ΜΕΝΟΥ

ΑΡΘΡΑ ΣΕ ΠΕΡΙΛΗΨΗ






  



Τι είναι η dalfampiridine και ποιος ο μηχανισμός δράσης της?
Η dalfampiridine είναι ένα νέο φάρμακο που έλαβε έγκριση στις ΗΠΑ από τον οργανισμό φαρμάκων διά την συμπτωματική θεραπεία των διαταραχών βάδισης στην ΣΚΠ.
Αποτελεί μία φαρμακευτική ουσία,  χημικό έκδοχο της 4 αμινοπυριδίνης, που δρά στους διαύλους Kαλίου (Κ+) στην επιφάνεια των νευρικών ινών, βελτιώνοντας ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο την ευκολότερη δίοδο των νευρικών σημάτων στις κατά τα άλλα απομυελινωμένες από την ΣΚΠ νευρικές ίνες. Το παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα τα λειτουργικά ελλείμματα του ασθενούς να εμφανίζουν ήπια βελτίωση. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το φάρμακο δεν διαπιστώθηκε να δρά προστατευτικά ή ανοσοτροποιητικά στην νόσο, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνταγογραφηθεί ως θεραπεία προστασίας για την αποτροπή υποτροπών της ΣΚΠ.

Πόσο αποτελεσματικό είναι ως φάρμακο?
Σε δύο κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙΙ του φαρμάκου, διαπιστώθηκε ότι η ομάδα ασθενών που έλαβε dalfampiridine εμφάνισε στατιστικά σημαντική βελτίωση στην ταχύτητα βάδισης σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν το εικονικό φάρμακο. Στην πρώτη δοκιμή που έγινε με τη συμμετοχή 301 ατόμων, με οποιοδήποτε μορφή ΣΚΠ (υποτροπιάζουσα, πρωτοπαθώς προϊούσα, δευτεροπαθώς προϊούσα μορφή) η ταχύτητα βάδισης αυξήθηκε κατά 25% σε σύγκριση με την ομάδα ασθενών που έλαβε το εικονικό φάρμακο (placebo). Η δεύτερη μελέτη φάσης ΙΙΙ, με τη συμμετοχή 240 άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας, επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα της πρώτης. Μεταξύ των ατόμων που έλαβαν dalfampridine παρατηρήθηκε εκτός από τη βελτίωση στην ταχύτητα βαδίσης και βελτίωση της δύναμης στα κάτω άκρα (παρέσεις).

Ποιες οι παρενέργειες του φαρμάκου?
Οι πιο συχνές παρενέργειες που παρατηρήθηκαν στις παραπάνω μελέτες ήταν υπνηλία, κεφαλαλγία, ναυτία. Σε 2 ασθενείς εμφανίστηκαν αγχώδης διαταραχή και επιληπτικές κρίσεις.

Ποια η δοσολογία του?
Η συνιστώμενη δοσολογία για την  dalfampiridine είναι δύο φορές την ημέρα από ένα δισκίο, με διαφορά 12 ωρών. Φρόνιμο είναι να μην αλλάζετε τη δόση σας ή να λάβετε περισσότερα από 2 δισκία dalfampridine  μέσα σε περίοδο 24 ωρών. Επίσης η φαρμακευτική εταιρεία συμβουλεύει να μην σπάτε, θρυμματίζετε, μασάτε ή διαλύεται το δισκίο πριν την κατάποση, ειδάλλως υπάρχει ο κίνδυνος να μεταβληθεί η φαρμακοκινητική δράση του φαρμάκου και να εμφανιστούν παρενέργειες.

Ποιος θα μπορούσε να επωφεληθεί από τη λήψη dalfampiridine;
Δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψει κανείς ποια ομάδα ασθενών με ΣΚΠ θα μπορούσαν να ωφεληθούν περισσότερο από τη λήψη dalfampiridine. Το ποσοστό βελτίωσης των ασθενών κυμαινόταν στις μελέτες από 35% έως 43%.

Μπορούν όλοι οι ασθενείς με ΣΚΠ να λάβουν το φάρμακο?
Η dalfampiridine έχει εγκριθεί για ασθενείς με ΣΚΠ οποιασδήποτε μορφής (υποτροπιάζουσα, πρωτοπαθώς προϊούσα, δευτεροπαθώς προϊούσα μορφή). Ωστόσο η φαρμακευτική εταιρεία συστήνει ότι το φάρμακο δεν πρέπει να λαμβάνεται απο ασθενείς με ιστορικό επιληπτικών κρίσεων, είτε από εκείνους με μέτρια έως σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία.

