυναικείες διαταραχές της σεξουαλικής διέγερσης.
  • Τα επίπεδα τεστοστερόνης παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάληψη κινδύνων κατά τη διάρκεια οικονομικών αποφάσεων. 
  • Καθώς, η τεστοστερόνη επηρεάζει ολόκληρο το σώμα και ο εγκέφαλος επηρεάζεται.  Το ένζυμο αρωματάση μετατρέπει την τεστοστερόνη σε οιστραδιόλη η οποία είναι υπεύθυνη για την αρρενοποίηση του εγκεφάλου για την προτίμηση στο αντίθετο φύλο: ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερος. Η προσοχή, η μνήμη, και η χωρική ικανότητα επηρεάζονται από την τεστοστερόνη. Τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης μπορεί να είναι ένας παράγοντας κινδύνου για γνωστική έκπτωση και, ενδεχομένως, για την άνοια  τύπου Alzheimer και θεωρείται ορμόνη της αντιγήρανσης. Ωστόσο είναι καμπυλόγραμμη και τετραγωνική η σχέση και η υπο- και η υπερ-έκκριση των κυκλοφορούντων ανδρογόνων έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη γνωστική λειτουργία.
  • Η τεστοστερόνη  σχετίζεται με συμπεριφορές, όπως η εγκληματικότητα,  η αντικοινωνική συμπεριφορά και ο αλκοολισμός. Η τεστοστερόνη διευκολύνει την επιθετικότητα με διαμόρφωση των υποδοχέων βαζοπρεσίνης στον υποθάλαμο. Η οιστραδιόλη είναι γνωστό ότι συσχετίζεται με επιθετικότητα σε άνδρες. Επιπλέον, η μετατροπή της τεστοστερόνης σε οιστραδιόλη ρυθμίζει την ανδρική επιθετικότητα. 

Ιατρικές χρήσεις τεστοστερόνης

  • Η κύρια χρήση της τεστοστερόνης είναι η θεραπεία στους άνδρες με πολύ μικρή ή καθόλου φυσική παραγωγή τεστοστερόνης σε υπογοναδισμό. Είναι θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης ή θεραπεία υποκατάστασης της τεστοστερόνης.
  • Τα επίπεδα τεστοστερόνης μειώνονται σταδιακά με την ηλικία.
  • Η ανεπάρκεια τεστοστερόνης είναι μια ασυνήθιστα χαμηλή παραγωγή τεστοστερόνης, λόγω δυσλειτουργίας των όρχεων (πρωτοπαθής υπογοναδισμός) ή δυσλειτουργία του υποθαλάμου-υπόφυσης (δευτεροπαθής υπογοναδισμός) και μπορεί να είναι συγγενείς ή επίκτητες. Η μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης που παρατηρείται με τη γήρανση, ονομάζεται ανδρόπαυση.
  • Τα συμπληρώματα τεστοστερόνης είναι αποτελεσματικά βραχυπρόθεσμα για τη διαταραχή σεξουαλικής επιθυμίας στις γυναίκες. Δεν συνιστώνται γενικά σε γυναίκες με υποϋποφυσισμό, ανεπάρκεια των επινεφριδίων, ή μετά από χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών. Επίσης, δεν συνιστώνται, για τη βελτίωση της γνωστικής λειτουργίας, τον κίνδυνο των καρδιακών παθήσεων και την υγεία των οστών.
  • Η τεστοστερόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατάθλιψη σε άνδρες οι οποίοι είναι στη μέση ηλικία με χαμηλή τεστοστερόνη. 
  • Η τεστοστερόνη χορηγείται σε τρανσέξουαλ άνδρες ως μέρος της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.
  • Ομοίως, οι γυναίκες τρανσέξουαλ παίρνουν αντιανδρογόνα για να μειώσουν το επίπεδο της τεστοστερόνης στο σώμα και να δράσουν τα οιστρογόνα.
  • Η θεραπεία με τεστοστερόνη μπορεί να βελτιώσει τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2.
  • Η χαμηλή τεστοστερόνη έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη της νόσου του Alzheimer.
  • Η χρήση τεστοστερόνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού.
  • Αύξηση των αθλητικών επιδόσεων. Η τεστοστερόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από έναν αθλητή, προκειμένου να βελτιώσει τις επιδόσεις του, αλλά θεωρείται ότι είναι μια μορφή ντόπινγκ στα περισσότερα αθλήματα (ενδομυϊκές ενέσεις, διαδερμικά πηκτώματα και επιθέματα, και εμφυτεύσιμα σφαιρίδια). Τα συμπληρώματα τεστοστερόνης μειώνουν την παραγωγή της στο σώμα, έτσι ώστε όταν τα συμπληρώματα διακοπούν, η φυσική παραγωγή ορμονών είναι χαμηλότερη από ό, τι ήταν αρχικά (φαινόμενο Farquharson).
  • Τα αναβολικά στεροειδή (συμπεριλαμβανομένης της τεστοστερόνης) λαμβάνονται για την ενίσχυση της ανάπτυξης των μυών, τη δύναμη ή την αντοχή. Αυξάνουν την πρωτεϊνική σύνθεση των μυών. Ως αποτέλεσμα, οι μυϊκές ίνες γίνονται μεγαλύτερες και η επισκευή επιτυγχάνεται γρηγορότερα. Με εξέταση ούρων γίνεται ο έλεγχος ντόπινγκ.

Ανεπιθύμητες ενέργειες τεστοστερόνης

  • Αύξηση των καρδιαγγειακών επεισοδίων (συμπεριλαμβανομένων των εγκεφαλικών επεισοδίων και καρδιακών προσβολών) 
  • Καρκίνος του προστάτη. Η τεστοστερόνη υποτίθεται ότι αυξάνει το ρυθμό ανάπτυξής του, αν και δεν έχει αποδειχθεί. 
  • Επιτάχυνση της ανάπτυξης του καρκίνου του προστάτη σε άτομα που έχουν κάνει στέρηση ανδρογόνων.
  • Αύξηση  αιματοκρίτη, η οποία μπορεί να απαιτεί  θεραπεία.
  • Επιδείνωση της άπνοιας του ύπνου.
  • Ακμή και λιπαρό δέρμα.
  • Σημαντική απώλεια μαλλιών ή / και λέπτυνση των μαλλιών, η οποία μπορεί να προληφθεί με την 5-άλφα αναγωγάση. Οι αναστολείς αυτοί χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη, όπως η finasteride ή dutasteride.
  • Η εξωγενής χρήση τεστοστερόνης μπορεί επίσης να προκαλέσει καταστολή της σπερματογένεσης, με αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη στειρότητα. Συνιστάται έλεγχος για καρκίνο του προστάτη με δακτυλική εξέταση και έλεγχος ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) επίπεδο πριν από την έναρξη της θεραπείας, και να παρακολουθούνται στενά τα επίπεδα του PSA και του αιματοκρίτη κατά τη διάρκεια της θεραπείας. 
  • Η τεστοστερόνη αντενδείκνυται στην εγκυμοσύνη και δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.

-Κορτιζόλη

Η ορμόνη του στρες παράγεται από τα επινεφρίδια και μας κατακλύζει όταν είμαστε στρεσαρισμένοι. Η κορτιζόλη συμβάλει στην τροποποίηση πολλών συστημάτων του σώματος, όπως και την αντίδραση του οργανισμού σε μόλυνση και φλεγμονή, αλλά και στην κατανομή του λίπους.

Η κορτιζόλη είναι μια στεροειδής ορμόνη, (γλυκοκορτικοειδές) και παράγεται από το φλοιό των επινεφριδίων εντός των επινεφριδίων και απελευθερώνεται σε απόκριση στο στρες και στη χαμηλή συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα.