Μπορεί ένας ασθενής να λάβει dalfampiridine μαζί με άλλα φάρμακα, όπως ένα από τα ανοσοτροποποιητικά?
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της φαρμακευτικής εταιρείας δεν υπάρχει κίνδυνος αλληλεπίδρασης με άλλα φάρμακα, και δη τα ανοσοτροποποιητικά της νόσου (ιντερφερόνες 1β, οξική γλατιραμέρη). Άλλωστε μια πτυχή των υπαρχουσών κλινικών δοκιμών του φαρμάκου ήταν ότι τα άτομα που συμμετείχαν συνέχισαν να λαμβάνουν τα αναγκαία τροποποιητικά της νόσου φάρμακα που χρησιμοποιούσαν και πιο πριν.

Πόσο καιρό πρέπει ο ασθενής να λαβμάνει dalfampiridine? 
Οι κλινικές δοκιμές του φαρμάκου ήταν έως τώρα μικρής σχετικά χρονικής διάρκειας. Επί του παρόντος δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια μακροπρόθεσμης χρήσης του φαρμάκου. Η διάρκεια θεραπείας θα πρέπει να καθορίζεται εξατομικευμένα, σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό, ζυγίζοντας όπως πάντα το όφελος και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες.


Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα έλαβε το φάρμακο έγκριση  για κυκλοφορία από το Μάρτιο 2010 από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Κυκλοφορεί υπό το εμπορικό όνομα Ampyra και αναμένεται και στην Ευρώπη σύντομα.

Αντώνης Κερασνούδης
Ειδικευόμενος Νευρολόγος
Πανεπιστημιακής Νευρολογικής Κλινικής
Νοσοκομείου St Josef, Bochum, Γερμανία