  • Λειτουργεί για την αύξηση του σακχάρου στο αίμα μέσω της γλυκονεογένεσης, για την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος, και για να βοηθήσει στο μεταβολισμό των λιπών, των πρωτεΐνών  και των υδατανθράκων. Μειώνει, επίσης, το σχηματισμό των οστών. 
  • Η κορτιζόλη διεγείρει τη γλυκονεογένεση (το σχηματισμό της γλυκόζης), και ενεργοποιεί τα αντι-στρες και αντι-φλεγμονώδη μονοπάτια.
  • Η κορτιζόλη παίζει, επίσης, σημαντικό, αλλά έμμεσο, ρόλο στο ήπαρ και τους μύες με γλυκογονόλυση, την μετατροπή, δηλαδή, γλυκογόνου προς γλυκόζη-1-φωσφορικά και γλυκόζη. Αυτό γίνεται μέσω παθητικής επιρροής της στη γλυκαγόνη. Επιπλέον, η κορτιζόλη διευκολύνει την ενεργοποίηση της φωσφορυλάσης του γλυκογόνου, η οποία είναι απαραίτητη για την επινεφρίνη για να έχει επίδραση στην γλυκογονόλυση. 
  • Σε κατάσταση νηστείας, η λειτουργία της κορτιζόλης αλλάζει  και αυξάνει τη γλυκογένεση. Η απάντηση αυτή επιτρέπει στο ήπαρ να αναλάβει τη γλυκόζη που δεν χρησιμοποιείται από τους περιφερικούς ιστούς και να την μετατρέψει σε αποθήκες γλυκογόνου του ήπατος που πρέπει να χρησιμοποιούνται αν το σώμα πεινάσει.
  • Αυξημένα επίπεδα της κορτιζόλης, μπορεί να οδηγήσουν σε πρωτεόλυση (διάσπαση των πρωτεϊνών) και απώλεια μυϊκής μάζας. Η κορτιζόλη μπορεί να έχει λιπολυτική δράση (ευνοεί τη διάσπαση του λίπους). Υπό ορισμένες συνθήκες, ωστόσο, η κορτιζόλη μπορεί να καταστείλει τη λιπόλυση.
  • Η κορτιζόλη εμποδίζει την απελευθέρωση των ουσιών στο σώμα που προκαλούν φλεγμονή. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία καταστάσεων που προκύπτουν από τη δραστηριότητα της μεσολάβησης των Β- κυττάρων. Παραδείγματα περιλαμβάνουν φλεγμονώδεις και ρευματοειδείς ασθένειες, καθώς, επίσης και αλλεργίες.
  • Αναστέλλει την παραγωγή της ιντερλευκίνης (IL) -12, ιντερφερόνης (IFN) -γ, και του παράγοντα νέκρωσης του όγκου (TNF) -άλφα από τα κύτταρα παρουσίασης αντιγόνου (APC) και τα Τ βοηθητικά (Th) 1 κύτταρα, αλλά ρυθμίζει προς τα πάνω τις IL-4, IL-10 και IL-13 από τα κύτταρα Th2. Αυτό οδηγεί σε μια στροφή προς την Th2 άνοση απόκριση,  παρά σε γενική ανοσοκαταστολή. Η ενεργοποίηση του συστήματος στρες (και η συνακόλουθη αύξηση της κορτιζόλης και η μετατόπιση Th2) παρατηρείται κατά τη διάρκεια μιας μόλυνσης και πιστεύεται ότι είναι ένας προστατευτικός μηχανισμός που εμποδίζει την υπερενεργοποίηση της φλεγμονώδους απόκρισης. 
  • Η κορτιζόλη μπορεί να αποδυναμώσει τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος. Η κορτιζόλη προλαμβάνει τον πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, και η ιντερλευκίνη-2  δεν ανταποκρίνεται στην ιντερλευκίνη-1 (IL-1). Η κορτιζόλη έχει, επίσης, ένα αποτέλεσμα αρνητικής ανάδρασης επί της ιντερλευκίνης-1. 
  • Η κορτιζόλη εξουδετερώνει την ινσουλίνη και συμβάλλει στην υπεργλυκαιμία που προκαλεί ηπατική γλυκονεογένεση και αναστέλλει την περιφερική χρησιμοποίηση της γλυκόζης (αντίσταση στην ινσουλίνη) με τη μείωση της μετατόπισης των μεταφορέων γλυκόζης (ειδικά GLUT4) προς την κυτταρική μεμβράνη. Ωστόσο, η κορτιζόλη αυξάνει τη σύνθεση γλυκογόνου (γλυκογένεση) στο ήπαρ. 
  • Η κορτιζόλη μειώνει το σχηματισμό των οστών, και ευνοεί τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη οστεοπόρωσης (προοδευτική ασθένεια των οστών). Μεταφέρει το κάλιο έξω από τα κύτταρα, σε αντάλλαγμα με ίσο αριθμό ιόντων νατρίου. Αυτό μπορεί να προκαλέσει υπερκαλιαιμία και μεταβολικό σοκ από τη χειρουργική επέμβαση. Η κορτιζόλη μειώνει, επίσης, την απορρόφηση του ασβεστίου στο έντερο. Το κολλαγόνο είναι ένα σημαντικό συστατικό του συνδετικού ιστού. Είναι ζωτικής σημασίας για τη δομική στήριξη και βρίσκεται σε μύες, τένοντες και συνδέσμους, καθώς και σε όλο το σώμα. Η κορτιζόλη ρυθμίζει προς τα κάτω τη σύνθεση του κολλαγόνου.
  • Η κορτιζόλη αυξάνει τα ελεύθερα αμινοξέα στον ορό. Αυτό επιτυγχάνεται με την αναστολή του σχηματισμού κολλαγόνου, μειώνοντας την πρόσληψη αμινοξέων από τους μυς, και αναστέλλοντας την πρωτεϊνική σύνθεση. Η κορτιζόλη αναστέλλει την IgA στον ορό, όπως και την IgM. Ωστόσο, δεν έχει αποδειχθεί ότι αναστέλλει την IgE.
  • Η κορτιζόλη έχει γνωστές αρνητικές επιπτώσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα και επιμηκύνει το χρόνο επούλωσης σε υγιείς, ενήλικες άνδρες. Εκείνοι που έχουν χαμηλότερα επίπεδα της κορτιζόλης έχουν ταχύτερο χρόνο επούλωσης. 
  • Η κορτιζόλη δρα ως διουρητικό, αυξάνοντας τη διούρηση νερού, το ρυθμό σπειραματικής διήθησης και νεφρικής ροής πλάσματος από τα νεφρά, αλλά προκαλεί και αύξηση κατακράτησης νατρίου και έκκρισης καλίου. Επίσης, αυξάνει και την απορρόφηση του νερού και νατρίου και την απέκκριση του καλίου στο έντερο.
  • Η κορτιζόλη διεγείρει την έκκριση γαστρικού οξέος. 
  • Η κορτιζόλη λειτουργεί με την επινεφρίνη (αδρεναλίνη) για να δημιουργήσει αναμνήσεις των βραχυπρόθεσμων συναισθηματικών γεγονότων και αυτός είναι ο προτεινόμενος μηχανισμός για την αποθήκευση των αναμνήσεων για να θυμόμαστε τι να αποφύγει στο μέλλον. Ωστόσο, η μακροχρόνια έκθεση σε  κορτιζόλη στον ιππόκαμπο προκαλεί διαταραχή της μάθησης. Επιπλέον, έχει δειχθεί ότι η κορτιζόλη αναστέλλει την ανάκτηση στην μνήμη των ήδη αποθηκευμένων πληροφοριών. 
  • Η κορτιζόλη συνδέεται με μη φυσιολογικά επίπεδα ACTH, κλινική κατάθλιψη, ψυχολογικό στρες, και μειωμένη αντοχή σε έκθεση σε στρεσογόνους όπως υπογλυκαιμία, ασθένεια, πυρετό, τραύμα, χειρουργική επέμβαση, φόβο, πόνο, σωματική άσκηση, ή ακραίες θερμοκρασίες. 
  • Κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης εγκυμοσύνης, η αυξημένη εμβρυϊκή παραγωγή κορτιζόλης μεταξύ των εβδομάδων 30 και 32 βοηθάει για την παραγωγή του εμβρυϊκου επιφανειοδραστικού παράγοντα του πνεύμονα για την προώθηση της ωρίμανσης των πνευμόνων. Η έκθεση των εμβρύων σε κορτιζόλη κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να έχει μια ποικιλία από αναπτυξιακά αποτελέσματα.

Οι διαταραχές της παραγωγής κορτιζόλης:

  • Σύνδρομο του Cushing
  • Νόσος του Addison
  • Σύνδρομο Nelson
  • Δευτεροπαθής υπερκορτιζολαιμία

Όγκοι της υπόφυσης
Έκτοποι όγκοι
Νόσος του Cushing
Σύνδρομο ψευδο-Cushing

  • Δευτεροπαθής υποκορτιζολαιμία

Όγκοι της υπόφυσης
Σύνδρομο του Sheehan 

Ο πρωταρχικός έλεγχος της κορτιζόλης γίνεται με το πεπτίδιο υπόφυσης, την φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη (ACTH). Η ACTH ελέγχει την κορτιζόλη με τον έλεγχο της κίνησης του ασβεστίου στα κύτταρα στόχους που εκκρίνουν κορτιζόλη. Η ACTH με τη σειρά της ελέγχεται από τον υποθάλαμο από το πεπτίδιο απελευθέρωσης της ορμόνης της κορτικοτροπίνης (CRH), η οποία είναι υπό νευρικό έλεγχο. Η CRH δρα συνεργιστικά με τις αργινίνη αγγειοπιεσίνη, αγγειοτενσίνη II, και επινεφρίνη. 

Παράγοντες που μειώνουν τα επίπεδα της κορτιζόλης 

  • Τα συμπληρώματα μαγνησίου μειώνουν τα επίπεδα της κορτιζόλης στον ορό μετά από αερόβια άσκηση,  αλλά όχι μετά την προπόνηση αντίστασης
  • Τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα έχουν ένα δοσο-εξαρτώμενο αποτέλεσμα με μικρή μείωση της απελευθέρωση κορτιζόλης και καταστέλλουν τη σύνθεση της ιντερλευκίνης-1 και -6 και ενισχύουν τη σύνθεση της ιντερλευκίνης-2, με υψηλότερη απελευθέρωση της. Τα ωμέγα-6 λιπαρά οξέα, από την άλλη πλευρά, έχουν αντίστροφη επίδραση επί της σύνθεσης ιντερλευκίνης.
  • Η μουσικοθεραπεία μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της κορτιζόλης σε ορισμένες περιπτώσεις. 
  • Η θεραπεία με μασάζ μπορεί να μειώσει την κορτιζόλη. 
  • Το γέλιο, και το χιούμορ, μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα της κορτιζόλης.
  • Ο χορός έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε σημαντικές μειώσεις στις συγκεντρώσεις κορτιζόλης.

Παράγοντες που αυξάνουν τα επίπεδα της κορτιζόλης

  • Ιογενείς λοιμώξεις αυξάνουν τα επίπεδα της κορτιζόλης μέσω της ενεργοποίησης  από τις κυτοκίνες. 
  • Η καφεΐνη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της κορτιζόλης.
  • Η στέρηση ύπνου 
  • Έντονη  ή παρατεταμένη αερόβια άσκηση αυξάνει παροδικά τα επίπεδα κορτιζόλης και τη γλυκονεογένεση και τη διατήρηση της γλυκόζης του αίματος. Ωστόσο, κορτιζόλη μειώνεται σε φυσιολογικά επίπεδα μετά το φαγητό.
  • Η ανεπάρκεια οιστρογόνων και τα συμπληρώματα μελατονίνης και κορτιζόλης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
  • Το σοβαρό τραύμα ή στρεσογόνα γεγονότα μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα της κορτιζόλης στο αίμα για παρατεταμένες περιόδους. 
  • Ο υποδόριος λιπώδης ιστός αναγεννά την κορτιζόλη από την κορτιζόνη με το ένζυμο 11-βήτα HSD1. 
  • Η νευρική ανορεξία σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης.
  • Το γονίδιο του υποδοχέα της σεροτονίνης 5HTR2C σχετίζεται με αυξημένη παραγωγή κορτιζόλης στους άνδρες. 
  • Ο αυστηρός περιορισμός θερμίδων προκαλεί αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης. 

Η υδροκορτιζόνη είναι η φαρμακευτική κορτιζόλη που χρησιμοποιούνται από του στόματος, με ενδοφλέβια ένεση, ή τοπική εφαρμογή. Χρησιμοποιείται ως ένα ανοσοκατασταλτικό φάρμακο, με ένεση στη θεραπεία σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων όπως αναφυλαξία και αγγειοοίδημα, αντί για πρεδνιζολόνης σε ασθενείς που χρειάζονται θεραπεία με στεροειδή, αλλά αδυνατούν να λάβουν από του στόματος φαρμακευτική αγωγή, και περιεγχειρητικά σε ασθενείς σε μακροχρόνια θεραπεία με στεροειδή για πρόληψη κρίσης του Addison. Μπορεί, επίσης, να εγχέεται μέσα σε φλεγμονή των αρθρώσεων σε ασθένειες όπως η ουρική αρθρίτιδα.

Σε σύγκριση με την υδροκορτιζόνη, η πρεδνιζολόνη είναι περίπου τέσσερις φορές πιο ισχυρή και η δεξαμεθαζόνη περίπου σαράντα φορές τόσο ισχυρή, στην αντιφλεγμονώδη δράση.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικώς για αλλεργικά εξανθήματα, έκζεμα, ψωρίαση, κνησμό και άλλες φλεγμονώδεις καταστάσεις του δέρματος. Οι τοπικές κρέμες υδροκορτιζόνης και αλοιφές κυμαίνονται σε περιεκτικότητα από 0,05% έως 2,5%.

Η περισσότερη κορτιζόλη στον ορό (εκτός από περίπου 4%) συνδέεται με πρωτεΐνες,  την σφαιρίνη δεσμευτική των κορτικοστεροειδών και την λευκωματίνη ορού. Η ελεύθερη κορτιζόλη περνά εύκολα μέσα από τις κυτταρικές μεμβράνες, και προσδένεται στους ενδοκυτταρικούς υποδοχείς κορτιζόλης. 

H  χρήση κορτιζόνης έχει έναν αριθμό  συστηματικών και τοπικών παρενεργειών: Υπεργλυκαιμία, αντίσταση στην ινσουλίνη, σακχαρώδη διαβήτη, οστεοπόρωση, άγχος, κατάθλιψη, αμηνόρροια, καταρράκτης, σύνδρομο Cushing, γλαύκωμα, πόνος, μόλυνση, αλλαγές χρωστικής του δέρματος, αύξηση της τριχοφυϊας, απώλεια του λιπώδους ιστού και ρήξη τενόντων.


 

-DHEA-S -Θειϊκή Δεϋδροεπιανδροστερόνη

Είναι μια προ-ορμόνη που παράγεται από τα επινεφρίδια ανδρών και γυναικών. Μετατρέπεται σε οιστρογόνα και ανδρογόνα, δηλαδή σε σεξουαλικές ορμόνες. Τα επίπεδα DHEA-S μειώνονται με την ηλικία και μπορεί να αξίζει τον κόπο η αποκατάστασή τους.

Η θειική δεϋδροεπιανδροστερόνη είναι ένας μεταβολίτης της δεϋδροεπιανδροστερόνης (DHEA).

Η θειική δεϋδροεπιανδροστερόνη παράγεται με την προσθήκη μιας θειικής ομάδας, που καταλύεται από τα ένζυμα σουλφοτρανσφεράσες SULT1A1 και SULT1E1, τα οποία παράγουν επίσης θειική οιστρόνη από οιστρόνη. Η θειϊκή DHEA μπορεί επίσης να επαναμετατρέπεται σε DHEA μέσω της δράσης του στεροειδούς σουλφατάσης.
Στο στρώμα της δικτυωτής ζώνης του φλοιού των επινεφριδίων, η DHEA-S δημιουργείται από SULT2A1. Αυτό το στρώμα του φλοιού των επινεφριδίων πιστεύεται ότι είναι η κύρια πηγή του ορού σε θειική DHEA. Τα επίπεδα θειικής DHEA μειώνονται καθώς ο άνθρωπος γερνάει, γιατί το δικτυωτό στρώμα μικραίνει σε μέγεθος.
Η χρήση DHEA-S ως βιοδείκτης
Επίπεδα θειικής δεϋδροεπιανδροστερόνης πάνω από 1890 mmol / L ή 700-800 μg / dL είναι ενδεικτικά δυσλειτουργίας των επινεφριδίων. Η παρουσία DHEA-S, ως εκ τούτου χρησιμοποιείται για τον έλεγχο προέλευσης της περίσσειας των ορμονών των ωοθηκών ή των όρχεων.

Θεραπευτική χρήση DHEA-S 

Η χρήση ρουτίνας των DHEAS και άλλων ανδρογόναων αποθαρρύνεται στη θεραπεία της γυναίκες με χαμηλά επίπεδα ανδρογόνων λόγω υποϋποφυσισμού, επινεφριδιακής ανεπάρκειας, εμμηνόπαυσης, λόγω χειρουργικής επέμβασης, χρήση γλυκοκορτικοειδών, ή άλλες καταστάσεις που σχετίζονται με χαμηλά επίπεδα ανδρογόνων. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα που υποστηρίζουν τη βελτίωση των σημείων και συμπτωμάτων με τη θεραπεία.
Σε ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίοι εμφανίζουν μείωση θειική DHEA λόγω ηλικίας η χρήση τους μελετάται για την αύξηση της λίμπιντο και τη δράση της στα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης.


-Λεπτίνη

Είναι μια ορμόνη που παράγεται από τον λιπώδη κύτταρα που βοηθά στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας αναστέλλοντας την πείνα. Η λεπτίνη είναι αντίθετη με τις δράσεις της γκρελίνης την «ορμόνη της πείνας». Και οι δύο ορμόνες δρουν επί υποδοχέων στον τοξοειδή πυρήνα του υποθαλάμου και ρυθμίζουν την όρεξη για την επίτευξη ενεργειακής ομοιόστασης. Στην παχυσαρκία, μειωμένη ευαισθησία στη λεπτίνη υπάρχει, με αποτέλεσμα ανικανότητα ανίχνευσης του κορεσμού παρά την υψηλή αποθήκευση ενέργειας.

Αν και η ρύθμιση των αποθηκών λίπους θεωρείται η κύρια λειτουργία της λεπτίνης, παίζει, επίσης, ρόλο και σε άλλες φυσιολογικές διαδικασίες, όπως αποδεικνύεται από τις πολλαπλές θέσεις της σύνθεσής της, εκτός από τα λιποκύτταρα, και τους πολλαπλοί τύπους κυττάρων που έχουν υποδοχείς λεπτίνης.

Η λεπτίνη κυκλοφορεί στο αίμα σε ελεύθερη μορφή και συνδέεται με τις πρωτεΐνες. 

Τα επίπεδα λεπτίνης στο αίμα είναι υψηλότερα από τα μεσάνυχτα έως και τις πρώτες πρωινές ώρες, γι΄αυτό και υπάρχει καταστολή της όρεξης κατά τη διάρκεια της νύχτας. 

Τα επίπεδα της λεπτίνης μειώνονται μετά από μικρής διάρκειας νηστεία (24-72 ώρες), ακόμη και όταν δεν παρατηρούνται αλλαγές στη λιπώδη μάζα. 

Η λεπτίνη διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην προσαρμοστική απόκριση σε πείνα.

Σε παχύσαρκους ασθενείς με αποφρακτική άπνοια του ύπνου, η λεπτίνη αυξάνεται, αλλά μειώνεται μετά την χορήγηση της συνεχούς θετικής πίεσης αεραγωγών.

Σε μη-παχύσαρκα άτομα, ωστόσο, σε ξεκούραστο ύπνο (δηλαδή, 8-12 ώρες) αυξάνει η λεπτίνη σε φυσιολογικά επίπεδα.

Τα επίπεδα στον ορό της λεπτίνης μειώνονται με τη στέρηση ύπνου.

Τα επίπεδα λεπτίνης αυξάνονται κατά το συναισθηματικό στρες.

Η λεπτίνη μειώνεται με τις αυξήσεις των επιπέδων τεστοστερόνης και αυξάνεται από τις αυξήσεις των επιπέδων των οιστρογόνων. 

Τα επίπεδα της λεπτίνης μειώνονται από τη σωματική προπόνηση. 

Η λεπτίνη αυξάνεται με τη δεξαμεθαζόνη. 

Η λεπτίνη αυξάνεται με την ινσουλίνη. 

Τα επίπεδα λεπτίνης παραδόξως αυξάνονται σε παχυσαρκία.

Παρά το γεγονός ότι η λεπτίνη μειώνει την όρεξη, τα παχύσαρκα άτομα εμφανίζουν γενικά υψηλότερη κυκλοφορούσα συγκέντρωση της λεπτίνης από τα άτομα φυσιολογικού  βάρους λόγω του υψηλότερου ποσοστού σωματικού λίπους τους. Αυτά τα άτομα παρουσιάζουν αντίσταση στην λεπτίνη, παρόμοια με την αντίσταση ινσουλίνης σε τύπου 2 διαβήτη, και τα αυξημένα επίπεδα δεν μπορούν να ελέγξουν την πείνα και να ρυθμίσουν το βάρος τους, λόγω αλλαγών στην σηματοδότηση του υποδοχέα της λεπτίνης, ιδιαίτερα στον τοξοειδή πυρήνα, και λόγω αλλαγών στον τρόπο που η λεπτίνη διασχίζει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. 

Όταν η λεπτίνη συνδέεται με τον υποδοχέα λεπτίνης, ενεργοποιεί μια σειρά από μονοπάτια. Η αντίσταση λεπτίνη μπορεί να προκληθεί από ελαττώματα στην οδό σηματοδότησης. 

Η κατανάλωση μιας δίαιτας με υψηλή φρουκτόζη μειώνει τα επίπεδα της λεπτίνης και την έκφραση του mRNA του υποδοχέα της λεπτίνης.

Η λεπτίνη είναι γνωστό ότι αλληλεπιδρά με την αμυλίνη, μιας ορμόνη που εμπλέκεται στην γαστρική κένωση και δημιουργεί ένα αίσθημα πληρότητας. Όταν η λεπτίνη και η αμυλίνη δίνονται σε παχύσαρκους, παρατεταμένη απώλεια βάρους παρατηρείται.

Ο  κύριος ρόλος της λεπτίνης είναι να ενεργεί ως ένα σήμα πείνας, όταν τα ενεργειακα επίπεδα είναι χαμηλά, για να βοηθήσει να διατηρηθούν τα αποθέματα λίπους σε περιόδους πείνας, και όχι ως ένα σήμα κορεσμού για να αποτρέψει την υπερκατανάλωση τροφής. 

Όσοι χάνουν βάρος με δίαιτα, και έχουν αφθονία των λιποκυττάρων, παρουσιάζουν μια πτώση στα επίπεδα της κυκλοφορούσας λεπτίνης. Η πτώση αυτή προκαλεί αναστρέψιμη μείωση στη δραστηριότητα του θυρεοειδούς, του συμπαθητικού τόνου, και στην κατανάλωση ενέργειας από τους σκελετικούς μυς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα άτομο που έχει χάσει βάρος κάτω από το φυσικό λίπος του σώματος του να αποκτά χαμηλότερο βασικό μεταβολικό ρυθμό για την διατήρηση της ομοιόστασης. Πολλές από αυτές τις αλλαγές αντιστρέφονται με περιφερική χορήγηση ανασυνδυασμένης λεπτίνης πριν από τη δίαιτα. 

Η μείωση στα επίπεδα της  λεπτίνης αλλάζει επίσης την εγκεφαλική δραστηριότητα στις περιοχές που συμμετέχουν στον έλεγχο της όρεξης που αντιστρέφεται με χορήγηση λεπτίνης.