Για δεκαετίες, η έρευνα σχετικά με τις νέες θεραπείες για την ΣΚΠ εξελίσσεται διαρκώς, σημειώνοντας αργά αλλά σημαντικά βήματα στη βελτίωση της ζωής των πασχόντων από αυτήν την εκφυλιστική νόσο του νευρικού συστήματος.
Αυτός ο σταθερός, μολονότι αργός ρυθμός οδήγησε σε εντυπωσιακές εξελίξεις τον περασμένο χρόνο, καθώς ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών (Food and Drug Administration, FDA) ενέκρινε αρκετά νέα επαναστατικά φάρμακα για τους πάσχοντες από ΣΚΠ.
Ο Nicholas LaRocca, αντιπρόεδρος της Έρευνας Υγείας του Αμερικανικής Εταιρίας για τη ΣΚΠ, δήλωσε ότι το 2010 ήταν «μια πρωτοφανής χρονιά για τη θεραπεία της πολλαπλής σκλήρυνσης, τόσο όσον αφορά τις υπό εξέλιξη θεραπείες όσο και τα φάρμακα που ήδη κυκλοφορούν στην αγορά.
Οι νέες θεραπευτικές αγωγές είναι πρωτοποριακές όχι μόνον ως προς την αποτελεσματικότητά τους αλλά και ως προς τον τρόπο χορήγησης τους, αφού μπορούν να λαμβάνονται από το στόμα σε αντίθεση με τις μέχρι τώρα αγωγές που λαμβάνοναι είτε σε μορφή ένεσης (ενδομυϊκής ή υποδόριας) είτε εγχύονται, ενδοφλεβίως.
Οι νέες θεραπείες αφορούν στα παρακάτω σκευάσματα:
  • Gilenya (φινγκολιμόδη), η πρώτη από του στόματος θεραπεία σχεδιασμένη για να μειώνει τις υποτροπές και την εξέλιξη της νόσου.
  • Ampyra (dalfampridine), η πρώτη εγκεκριμένη θεραπεία για την αντιμετώπιση ενός ειδικού συμπτώματος της ΣΚΠ – στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη βελτίωση της ικανότητας βαδίσματος.
  • Nuedexta, συνδυασμός δύο φαρμάκων, για την αντιμετώπιση πασχόντων με απώλεια συναισθηματικού ελέγχου εξαιτίας ενός συμπτώματος γνωστού ως ψευδοπρομηκικό συναίσθημα, μια σοβαρότατη συναισθηματική επίπτωση της ασθένειας που προκαλεί ανεξέλεγκτο γέλιο ή κλάμα.
Αρκετές επίσης θεραπείες βρίσκονται υπό εξέλιξη. Μία από αυτές, υπό αναθεώρηση από τον FDA, είναι η κλαδριβίνη (cladribine), ένα φάρμακο με σκοπό να μειώνει τις υποτροπές και θα διευκολύνει γενικότερα την καθημερινότητα των ασθενών με ΣΚΠ, λέει ο LaRocca. Και συνεχίζει: «Χορηγείται από το στόμα, όχι καθημερινά αλλά σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα διάρκειας μερικών ημερών το καθένα, στη διάρκεια του έτους. 
Ο LaRocca δήλωσε ότι τα παραπάνω, καθώς και άλλα νέα φάρμακα που κυκλοφορούν στην αγορά ή που πρόκειται σύντομα να εγκριθούν από τον FDA, θα προσφέρουν σημαντική ανακούφιση στους πάσχοντες από ΣΚΠ.
«Οι ασθενείς αντιδρούν διαφορετικά σε διαφορετικές θεραπείες» είπε. «Όσο περισσότερες θεραπείες υπάρχουν, τόσο πιο πιθανό είναι να βρει ο ασθενής την θεραπεία που λειτουργεί καλύτερα γι’ αυτόν. Στο εξής θα κυκλοφορούν ολοένα και περισσότερες νέες θεραπείες για ασθενείς με ΣΚΠ, οι οποίες θα παρέχουν μεγάλο εύρος επιλογών.»
Οι νέες από του στόματος θεραπείες προσφέρουν επίσης στους ασθενείς μια αίσθηση ελέγχου ως προς τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνουν τα φάρμακά τους, δήλωσε ο Δρ. Ron Cohen, διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής της Accorda Therapeutics, της εταιρείας που παρασκεύασε το Ampyra.
«Είναι σίγουρα μια πολύ πιο βολική μορφή θεραπείας από τις μέχρι τώρα ενέσιμες θεραπείες,» είπε ο Cohen. «Αυτό που δεν γνωρίζουμε μέχρι τώρα είναι η σχετική αποτελεσματικότητα των από του στόματος θεραπειών σε σύγκριση με τις καλύτερες μέχρι σήμερα ενέσιμες θεραπείες. Με τις ενέσιμες, ξέρουμε πολύ καλά τι να περιμένουμε όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά τους, θα χρειαστούν όμως αρκετά χρόνια για να πούμε το ίδιο και για τις από του στόματος θεραπείες.»
Με την έγκριση των νέων φαρμάκων, τα βλέμματα των ερευνητών στρέφονται προς το μέλλον και τις επόμενες εν δυνάμει εξελίξεις στη θεραπεία της πολλαπλής σκλήρυνσης. Τόσο ο Cohen όσο και ο  LaRocca συμφώνησαν ότι ο επόμενος στόχος των ερευνητών θα είναι η ανεύρεση θεραπειών που θα επιδιορθώνουν τις βλάβες που προξενεί η νόσος στο νευρικό σύστημα.
Η ΣΚΠ θεωρείται σήμερα μια αυτοάνοση ασθένεια στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στο νευρικό σύστημα, καταστρέφοντας τη μυελίνη, τη λιπαρή ουσία που περιβάλλει και προστατεύει τις νευρικές ίνες.
Σύμφωνα με τον Cohen: «Το φάρμακο Ampyra αποκαθιστά την αγωγιμότητα των νεύρων που έχουν χάσει τη μυελίνη τους. Μέχρι σήμερα, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να γίνει επαναμυελίνωση. Αν είχαμε βρει μια θεραπεία που να μπορεί να αποκαταστήσει τη μυελίνη, οι βλάβες που προκαλεί η ασθένεια θα ήταν αναστρέψιμες.»
Η Αμερικανική Εταιρία για τη  ΣΚΠ υποστηρίζει οικονομικά τέσσερα ερευνητικά κέντρα, δύο στις ΗΠΑ και δύο στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία εστιάζουν το έργο τους στην προστασία και την αποκατάσταση της μυελίνης των νευρικών κυττάρων, όπως λέει ο LaRocca. «Διαθέτουμε θεραπείες που μπορούν να επιβραδύνουν ή και να αναστείλουν την εξέλιξη της πολλαπλής σκλήρυνσης, καμία, όμως, που να μπορεί να αποκαταστήσει τη βλάβη που προκαλεί  στο νευρικό σύστημα. Αυτός είναι στην ουσία ο επόμενος στόχος μας, και τέτοια φάρμακα προσδοκούμε να κυκλοφορήσουν στο μέλλον.







ΣΤΕΒΙΑ: ΕΝΑ ΝΕΟ ΓΛΥΚΑΝΤΙΚΟ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η στέβια χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «γλυκαντι­κό του μέλλοντος» και ήδη έχει αρχίσει να χρησιμο­ποιείται ευρέως ως υποκατάστατο της ζάχαρης.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ;
Μικρό, πράσινο, θαμνώδες φυτό που ανήκει στην οι­κογένεια των χρυσανθέμων, "συγγενεύει" με βότανα όπως το χαμομήλι και το εστραγκόν και φύεται στην Παραγουάη και τπ Βραζι­λία. Το πλήρες όνομα του είναι Stevia rebaudiana Bertoni, αλλά είναι γνωστό ευρέως ως στέβια. Τα φύλλα του είναι πλούσια σε γλυκοζίτες (Steviosides, Rebaudiosides και Dulcoside), στους οποίους και οφείλεται η γλυκιά του γεύση. Επιπλέον, σύμφωνα με διάφο­ρες μελέτες, τα φύλλα στέβια φέρεται να είναι ιδιαίτε­ρα περιεκτικά σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, φυτικές ίνες. βιταμίνες Α και C, ρουτίνη και πλήθος μετάλλων και ιχνοστοιχείων. Επίσημα, η πρώτη χρήση της ως γλυκαντική ουσία καταγράφηκε το 1887 από τον ερευνητή Antonio Betoni. αν και λέγεται πως άρχισε να χρησιμοποιείται πολύ παλιότερα από τη φυλή Ινδιάνων Guarani.
Η ΣΤΕΒΙΑ ΩΣ ΓΛΥΚΑΝΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ
Το Νοέμβριο του 2011 το Διεθνές Συμβούλιο Στέβια (International Stevia Council) δέχτηκε την έγκριση του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επι­τρέψει τη χρήση γλυκοζιτών όπως είναι η στέβια ως μη-θερμιδική, γλυκαντική ουσία στην ευρωπαϊκή αγορά. Από το Δεκέμβριο του 2011 οι καταναλωτές ανά την Ευρώπη μπορούν να χρησιμοποιούν ελεύθε­ρα προϊόντα που περιέχουν γλυκοζίτες στέβια. στους οποίους ως πρόσθετο συστατικό στα τρόφιμα και τα ποτά, έχει δοθεί το νούμερο Ε960. Στην Αμερική, ο Αμερικανικός οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων -, (FDA). καθώς και ο Παγκόσμιος Οργα­νισμός Υγείας για τα Πρόσθετα Τροφί­μων (JECFA) είχαν κρίνει ως απολύ­τως ασφαλή τη χρήση γλυκοζιτών στέ­βια το 2008. ενώ το 2009 και η Γαλλική αρχή ασφάλειας τροφίμων ενέκρινε τη χρήση της στέβια σε αυτή τη χώρα. Τα ακατέργαστα φύλλα στέβια μπορεί να είναι 30 με 40 φορές γλυκύτερα από τη ζάχαρη, ενώ οι γλυκοζίτες που προκύπτουν από την επεξεργασία του φυτού μπορεί να είναι 70 έως 400 φορές πιο γλυκείς από τη ζάχαρη. Οι γλυκοζίτες στεβιόλης προέρχονται από εκχύλιση των φύλλων στέβια. Υπάρχουν 4 βασικοί γλυκοζίτες στεβιόλης οι οποίοι είναι: οι steviosides. rebau­diosides Α. rebaudiosides C και οι dulcosides Α. Οι stevioside και rebaudioside Α είναι οι κυρίαρχοι γλυ­κοζίτες και π αναλογία τους καθορίζει σε μεγάλο βαθ­μό την ποιότητα της γεύσης. Όταν η περιεκτικότητα σε stevioside είναι μεγαλύτερη από το 50% του συνό­λου των γλυκοζιτών, τότε η γεύση της στέβια είναι πε­ρισσότερο "παραδοσιακή", αφήνοντας μία γεύση γλυ-