Θεραπευτική χρήση λεπτίνης

  • Η λεπτίνη εγκρίθηκε για χρήση σε συγγενή ανεπάρκεια λεπτίνης και γενικευμένη λιποδυστροφία.
  • Ένα ανάλογο της ανθρώπινης λεπτίνης η metreleptin ενδείκνυται ως θεραπεία για τις επιπλοκές της ανεπάρκειας λεπτίνης, και για τον διαβήτη και την υπερτριγλυκεριδαιμία που σχετίζεται με συγγενή ή επίκτητη γενικευμένη λιποδυστροφία. 

Παρενέργειες της λεπτίνης
Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται και εκκρίνεται από τα κύτταρα λίπους. Ρυθμίζει τη χρήση ενέργειας και τις δαπάνες, τη γλυκόζη και το μεταβολισμό των λιπών, την νευροενδοκρινικη και την ανοσοποιητική λειτουργία. Η λεπτίνη μειώνει την παραγωγή λίπους και της πείνας και πολλοί πίστευαν ότι θα ήταν αποτελεσματική στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Ωστόσο, η παχυσαρκία συνοδεύεται από αντίσταση στη λεπτίνη, που σημαίνει η λεπτίνη δεν λειτουργεί καλά στο σώμα.

Επειδή η λεπτίνη είναι μια ορμόνη με βαθιές επιπτώσεις στην ενεργειακή ομοιόσταση, το μεταβολισμό, το ανοσοποιητικό και τη νευροενδοκρινική λειτουργία τόσο η ανεπάρκεια της λεπτίνης όσο και η περίσσεια προκαλεί την δυσλειτουργία πολλαπλών οργάνων. 

Η λεπτίνη διεγείρει το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Αυτό το τμήμα του νευρικού συστήματος ρυθμίζει πολλές απαντήσεις του σώματος συμπεριλαμβανομένου του καρδιακού ρυθμού, της κινητικότητας του εντέρου, της συστολή των αιμοφόρων αγγείων, τον σχηματισμό οστών, της εφίδρωσης και της αρτηριακής πίεσης. Τα υψηλά επίπεδα της λεπτίνης στα παχύσαρκα άτομα παίζουν ένα ρόλο στην ανάπτυξη της υπέρτασης και άλλων καρδιαγγειακών ανωμαλιών.

Η λεπτίνη αυξάνει μόρια που επάγουν τη φλεγμονή και μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη και την πρόοδο των αυτοάνοσων αποκρίσεων. Η λεπτίνη διαδραματίζει ένα ρόλο στην ανάπτυξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας σε ανθρώπους. Ωστόσο η λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος σε παιδιά με συγγενή ανεπάρκεια λεπτίνης αποκαθίστατι. Επίσης, πολλές μελέτες δείχνουν ότι η λεπτίνη ρυθμίζει θετικά το ανοσοποιητικό σύστημα και είναι προστατευτική έναντι των μολυσματικών ασθενειών.

Η παχυσαρκία, μια διαταραχή στην οποία τα επίπεδα λεπτίνης είναι υψηλά, είναι ένας παράγοντας κινδύνου για καρκίνο του μαστού. 

Η λεπτίνη ενισχύει τις επιδράσεις της ινσουλίνης και θα μπορούσε δυνητικά να αυξήσει τη συχνότητα ή τη σοβαρότητα της υπογλυκαιμίας σε διαβητικούς ασθενείς, οι οποίοι λαμβάνουν επίσης ινσουλίνη ή από του στόματος αντιδιαβητικά φάρμακα.


-Ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντας-1.

Η αυξητική ορμόνη λειτουργεί μέσω αυτής της ορμόνης, η οποία διεγείρει την ανάπτυξη ποικίλων κυττάρων, όπως τα μυϊκά, των οστών και των αρθρώσεων.

Τα επίπεδά της μειώνονται όσο μεγαλώνουμε.

Ο ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντας 1 (IGF-1) ονομάζεται επίσης σωματομεδίνη C, που είναι μια πρωτεΐνη που στον άνθρωπο κωδικοποιείται από το γονίδιο IGF1. Η IGF-1 είναι μία ορμόνη παρόμοια με την ινσουλίνη. Παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της παιδικής ηλικίας και συνεχίζει να έχει αναβολικές επιδράσεις σε ενήλικες. Ένα συνθετικό ανάλογο του IGF-1, η μεκασερμίνη, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ανεπάρκειας της ανάπτυξης. 

Η IGF-1 παράγεται, κυρίως, από το ήπαρ ως ενδοκρινής ορμόνη καθώς και σε ιστούς-στόχους με ένα παρακρινή / αυτοκρινή τρόπο. Η παραγωγή διεγείρεται από την αυξητική ορμόνη (GH) και μπορεί να επιβραδυνθεί με τον υποσιτισμό, την έλλειψη υποδοχέων αυξητικής ορμόνης, ή την αστοχία του μονοπατιού σηματοδότησης.

Η IGF-1 παράγεται σε όλη τη ζωή. Τα υψηλότερα ποσοστά IGF-1 παραγωγής συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Τα χαμηλότερα επίπεδα υπάρχουν στην παιδική ηλικία και τα γηρατειά.

Οι παράγοντες που είναι γνωστό ότι προκαλούν διακύμανση των επιπέδων της αυξητικής ορμόνης (GH) και του IGF-1 στην κυκλοφορία: τα επίπεδα της ινσουλίνης, το γενετικό προφίλ, η ώρα της ημέρας, η ηλικία, το φύλο, η άσκηση, τα επίπεδα του άγχους, η διατροφή και ο δείκτης μάζας σώματος,  το είδος της νόσου, η φυλή, η κατάσταση των οιστρογόνων και η πρόσληψη ξενοβιοτικών.

Ο IGF-1 ενεργοποιεί τον υποδοχέα ινσουλίνης με περίπου 0,1 φορές της δραστικότητας της ινσουλίνης. 

Ο IGF-1 είναι ένας πρωταρχικός μεσολαβητής των επιδράσεων της αυξητικής ορμόνης (GH). Η αυξητική ορμόνη εκκρίνεται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης, απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος, και στη συνέχεια διεγείρει το ήπαρ να παράγει IGF-1. Ο IGF-1 στη συνέχεια διεγείρει την ανάπτυξη του σώματος, και έχει αυξητικά αποτελέσματα σχεδόν σε κάθε κύτταρο του σώματος, ειδικά τους σκελετικούς μυς, τους χόνδρους, τα οστά, το ήπαρ, τους νεφρούς, τα νεύρα, το δέρμα, τα αιμοποιητικά κύτταρα, και τους πνεύμονες. Εκτός από τα μιμητικά αποτελέσματα με την ινσουλίνη, ο IGF-1 μπορεί, επίσης, να ρυθμίζει την ανάπτυξη των κυττάρων και ιδιαίτερα σε νευρικά κύτταρα, καθώς, επίσης, και τη σύνθεση κυτταρικού DNA.

  • Νανισμός

Ο νανισμός Laron δεν ανταποκρίνεται καθόλου σε θεραπεία με αυξητική ορμόνη, λόγω έλλειψης GH υποδοχέων. Η πρωτοπαθής ανεπάρκεια IGF έχει υψηλά επίπεδα GH, ύψος κάτω από 3 τυπικές αποκλίσεις (SD), και IGF-1 επίπεδα κάτω των 3 SD. Οφείλεται σε μεταλλάξεις στον υποδοχέα της GH. Τα άτομα με σύνδρομο Laron έχουν εντυπωσιακά χαμηλά ποσοστά καρκίνου και διαβήτη. 

  • Ακρομεγαλία 

Η ακρομεγαλία είναι ένα σύνδρομο που προκύπτει όταν η πρόσθια υπόφυση παράγει περίσσεια αυξητικής ορμόνης (GH). Ένας αριθμός διαταραχών μπορεί να αυξήσει την παραγωγή της GH της υπόφυσης, αν και συνηθέστερα περιλαμβάνει έναν όγκο που ονομάζεται αδένωμα της υπόφυσης, που προέρχεται από ένα ξεχωριστό τύπο κυττάρων (σωματοτροπικά). Οδηγεί σε ανατομικές αλλαγές και μεταβολική δυσλειτουργία που προκαλείται από αυξημένη GH και (IGF-1).

Τα επίπεδα IGF-1 επίπεδα μπορεί να μετρηθουν στο αίμα: 10-1000 ng/ml. Η IGF-1 χρησιμοποιείται από τους γιατρούς ως διαγνωστική εξέταση για την ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης και την περίσσεια στην μεγαλακρία και γιγαντισμό.

Ως θεραπευτικό μέσο 
Οι ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια IGF-1 μπορεί να λάβουν IGF-1 μόνο ή σε συνδυασμό με IGFBP-3. 

Η αηματοδότηση μέσω της οδού του υποδοχέα ινσουλίνης / IGF-1 είναι κρίσιμη στην βιολογική γήρανση σε πολλούς οργανισμούς. Η σηματοδότηση  IGF-1 ρυθμίζει τη διαδικασία γήρανσης στον άνθρωπο και για το αν η κατεύθυνση του αποτελέσματος θα είναι θετική ή αρνητική.

Η θεραπευτική χορήγηση των νευροτροφικών πρωτεϊνών (IGF-1) σχετίζεται με αναστροφή του εκφυλισμού των νωτιαίων νευραξόνων των ινών του κινητικού νευρώνα σε ορισμένες περιφερικές νευροπάθειες. 

Το μονοπάτι σηματοδότησης IGF εμπλέκεται σε ορισμένες μορφές καρκίνου.  Τα άτομα με σύνδρομο Laron έχουν ένα μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου. Οι διαιτητικές παρεμβάσεις και τροποποιήσεις, όπως οι χορτοφαγικές  δίαιτες φαίνεται να ρυθμίζουν προς τα κάτω την IGF-1 δραστικότητα, με αποτέλεσμα χαμηλότερο κίνδυνο για καρκίνο.

Ο IGF-1 έχει, επίσης, αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικός σε εγκεφαλικό όταν συνδυάζεται με ερυθροποιητίνη.

Χρησιμοποιείται και στο Bodybuilding 

Παρενέργειες IGF-1 

Είναι μια ορμόνη ανάπτυξης που παράγεται από το ήπαρ, και μικρές ποσότητες βρίσκονται επίσης στους όρχεις. Είναι μια σημαντική ορμόνη, που εμπλέκεται στην παραγωγή των κυττάρων του αίματος και την ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων, αλλά μια φυσική ανεπάρκεια μπορεί πραγματικά να βοηθήσει να αυξηθεί η διάρκεια ζωής, ενδεχομένως με τη μείωση του κινδύνου ορισμένων μορφών καρκίνων. Οι άνθρωποι που το χρησιμοποιούν ως συμπλήρωμα bodybuilding μερικές φορές χρησιμοποιούν IGF-1 σε συνδυασμό με τη χοριακή γοναδοτροπίνη, με την ελπίδα να αυξήσουν την ικανότητα του σώματός τους να απορροφήσει και να χρησιμοποιήσει τη χοριακή. Οι HCG και IGF-1 μαζί, διεγείρουν την ανάπτυξη αιμοφόρων αγγείων. Η IGF-1 αυξάνει τους υποδοχείς του σώματος για HCG, παράγοντας μια μεγαλύτερη στερεοειδογόνο απάντηση. 

Οι IGF-1 και HCG είναι στεροειδή, και ως εκ τούτου, έχουν τη δυνατότητα να προκαλούν πολλές ανεπιθύμητες παρενέργειες, ανεξάρτητα από το αν λαμβάνονται από κοινού ή χωριστά. Μπορούν να βλάψει το συκώτι και τα νεφρά  και να μην παράγει το σώμα τις δικές του ορμόνες. Μπορούν να προκαλέσουν ακμή, επιθετική συμπεριφορά και μπορούν να προκαλέσουν φαλάκρα σε άτομα που έχουν γενετική προδιάθεση. Επειδή οι ορμόνες συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στη διαφοροποίηση των φύλων, οι IGF-1 και HCG  μπορεί να προκαλέσουν γυναικομαστία στους άνδρες και αρρενοποίηση των γυναικών.

Επίσης, ο IGF-1 και η HCG προκαλούν καρκίνο.


-Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη

Παράγεται στην υπόφυση με σκοπό τον έλεγχο των αναπαραγωγικών λειτουργιών σε άνδρες και γυναίκες.

Σε γυναίκες, η FSH διεγείρει την ωρίμανση των ωοθυλακίων των ωοθηκών και την παραγωγή της οιστραδιόλης κατά το πρώτο ήμισυ του έμμηνου κύκλου. Τα επίπεδα FSH αυξάνονται κατά την εμμηνόπαυση.

Στους άνδρες η FSH διεγείρει την παραγωγή σπέρματος και σπερματικού υγρού.

Η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) είναι μια γοναδοτροπίνη. Η FSH συντίθεται και εκκρίνεται από τα κύτταρα γοναδοτροπίνης της πρόσθιας υπόφυσης, και ρυθμίζει την ανάπτυξη, την ανάπτυξη, την εφηβική ωρίμανση, και τις αναπαραγωγικές διαδικασίες του σώματος. Η FSH και η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) εργάζονται μαζί στο αναπαραγωγικό σύστημα.

Σε άνδρες και γυναίκες, η FSH διεγείρει την ωρίμανση των γεννητικών κυττάρων.
Στους άνδρες, η FSH διεγείρει τα κύτταρα Sertoli να εκκρίνουν πρωτεΐνες δεσμευτικές των ανδρογόνων, και αυτό ρυθμίζεται από το μηχανισμό αρνητικής ανάδρασης της ινχιμπίνης για το πρόσθιο λοβό της υπόφυσης.
Στις γυναίκες, η FSH ξεκινά την ανάπτυξη των ωοθυλακίων, που επηρεάζει ειδικά τα κοκκιώδη κύτταρα. Με την ταυτόχρονη αύξηση της ινχιμπίνης Β, τα επίπεδα της FSH στη συνέχεια μειώνονται στην όψιμη φάση ωοθυλακίων. Αυτό φαίνεται να είναι κρίσιμη διαδικασία, για την επιλογή μόνο του πιο προηγμένου ωοθυλακίου για να προχωρήσει στην ωορρηξία. Στο τέλος της ωχρινικής φάσης, υπάρχει μια ελαφρά αύξηση της FSH που φαίνεται να είναι σημαντική για να ξεκινήσει ο επόμενος κύκλος ωορρηξίας.

Η  GnRH έχει αποδειχθεί ότι παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην έκκριση της FSH.

Η αύξηση των επιπέδων οιστραδιόλης στον ορό προκαλεί μια μείωση στην παραγωγή FSH αναστέλλοντας την παραγωγή της GnRH στον υποθάλαμο. 

Η  FSH διεγείρει τα πρωτογενή σπερματοκύτταρα να υποβληθουν στην πρώτη μειωτική διαδικασία, για να σχηματίσουν δευτερογενή σπερματοκύτταρα.

Η FSH αυξάνει την παραγωγή της πρωτεΐνης δέσμευσης των ανδρογόνων από τα κύτταρα Sertoli των όρχεων με σύνδεση με υποδοχείς FSH  και αυτή είναι κρίσιμη φάση για την έναρξη της σπερματογένεσης.

Η διεγερτική ορμόνη ωοθυλακίου μετράται συνήθως στην πρώιμη ωοθυλακιώδη φάση του έμμηνου κύκλου, τυπικά την πέμπτη ημέρα από την τελευταία έμμηνο ρύση. Κατά το χρόνο αυτό, τα επίπεδα της οιστραδιόλης (Ε2) και προγεστερόνης είναι στα χαμηλότερα επίπεδα  του έμμηνου κύκλου. Τα επίπεδα FSH σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι τα βασικά επίπεδα FSH, και διακρίνονται από τα αυξημένα επίπεδα που υπάρχουν, όταν πλησιάζει η ωορρηξία.

Τα επίπεδα FSH είναι  χαμηλά κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και στις γυναίκες και υψηλά μετά την εμμηνόπαυση.

Υψηλά επίπεδα FSH 

  • Ο πιο συνηθισμένος λόγος για υψηλή συγκέντρωση FSH  είναι μια γυναίκα να μπαίνει ή να είναι σε εμμηνόπαυση. Υψηλά επίπεδα ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης δείχνουν ότι η κανονική ανάδραση από τις γονάδες είναι απούσα, οδηγώντας σε μια απεριόριστη παραγωγή FSH από την υπόφυση.

Εάν υπάρχουν υψηλά επίπεδα FSH κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας:

  • Πρόωρη εμμηνόπαυση, επίσης, γνωστή ως πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια
  • Πρόωρη ωοθηκική γήρανση
  • Δυσγενεσία γονάδων, σύνδρομο Turner
  • Ευνουχισμός
  • Σύνδρομο Swyer
  • Ανεπάρκεια των όρχεων
  • Σύνδρομο Klinefelter
  • Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος

Οι περισσότερες από αυτές τις συνθήκες συνδέονται με υπογονιμότητα ή / και στειρότητα. Ως εκ τούτου, τα υψηλά επίπεδα FSH είναι μια ένδειξη υπογονιμότητας και στειρότητας.

Χαμηλά επίπεδα FSH 

  • Μειωμένη έκκριση της FSH μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία της λειτουργίας των γονάδων (υπογοναδισμός). Αυτή η κατάσταση συνήθως εκδηλώνεται σε άνδρες ως αποτυχία στην παραγωγή φυσιολογικού αριθμού σπερματοζωαρίων. Στις γυναίκες, διακοπή των αναπαραγωγικών κύκλων παρατηρείται, συνήθως.

Καταστάσεις με πολύ χαμηλή έκκριση FSH είναι:

  • Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
  • Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών + Παχυσαρκία + Υπερτρίχωση + Υπογονιμότητα
  • Σύνδρομο Kallmann
  • Καταστολή υποθαλάμου
  • Υποϋποφυσισμός
  • Υπερπρολακτιναιμία
  • Ανεπάρκεια γοναδοτροπίνης
  • Θεραπεία καταστολής γονάδων
  • GnRH ανταγωνιστής
  • GnRH αγωνιστής (αρνητική ρύθμιση)

Θεραπευτική χρήση FSH

  • Χρησιμοποιείται, συνήθως, στη θεραπεία της υπογονιμότητας, κυρίως για υπερδιέγερση των ωοθηκών ως μέρος της IVF.
  • Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για την αναστροφή του ανωοθυλακιορρηξίας, επίσης.
  • Αυξημένα επίπεδα υποδοχέων FSH έχουν ανιχνευθεί στο ενδοθήλιο αγγείωσης σε πολλούς όγκους. Η πρόσδεση FSH πιστεύεται ότι ρυθμίζει προς τα πάνω τη νεοαγγείωση. Οι ανταγωνιστές της FSH μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντιαγγειογενετική θεραπεία, όπως το avastin...

-Ωχρινοτρόπος ορμόνη-LH

Η ωχρινοτρόπος ορμόνη, η οποία εκλύεται από την υπόφυση, προκαλεί την ωορρηξία και διεγειρει τις ωοθ΄΄ηκες για την παραγωγη οιστρογόνων και προγεστερόνης στις γυναίκες, καθώς και την παραγωγή τεστοστερονης από τους όρχεις στους ανδρες. Αυξημένα επίπεδα αυτης της ορμόνης βρίσκονται στην εμμηνόπαυση.

Η ωχρινοτρόπος ορμόνης (LH), επίσης γνωστή ως λουτροπίνη  είναι μια ορμόνη που παράγεται από τα κύτταρα γοναδοτροπίνης στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Στις γυναίκες, μια οξεία αύξηση της LH, προκαλεί την ωορρηξία και την ανάπτυξη του ωχρού σωματίου. Στους άνδρες,  διεγείρει την παραγωγή κυττάρων Leydig της τεστοστερόνης. Δρα συνεργιστικά με την FSH.

Η LH είναι ετεροδιμερής γλυκοπρωτεΐνη.

Επιδράσεις της LH στο σώμα

Σε άνδρες και γυναίκες, η LH είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή

Στις γυναίκες, η LH στηρίζει τα κύτταρα της θήκης στις ωοθήκες που παρέχουν τα ανδρογόνα και ορμονικές πρόδρομες ουσίες για την παραγωγή οιστραδιόλης. Κατά τη στιγμή της εμμήνου ρύσεως, η FSH αρχίζει την ανάπτυξη των ωοθυλακίων, ειδικώς επηρεάζοντας τα  κοκκιώδη κύτταρα.  Η αύξηση της παραγωγής της LH διαρκεί μόνο για 24 έως 48 ώρες. Αυτό το "κύμα LH" προκαλεί την ωορρηξία, με αποτέλεσμα όχι μόνο την απελευθέρωση του ωαρίου από το ωοθυλάκιο, αλλά και την μετατροπή του υπολειμματικού θύλακα σε ωχρό σωμάτιο που, με τη σειρά του, παράγει την προγεστερόνη για να προετοιμάσει το ενδομήτριο για μια πιθανή εμφύτευση. Η LH είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του ωχρού σωματίου τις πρώτες δύο εβδομάδες του έμμηνου κύκλου. Εάν συμβεί εγκυμοσύνη, τα επίπεδα LH θα μειωθούν, και η ωχρινική λειτουργία, θα διατηρηθεί, από την δράση της hCG (ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη), μια ορμόνη πολύ παρόμοια με την LH, αλλά που προέρχεται από το νέο πλακούντα.