κόριζας. ενώ όταν η παρουσία rebaudioside Α είναι μεγαλύτερη του 50% η γεύση είναι περισσότερο βελ­τιωμένη, με λιγότερο έντονη επίγευση. Η στέβια ως γλυκαντική ουσία υπάρχει σε μορφή σκόνης, υγρού και δισκίων. Μπορεί να χρησιμοποιη­θεί μόνη της ή σε συνδυασμό με ζάχαρη ή άλλη γλυ­καντική ουσία τόσο για την ενίσχυση της γλυκιάς γεύ­σης ενός ροφήματος ή ποτού, όσο και στη ζαχαροπλα­στική. Στο εμπόριο ήδη χρησιμοποιείται γενικότερα στην παραγωγή αναψυκτικών και ροφημάτων με χα­μηλό θερμιδικό περιεχόμενο, αλλά και στην παρα­σκευή δημητριακών, γλυκών κλπ. με χαμηλή προσθή­κη σακχάρων.
Κορυφαίοι οργανισμοί σχετικοί με την ασφάλεια τρο­φίμων, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τα Πρόσθετα Τροφίμων (JECFA) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA). έχουν καθιερώσει τη χρήση γλυκοζιτών στέβια ως γλυκαντική ουσία κατάλ­ληλη για διαβητικούς και ασφαλή για όλους τους πλη­θυσμούς.
Συγκριτικός πίνακας γλυκαντικών ουσιών ευρείας χρήσης:


Σε 2 κουτάλια του γλυκού





Στέβια
Ζάχαρη
Αστταρτάμη Σουκραλόζη
Σακχαρίνη
Προέλευση
Φυσική
Φυσική
Τεχνητή
Τεχνητή
Τεχνητή
θερμίδες
0
32
4
4
4
Υδατάνθρακες
0
8g
ig
ig
ig
Γλυκαιμικός Δείκτης (GI)
0
70
0
0
0