Στους άνδρες, η LH δρα επί των κυττάρων Leydig των όρχεων στους άνδρες και ρυθμίζεται από την GnRH. Τα κύτταρα Leydig παράγουν τεστοστερόνη (Τ) υπό τον έλεγχο της LH, η οποία ρυθμίζει την έκφραση του ενζύμου 17-β υδροξυστεροειδή αφυδρογονάση που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της ανδροστενεδιόνης, σε τεστοστερόνη, ένα ανδρογόνο που ασκεί ενδοκρινική δραστηριότητα και έχει ρόλο στη σπερματογένεση.

Η LH απελευθερώνεται από την υπόφυση, και ελέγχεται από την γοναδοτροπίνη (GnRH). Όταν τα επίπεδα τεστοστερόνης είναι χαμηλά, η GnRH απελευθερώνεται από τον υποθάλαμο, και η υπόφυση απελευθερώνει LH, μέσω αρνητικής ανάδρασης.

Η ανίχνευση της απελευθέρωσης της ωχρινοτρόπου ορμόνης δείχνει επικείμενη ωορρηξία.

Αύξηση LH

  • Σε παιδιά με πρώιμη ήβη 
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών

Επίμονα υψηλά επίπεδα LH είναι ενδεικτικά για:

  • Πρόωρη εμμηνόπαυση
  • Δυσγενεσία γονάδων
  • Σύνδρομο Turner
  • Ευνουχισμός
  • Σύνδρομο Swyer
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
  • Ορισμένες μορφές συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων
  • Ανεπάρκεια των όρχεων
  • Εγκυμοσύνη

Ανεπάρκεια LH

Μειωμένη έκκριση της LH μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία της λειτουργίας των γονάδων (υπογοναδισμός). Αυτή η κατάσταση, συνήθως, εκδηλώνεται σε άνδρες ως αποτυχία στην παραγωγή σπερματοζωαρίων. Στις γυναίκες, αμηνόρροια παρατηρείται, συνήθως.

Καταστάσεις με πολύ χαμηλή LH:

  • Σύνδρομο Pasqualini 
  • Σύνδρομο Kallmann
  • Καταστολή υποθαλάμου 
  • Υποϋποφυσισμός
  • Διατροφική διαταραχή
  • Υπερπρολακτιναιμία
  • Υπογοναδισμός
  • Θεραπεία καταστολής γονάδων

Ως φάρμακο η LH 

Η LH είναι διαθέσιμη αναμιγνύεται με την FSH, με τη μορφή μενοτροπίνης. Χρησιμοποιούνται, συνήθως, στη θεραπεία της υπογονιμότητας για την τόνωση της ανάπτυξης των ωοθυλακίων και στη θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Συχνά, η HCG χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο LH, διότι ενεργοποιεί τον ίδιο υποδοχέα. Ιατρικώς χρησιμοποιείται hCG που προέρχεται από ούρα εγκύων γυναικών και  είναι λιγότερο δαπανηρή, και έχει μεγαλύτερο χρόνο ημιζωής από την LH.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Σχεδόν όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν λευπρολίδη έχουν εξάψεις, αλλαγές στους μαστούς, και  απώλεια ενέργειας, στυτική δυσλειτουργία και απώλεια σεξουαλικής δραστηριότητας. Η λίμπιντο μειώνεται, επίσης.

-Γλοβουλίνη που δεσμεύει τις σεξουαλικές ορμόνες ή δεσμευτική σφαιρίνη ορμονών φύλων 

Η SHBG δεσμεύει τις σεξουαλικές ορμόνες και τις μεταφέρει στο αίμα. Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει πως τα επίπεδα SHBG αρχίζουν να αυξάνουν με ρυθμό 1,6 περίπου μετά την ηλικία των σαράντα και αυτό μπορεί να επιφέρει μείωση των σεξουαλικών ορμονών που είναι ελεύθερες και κάνουν τη δουλειά τους.

Η δεσμευτική σφαιρίνη ορμονών φύλων  (SHBG) είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που δεσμεύεται με τις δύο ορμόνες φύλου: τα ανδρογόνα και τα οιστρογόνα. Άλλες στεροειδείς ορμόνες, όπως η προγεστερόνη, η κορτιζόλη, και άλλα κορτικοστεροειδή δεσμεύονται από την τρανσκορτίνη. 

Μεταφορά των ορμονών του φύλου 

Η τεστοστερόνη και η οιστραδιόλη κυκλοφορούν στο αίμα, δεσμεύονται κυρίως από την SHBG και, σε μικρότερο βαθμό, από την αλβουμίνη ορού και τη σφαιρίνη που δεσμεύει τα κορτικοστερεοειδή. Μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα των περίπου 1-2% είναι μη δεσμευμένο ή ελεύθερο και, συνεπώς, βιολογικά ενεργό και είναι σε θέση να ενεργοποιεί τους υποδοχείς. Η SHBG αναστέλλει την λειτουργία αυτών των ορμονών. Έτσι, η βιοδιαθεσιμότητα των ορμονών του φύλου επηρεάζεται από το επίπεδο της SHBG.

Η σχετική συγγένεια σύνδεσης των διαφόρων στεροειδών του φύλου για την SHBG είναι: διυδροτεστοστερόνη (DHT)> τεστοστερόνης> androstenediol> οιστραδιόλης> οιστρόνη. Η DHEA είναι ασθενώς δεσμευμένη από την SHBG, αλλά η DHEA-S δεν είναι. Η ανδροστενεδιόνη δεσμεύεται μόνο με τη λευκωματίνη.

Η SHBG παράγεται, κυρίως, από το ήπαρ και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος. Άλλες περιοχές που παράγουν SHBG είναι ο εγκέφαλος, η μήτρα, οι όρχεις, και ο πλακούντας. 

Η SHBG έχει τόσο  ενισχυτικές όσο και ανασταλτικές  ορμονικές επιδράσεις. Μειώνει με υψηλά επίπεδα ινσουλίνης, της αυξητικής ορμόνης, του IGF-1, των ανδρογόνων, της προλακτίνης και της τρανσκορτίνης. 

Προεμμηνοπαυσιακές ενήλικες γυναίκες: 40-120 nmol / L

Μεταεμμηνοπαυσιακές ενήλικες γυναίκες: 28-112 nmol / L

Ενήλικοι άνδρες: 20 - 60 nmol / L

Ηλικία 1 - 23 μηνών: 60-252 nmol / L

Παιδιά προεφηβικής ηλικίας (24m - 8y): 72-220 nmol / L

Έφηβα κορίτσια: 36 έως 125 nmol / L

Έφηβα αγόρια: 16 - 100 nmol / L

Τα επίπεδα SHBG μειώνονται από τα ανδρογόνα, τη χορήγηση αναβολικών στεροειδών, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, τον υποθυρεοειδισμό, την παχυσαρκία, το σύνδρομο Cushing, και την ακρομεγαλία. Χαμηλά επίπεδα SHBG αυξάνουν την πιθανότητα διαβήτη τύπου 2.

Τα επίπεδα SHBG αυξάνονται με τα από του στόματος αντισυλληπτικά, την εγκυμοσύνη, τον υπερθυρεοειδισμό, την κίρρωση, τη νευρική ανορεξία, και ορισμένα φάρμακα. Ο μακροχρόνιος περιορισμός των θερμίδων άνω του 50 τοις εκατό προκαλεί αύξηση της SHBG, και μείωση ελεύθερης και ολικής τεστοστερόνης και οιστραδιόλης. Η DHEA-S, στερείται συγγένειας για την SHBG. Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών συνδέεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και η περίσσεια ινσουλίνης μειώνει την SHBG, η οποία αυξάνει τα επίπεδα της ελεύθερης τεστοστερόνης. Στη μήτρα το ανθρώπινο έμβρυο έχει χαμηλά επίπεδα SHBG επιτρέποντας την αυξημένη δραστηριότητα των ορμονών του φύλου. Μετά τη γέννηση, τα επίπεδα της SHBG αυξάνονται και παραμένουν σε υψηλό επίπεδο σε όλη την παιδική ηλικία. 

Τα παχύσαρκα κορίτσια είναι πιο πιθανό να έχουν πρώιμη εμμηναρχή, λόγω των χαμηλότερων επιπέδων της SHBG. Η ανορεξία στις γυναίκες οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα SHBG και αμηνόρροια. 

Μέτρηση των ορμονών του φύλου 

Κατά τον έλεγχο οιστραδιόλης στον ορό ή  τεστοστερόνης, πρέπει να εξετάζονται τα ελεύθερα και δεσμευμένα κλάσματα  ή τα ελεύθερα μόνο. Το καλύτερο τεστ για την τεστοστερόνη είναι η βιοδιαθέσιμη τεστοστερόνη. Η SHBG  μπορεί να μετρηθεί ξεχωριστά.

-Λιπονεκτίνη

Η λιπονεκτίνη παράγεται από τον λιπώδη ιστό και επηρεάζει τον μεταβολισμό. Κατά κανόνα όσο αυξάνεται η ποσότητα του λιπώδους ιστού, τόσο μειώνεται το επίπεδο της λιπονεκτίνης. Έτσι, λοιπόν, τα επίπεδα της λιπονεκτίνης είναι χαμηλότερα σε υπέρβαρα άτομα και φυσιολογικά ή αυξημένα στους λεπτούς ανθρώπους. Η λιπονεκτίνη έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες για τα κύτταρα των αιμοφόρων αγγείων. Οι άνθρωποι ηλικίας άνω των εκατό ετών έχουν υψηλότερα επίπεδα λιπονεκτίνης από τους νεότερους.

Η λιπονεκτίνη ή αδιπονεκτίνη εμπλέκεται στην ρύθμιση των επιπέδων της γλυκόζης, καθώς και την κατανομή των λιπαρών οξέων.

 Η αδιπονεκτίνη είναι μια πρωτεΐνη ορμόνη που ρυθμίζει έναν αριθμό μεταβολικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης της γλυκόζης και την οξείδωση των λιπαρών οξέων. Η αδιπονεκτίνη εκκρίνεται αποκλειστικά από τον λιπώδη ιστό (και επίσης από τον πλακούντα κατά την εγκυμοσύνη στην κυκλοφορία του αίματος) και είναι πολύ άφθονη στο πλάσμα σε σχέση με πολλές ορμόνες.

Τα επίπεδα της ορμόνης είναι αντιστρόφως ανάλογα με το ποσοστό σωματικού λίπους σε ενήλικες.

Οι συγκεντρώσεις αδιπονεκτίνης αυξάνουν στον περιορισμό των θερμίδων και σε ασθενείς με νευρική ανορεξία. 

Η ορμόνη παίζει ρόλο στην καταστολή των μεταβολικών διαταραχών που μπορεί να οδηγήσουν σε διαβήτη τύπου 2, παχυσαρκία, αθηροσκλήρωση, μη αλκοολική λιπώδη νόσος του ήπατος και μεταβολικό σύνδρομο. 

Η αδιπονεκτίνη εκκρίνεται στην κυκλοφορία του αίματος, και αποτελεί, περίπου, το 0,01% του συνόλου των πρωτεϊνών του πλάσματος, περίπου 5-10 μg / mL. Τα επίπεδα της αδιπονεκτίνης είναι μειωμένα σε διαβητικούς σε σύγκριση με τους μη διαβητικούς. Η μείωση του βάρους αυξάνει σημαντικά τα κυκλοφορούντα επίπεδα. 

Οι δράσεις της λιπονεκτίνης

  • Μεταβολισμός γλυκόζης
  • Μείωση γλυκονεογένεσης
  • Αύξηση της πρόσληψη γλυκόζης
  • Καταβολισμός λιπιδίων, με β-οξείδωση και κάθαρση των τριγλυκεριδίων 
  • Προστασία από την ενδοθηλιακή δυσλειτουργία (αθηρωματική πλάκα)
  • Ευαισθησία στην ινσουλίνη
  • Απώλεια βάρους
  • Έλεγχος του μεταβολισμού της ενέργειας
  • Προς τα πάνω ρύθμιση αποσύνδεσης πρωτεϊνών 

Μείωση της λιπονεκτίνης

  • Η παχυσαρκία σχετίζεται με μειωμένη αδιπονεκτίνη
  • Μεταβολικό σύνδρομο 
  • Σακχαρώδης διαβήτης 
  • ADHD στους ενήλικες

Αύξηση λιπονεκτίνης

  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  • Φάρμακα όπως οι στατίνες
  • Τα εκχυλίσματα από γλυκοπατάτες

 

-Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη

Η ορμόνη αυτή εκκρίνεται από την υπόφυση και προκαλεί την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών από τον θυρεοειδή αδένα. Αν είναι αυξημένη, ο θυρεοειδής δεν ανταποκρίνεται και ο θυρεοειδης σας χρειάζεται βοήθεια.

Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (επίσης γνωστή ως θυροτροπίνη ή TSH) είναι μια ορμόνη της υπόφυσης που διεγείρει το θυρεοειδή αδένα να παράγει θυροξίνη (Τ4), και στη συνέχεια τριιωδοθυρονίνη (Τ3), η οποία διεγείρει το μεταβολισμό σχεδόν κάθε ιστού στο σώμα.

Είναι μια ορμόνη-γλυκοπρωτεΐνη που συντίθεται και εκκρίνεται από τα κύτταρα θυρεοτροπικά κύτταρα στην πρόσθια υπόφυση, η οποία ρυθμίζει την ενδοκρινή λειτουργία του θυρεοειδούς. 

Η TSH (με χρόνο ημιζωής περίπου μία ώρα) διεγείρει το θυρεοειδή αδένα να εκκρίνει την ορμόνη θυροξίνη (Τ4), η οποία έχει μόνο μια μικρή επίδραση επί του μεταβολισμού. Η Τ4 μετατρέπεται σε τριιωδοθυρονίνη (Τ3), η οποία είναι η δραστική ορμόνη που διεγείρει το μεταβολισμό. Περίπου το 80% αυτής της μετατροπής γίνεται στο συκώτι και άλλα όργανα, και 20% στον ίδιο το θυρεοειδή.

Η TSH εκκρίνεται σε όλη τη ζωή, αλλά ιδιαίτερα φτάνει σε υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια των περιόδων ταχείας ανάπτυξης.

Ο υποθάλαμος, στη βάση του εγκεφάλου, παράγει την ορμόνη απελευθέρωσης της θυρεοτροπίνης (TRH). Η TRH διεγείρει την υπόφυση για να παράγει TSH.

Η σωματοστατίνη παράγεται, επίσης, από τον υποθάλαμο, και έχει ένα αντίθετο αποτέλεσμα επί της παραγωγής της υπόφυσης της TSH, μειώνει ή αναστέλλει την απελευθέρωσή της.

Η συγκέντρωση των ορμονών του θυρεοειδούς (Τ3 και Τ4) στο αίμα ρυθμίζει την απελευθέρωση της TSH, από την υπόφυση. Όταν οι συγκεντρώσεις Τ3 και Τ4 είναι χαμηλές, η παραγωγή TSH είναι αυξημένη, και, αντιστρόφως, όταν οι συγκεντρώσεις Τ3 και Τ4 είναι υψηλές, η παραγωγή TSH μειώνεται. Για την κλινική ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η TSH απελευθερώνεται με ένα παλμικό τρόπο κιρκαδικό.

Οι υποδοχείς TSH βρίσκονται, κυρίως, στα θυρεοειδικά θυλακιώδη κύτταρα.  Η διέγερση των υποδοχέων αυξάνει την παραγωγή και έκκριση Τ3 και Τ4. Αντισώματα έναντι αυτού του υποδοχέα που μιμούνται την TSH προκαλούν τη νόσο του Graves. Επιπλέον, η hCG παρουσιάζει κάποια διασταυρούμενη αντιδραστικότητα με τον υποδοχέα TSH και ως εκ τούτου μπορεί να διεγείρει την παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς. Στην εγκυμοσύνη, η παρατεταμένες υψηλές συγκεντρώσεις hCG μπορεί να δημιουργήσουν μια παροδική κατάσταση που ονομάζεται υπερθυρεοειδισμός της κύησης.  Αυτό είναι, επίσης, ο μηχανισμός που οι τροφοβλαστκοί ογκοι αυξάνουν την παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς.

TSH: 0,4 έως 4,5 μIU / mL.

Οι συγκεντρώσεις TSH στα παιδιά είναι συνήθως υψηλότερες από ό, τι στους ενήλικες. 

H ερμηνεία των αποτελεσμάτων εξαρτάται τόσο από την TSH όσο και από την T4. Σε ορισμένες περιπτώσεις η μέτρηση της Τ3 μπορεί, επίσης, να είναι χρήσιμη.

Ο θεραπευτικός στόχος είναι TSH επίπεδα για τους ασθενείς που βρίσκονται σε θεραπεία  μεταξύ 0,3 - 3,0 μIU / mL. 

Για υποθυρεοειδικούς ασθενείς που παίρνουν θυροξίνη, η μέτρηση της TSH και μόνο θεωρείται  επαρκής. Μια αύξηση της TSH πάνω από το φυσιολογικό εύρος δείχνει κακή συμμόρφωση στη θεραπεία. Μια σημαντική μείωση της TSH υποδηλώνει υπερβολική θεραπεία. Και στις δύο περιπτώσεις, μπορεί να απαιτείται μια αλλαγή στη δόση. Μια χαμηλή ή χαμηλή φυσιολογική TSH μπορεί επίσης να υποδηλώνει νόσο της υπόφυσης. 

Για ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό, τόσο η TSH όσο και η T4, συνήθως, παρακολουθούνται.

Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι στην εγκυμοσύνη, οι μετρήσεις TSH δεν φαίνεται να είναι ένας καλός δείκτης για τη διαθεσιμότητα της θυρεοειδικής ορμόνης στους απογόνους για τη νευρογνωστική τους ανάπτυξη.

Θεραπευτική χρήση TSH
Ένα συνθετικό φάρμακο που ονομάζεται ανασυνδυασμένη ανθρώπινη TSH ή θυρεοτροπίνης άλφα xρησιμοποιείται για τη θεραπεία του καρκίνου του θυρεοειδούς. 

-Παραθορμόνη

Η ορμόνη αυτή κατασκευάζεται από τον παραθυρεοειδή αδένα και ρυθμίζει τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Τα επίπεδα της παραθορμόνης παραμένουν σταθερά και σε μεγαλύτερη ηλικία.

Η παραθορμόνη ή παραθυρεοειδής ορμόνη (ΡΤΗ) εκκρίνεται από τα κύρια κύτταρα των παραθυρεοειδών αδένων ως πολυπεπτίδιο. Ενώ η ΡΤΗ δρα για να αυξηθεί η συγκέντρωση του ιοντικού ασβεστίου (Ca2 +) στο αίμα, η καλσιτονίνη, μια ορμόνη που παράγεται από τα παραθυλακιώδη κύτταρα (κύτταρα C) του θυρεοειδούς αδένα, δρα για να μειώσει την ιονική συγκέντρωση ασβεστίου.

Η ΡΤΗ ουσιαστικά δρα για την αύξηση της συγκέντρωσης του ασβεστίου στο αίμα με δράση επί του υποδοχέα της παραθυρεοειδούς ορμόνης 1, σε οστά και στους νεφρούς, και του του υποδοχέα της παραθυρεοειδούς ορμόνης 2, στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στο πάγκρεας, στους όρχεις και στον πλακούντα. Η ημίσεια ζωή της παραθορμόνης είναι περίπου 4 λεπτά. 

Λειτουργία παραθυρεοειδούς ορμόνης

Η παραθυρεοειδής ορμόνη ρυθμίζει το ασβέστιο του ορού μέσω της επίδρασής της στα οστά, τους νεφρούς, και το έντερο:

Στα οστά, η ΡΤΗ ενισχύει την απελευθέρωση ασβεστίου από τα οστά.  Η οστική απορρόφηση είναι η φυσιολογική καταστροφή των οστών από τους οστεοκλάστες, οι οποίοι εμμέσως διεγείρονται από την ΡΤΗ. Η διέγερση είναι έμμεση, αφού οι οστεοκλάστες δεν έχουν υποδοχείς για την ΡΤΗ, αλλά η PTH συνδέεται με τους οστεοβλάστες, τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία των οστών. Η πρόσδεση διεγείρει τους οστεοβλάστες να αυξηθεί η έκφραση του RANKL και να ανασταλεί η έκφραση της οστεοπροτεγερίνης (OPG). OPG δεσμεύεται με τον RANKL και μπλοκάρεται από την αλληλεπίδραση. Η δέσμευση του RANKL με την OPG ενισχύει τις πρόδρομες ουσίες των οστεοκλαστών, σχηματίζοντας νέους οστεοκλάστες, και ενισχύεται τελικά η οστική απορρόφηση.

Στους νεφρούς, περίπου 250 mmol ιόντα ασβεστίου φιλτράρονται στα σπειράματα ανά ημέρα. Το μεγαλύτερο μέρος (245 mmol/d) απορροφάται από το σωληνοειδές υγρό, αφήνοντας περίπου 5 mmol / d να αποβληθεί με τα ούρα. Αυτό επαναρρόφηση συμβαίνει σε όλα τα σωληνάρια (60-70%, από αυτό στο εγγύς σωληνάριο), εκτός από το λεπτή τμήμα της αγκύλης του Henle. Η παραθυρεοειδής ορμόνη επηρεάζει μόνο την επαναρρόφηση που συμβαίνει στα άπω σωληνάρια και τους νεφρικούς αγωγούς συλλογής. Μια πιο σημαντική επίδραση της ΡΤΗ στους νεφρούς, ωστόσο, είναι η αναστολή, για την επαναπορρόφηση των φωσφορικών (ΗΡΟ42-) από το σωληνοειδές υγρό, με αποτέλεσμα τη μείωση της συγκέντρωσης φωσφορικών στο πλάσμα. Τα φωσφορικά ιόντα σχηματίζουν άλατα αδιάλυτα στο νερό με το . Έτσι, μια μείωση στην συγκέντρωση φωσφορικών του πλάσματος (για μια δεδομένη ολική συγκέντρωση ασβεστίου) αυξάνει την ποσότητα του ασβεστίου που ιονίζεται.  Μια άλλη δράση της ΡΤΗ επί των νεφρών είναι η διέγερση της μετατροπής της 25-υδροξυ βιταμίνης D σε 1,25-διϋδροξυ βιταμίνη D (καλσιτριόλη), η οποία απελευθερώνεται στην κυκλοφορία. Αυτή η τελευταία μορφή της βιταμίνης D είναι η δραστική ορμόνη η οποία διεγείρει την πρόσληψη ασβεστίου από το έντερο. 

Στο έντερο, μέσω των νεφρών, η ΡΤΗ ενισχύει την απορρόφηση του ασβεστίου με την αύξηση της παραγωγής της  ενεργοποιημένης βιταμίνης D. Η ΡΤΗ ρυθμίζει προς τα πάνω την 1-αλφα-υδροξυλάση της 25-υδροξυβιταμίνης D3, το ένζυμο που ευθύνεται για το 1-άλφα υδροξυλίωση της 25-υδροξυ βιταμίνης D, και την μετατρέπει στην ενεργό μορφή της βιταμίνης D (1,25-διϋδροξυ βιταμίνη D). Αυτή η ενεργοποιημένη μορφή της βιταμίνης D αυξάνει την απορρόφηση του ασβεστίου (Ca2 + ιόντα) από το έντερο μέσω της καλβιδίνης

Η ΡΤΗ μειώνει την επαναρρόφηση των φωσφορικών από τα εγγύς σωληνάρια του νεφρού,  που σημαίνει περισσότερα φωσφορικά απεκκρίνονται μέσω των ούρων.

Ωστόσο, η ΡΤΗ ενισχύει την πρόσληψη των φωσφορικών από το έντερο και τα οστά, στο αίμα. Στα οστά, ελαφρώς περισσότερο ασβέστιο από φωσφορικά απελευθερώνεται από τη διάσπαση του οστού. Στο έντερο, η απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου διαμεσολαβείται από την αύξηση της ενεργοποιημένης βιταμίνης D. Η απορρόφηση του φωσφορικών δεν είναι τόσο εξαρτώμενη από τη βιταμίνη D, όπως είναι αυτή του ασβεστίου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια μικρή καθαρή μείωση στη συγκέντρωση φωσφορικών του ορού.

Η έκκριση της παραθυρεοειδούς ορμόνης ελέγχεται, κυρίως, από τη συγκέντρωση του ασβεστίου στον ορό μέσω αρνητικής ανάδρασης. 

Το μαγνήσιο επηρεάζει την συγκέντρωση ασβεστίου . Μια ήπια μείωση των επιπέδων μαγνησίου στον ορό διεγείρει την επαναρροφητική δράση της παραθορμόνης στα νεφρά για το ασβέστιο. Η σοβαρή υπομαγνησιαιμία αναστέλλει την έκκριση ΡΤΗ και επίσης, προκαλεί αντίσταση στην ΡΤΗ, οδηγώντας σε μια μορφή υποπαραθυρεοειδισμού η οποία είναι αναστρέψιμη. 

Μία αύξηση στην φωσφορικών στον ορό (τα αυξημένα φωσφορικά προκαλούν να σύμπλοκο με το ασβέστιο του ορού, σχηματίζοντας φωσφορικό ασβέστιο, το οποίο μειώνει τη διέγερση των ευαίσθητων υποδοχέων ασβεστίου προκαλώντας μια αύξηση της ΡΤΗ).
Σοβαρή μείωση στον ορό [Mg2 +], παράγει, επίσης, συμπτώματα υποπαραθυρεοειδισμού και υπασβεστιαιμία.

Ο υπερπαραθυρεοειδισμός

Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός οφείλεται στην υπερέκκριση της παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες, ενώ ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι τα υψηλά επίπεδα PTH από μια φυσιολογική αντίδραση στην υπασβεστιαιμία.

Ο υποπαραθυρεοειδισμός

Τα χαμηλά επίπεδα της ΡΤΗ στο αίμα είναι γνωστά ως υποπαραθυρεοειδισμός και οφείλεται σε βλάβη ή απομάκρυνση του παραθυρεοειδών αδένων κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης για τον θυρεοειδή.

Υπάρχουν μια σειρά από γενετικές παθήσεις που επηρεάζουν τον μεταβολισμό της παραθυρεοειδούς ορμόνης, όπως η υπασβεστιουρική υπερασβεστιαιμία, και η αυτοσωματική επικρατής υπερασβεστιουρική υπασβεστιαιμία. Σε γυναίκες με οστεοπόρωση, η χορήγηση ενός εξωγενούς αναλόγου της παραθυρεοειδούς ορμόνης (τεριπαρατίδη) αυξάνει την οστική μάζα και μειώνει τα σπονδυλικά κατάγματα κατά 45 έως 65%.

ΡΤΗ: 8-51 pg / mL

Ασβέστιο στο πλάσμα: 8,5 έως 10,2 mg / dL (2,12 mmol / L έως 2,55 mmol / L)

-ACTH-Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη

Η φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη (ACTH), επίσης γνωστή ως κορτικοτροπίνη είναι ένα πολυπεπτίδιο  που παράγεται και εκκρίνεται από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Συχνά παράγεται σε απόκριση στο βιολογικό στρες (μαζί με την πρόδρομο ορμόνη απελευθέρωσης της κορτικοτροπίνης  από τον υποθάλαμο), με αποτέλεσμα την αυξημένη παραγωγή και απελευθέρωση της κορτιζόλης από τον φλοιό των επινεφριδίων.

Η πρωτογενής επινεφριδιακή ανεπάρκεια, που ονομάζεται επίσης νόσος του Addison, συμβαίνει όταν υπάρχει χρόνια ανεπάρκεια κορτιζόλης, με αποτέλεσμα χρονίως αυξημένα επίπεδα ACTH.  Όταν ένας όγκος της υπόφυσης είναι η αιτία της αυξημένης ACTH (από την πρόσθια υπόφυση) αυτό είναι γνωστό ως νόσος του Cushing με σημεία και συμπτώματα περίσσειας κορτιζόλης: σύνδρομο του Cushing. Αντιστρόφως, η ανεπάρκεια της ACTH είναι συχνά αποτέλεσμα του υποϋποφυσισμού. Η ACTH εκκρίνεται με κιρκαδικό ρυθμό.

Η ACTH χρησιμοποιείται κλινικά ως διαγνωστικός παράγοντας για την αξιολόγηση της λειτουργίας των επινεφριδίων. 

Προκειμένου να ρυθμίσουν την έκκριση του ACTH, πολλές ουσίες εκκρίνονται. Τα γλυκοκορτικοειδή εκκρίνονται από το φλοιό των επινεφριδίων και αναστέλλουν την έκκριση CRH από τον υποθάλαμο, η οποία με τη σειρά της μειώνει την έκκριση της ACTH, από την υπόφυση. 
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της ACTH στο ανθρώπινο αίμα είναι περίπου δέκα λεπτά. 
Η ACTH διεγείρει την έκκριση γλυκοκορτικοειδών στεροειδών ορμονών από τα κύτταρα του φλοιού των επινεφριδίων. Η ACTH δρα με σύνδεση στους υποδοχείς κυτταρικής επιφάνειας ACTH, που βρίσκονται κατά κύριο λόγο στα αδρενοκορτικοειδή κύτταρα του φλοιού των επινεφριδίων.

Η ACTH διεγείρει την απελευθέρωση της χοληστερόλης στα μιτοχόνδρια, όπου βρίσκεται το ένζυμο P450scc. Το P450scc καταλύει το πρώτο στάδιο της στεροειδογένεσης που είναι διάσπαση της πλευρικής αλυσίδας της χοληστερόλης. Η ACTH διεγείρει, επίσης, την πρόσληψη λιποπρωτεϊνών σε φλοιώδη κύτταρα. Αυτό αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα της χοληστερόλης στα κύτταρα του φλοιού των επινεφριδίων.
Οι μακροπρόθεσμες δράσεις της ACTH είναι η διέγερση της μεταγραφής των γονιδίων που κωδικοποιούν τα στερεοειδογόνα ένζυμα, ειδικά το P450scc και την  11β-υδροξυλάση και  των μιτοχονδριακών γονιδίων που κωδικοποιούν τις υπομονάδες των μιτοχονδριακών συστημάτων για την οξειδωτική φωσφορυλίωση.  
Ασθένειες με διαταραχή της ACTH

  • Υποϋποφυσισμός, η υποέκκριση της ACTH στην υπόφυση, οδηγώντας σε δευτερογενή ανεπάρκεια των επινεφριδίων 
  • Νόσος του Addison  με ανεπάρκεια των επινεφριδίων
  • Σύνδρομο Cushing από υπερέκκριση ACTH
  • Καρκίνωμα μικρών κυττάρων που εκκρίνουν ACTH 
  • Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων με υπερπαραγωγή κορτιζόλης
  • Σύνδρομο Nelson, η ταχεία αύξηση της παραγωγής ACTH παραγωγής υπόφυσης μετά την αφαίρεση και των δύο επινεφριδίων
  • Αδρενολευκοδυστροφία με ανεπάρκεια των επινεφριδίων
  • Σύνδρομο West (βρεφικών σπασμοί), μια ασθένεια όπου η ACTH χρησιμοποιείται ως θεραπεία ΠΗΓΗ   
    Σαββούλα Μάλλιου Κριαρά



Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