Η ΣΤΕΒΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Πέραν της ιδιότητας της ως γλυκαντική ουσία, η στέ­βια φέρεται να έχει πλήθος ευεργετικών ιδιοτήτων για την υγεία και για αυτό προτείνεται και η κατανάλωση της ως συμπλήρωμα διατροφής.
Αντιοξειδωτική αξία
Τα φύλλα στέβια είναι πλούσια σε τερπίνες και φλα-βονοειδή, ουσίες που παρουσιάζουν ισχυρή αντιοξει­δωτική δράση. Επιπλέον, περιλαμβάνει μία σημαντική ποσότητα συνολικής αντιοξειδωτικής δράσης. Όπως όλα τα βότανα με τα οποία «συγγενεύει» (χαμομήλι, εστραγκόν κλπ), έτσι και η στέβια κατατάσσεται υψη­λά στον πίνακα των τροφίμων με υψηλή απόδοση «αντιοξειδωτικών» μονάδων ORAC (USDA 2010). Ο δείκτης ORAC (Oxygen Radical Absorbance Capasity - Ικανότητα Δέσμευσης Ριζών Οξυγόνου) δημιουργή­θηκε από τους ερευνητές του USDA (Αμερικάνικο Υπουργείο Γεωργίας) και προσδιορίζει με έναν επα­ναστατικό τρόπο τα συνολικά ευεργετικά αντιοξειδω-τικά συστατικά που λαμβάνουμε μέσα από τις τροφές. Η καθημερινή απαίτηση συνολικών αντιοξειδωτικών ενός μέσου ανθρώπου προσδιορίζεται από το USDA σε 3.000 - 5.000 μονάδες ORAC. Επομένως, η χρήση της στέβια μπορεί να συνεισφέρει κατά ένα μέρος στην κάλυψη των καθημερινών αντιοξειδωτικών μας απαιτήσεων. Οι αντιοξειδωτικές ουσίες είναι απαραί­τητες για την προστασία του ανθρώπινου οργανισμού από διάφορους απειλητικούς παράγοντες οξείδωσης και φθοράς. Για το λόγο αυτό ενισχύουν σημαντικά το ανοσοποιητικό σύστημα, προστατεύοντας ταυτόχρονα από σοβαρά χρόνια νοσήματα.
Η Αντιμικροβιακή δράση της στέβια
Η στέβια και τα προϊόντα της φέρεται να αναστέλλουν
την ανάπτυξη και την παραγωγή κάποιων βακτηρίων
και μικροβίων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που
προκαλούν ουλίτιδα και τερηδόνα. Όπως αναφέρθη-
κε, τα φύλλα στέβια είναι πλούσια σε τερπίνες και
φλαβονοειδή. ουσίες που με ισχυρή αντιοξειδωτική
δράση, στις οποίες και οφείλεται η αντιβακτηριακή
δράση του βοτάνου. Έχει παρατηρηθεί πως με τη
χρήση προϊόντων στέβια ενισχύεται το αμυντικό σύ-
στημα, όπως επίσης ότι βελτιώνεται και η στοματική
υγιεινή.
                                      ,
Στέβια και Σακχαρώδης Διαβήτης
Στη Λατινική Αμερική χρησιμοποιείται για πολλές δε­καετίες ως μια εναλλακτική θεραπεία για την υπερ-γλυκαιμία. Επιστημονικές έρευνες σε πειραματόζωα, αλλά και σε ανθρώπους έχουν δείξει ότι η στέβια ρυθ­μίζει αποτελεσματικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Συγκεκριμένα, διεγείρει την έκκριση ινσουλίνης και ομαλοποιεί την αντίδραση στη γλυκόζη, ιδιαίτερα στο διαβήτη τύπου 2. Πολύ σημαντικό αναφορικά με το διαβήτη είναι το γεγονός πως ο γλυκαιμικός δείκτης (GI) της στέβια είναι μηδενικός. Μηδενικό, όμως, είναι και το περιεχόμενο της σε υδατάνθρακες και για το λόγο αυτό μπορεί να ενταχθεί εύκολα στη διατροφή ατόμων με διαβήτη που επιθυμούν να ελέγχουν την ημερήσια πρόσληψη υδατανθράκων.
Στέβια και Αρτηριακή Υπέρταση
Μελέτες αναφέρουν, ότι η μακροπρόθεσμη χρήση της στέβια λειτουργεί ευνοϊκά στη ρύθμιση της αρτηρια­κής υπέρτασης. Συγκεκριμένα, η στέβια διαθέτει την ιδιότητα να μειώνει τα αυξημένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, χωρίς όμως να επηρεάζει τα φυσιολογικά επί­πεδα της πίεσης. Αυτό οφείλεται στην αγγειοδιασταλ­τική δράση του εν λόγω βοτάνου. Σε μελέτη που έγινε το 2.000 στην Κίνα σε γυναικείο και αντρικό πληθυσμό με υπέρταση, υπήρξε σημαντική μείωση των επιπέ­δων της διαστολικής και συστολικής πίεσης σε όσους έλαβαν συμπλήρωμα στέβια. η οποία διήρκησε και για αρκετό χρόνο μετά από τη λήξη της μελέτης.

Ο ρόλος της στέβια στο Αδυνάτισμα
Η στέβια μπορεί να θεωρηθεί εξαιρετικό βοήθημα

στην προσπάθεια μείωσης ή διατήρησης του βάρους, αφού δεν περιέχει θερμίδες και επιπλέον διαθέτει την ιδιότητα να μειώνει την επιθυμία για κατανάλωση γλυ­κών τροφίμων. Επίσης, έρευνες που όμως βρίσκονται ακόμα σε προκαταρκτικό στάδιο, δείχνουν πως η κα­τανάλωση στέβια μπορεί να ρυθμίσει ικανοποιητικά το μηχανισμό της πείνας σε άτομα, στα οποία η επικοι­νωνία μεταξύ υποθαλάμου και στομάχου παρεμποδί­ζεται για διάφορους λόγους, μειώνοντας έτσι την ακα­τάπαυστη κατανάλωση τροφής. Συμπερασματικά, είναι εμφανές πως υπάρχουν πολ­λοί λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να εντάξει τπ στέβια στην καθημερινή διατροφή του. Ωστόσο, αν και ήδη υπάρχει ένα πλήθος μελετών που αφορούν στο συγκεκριμένο βότανο, τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμα επαρκή και χρειάζεται περεταίρω διερεύνηση στις ευεργετικές ιδιότητες του. Για το λόγο αυτό. συνί­σταται να αποφεύγονται οι υπερβολές και η χρήση του να γίνεται με μέτρο.
Δημήτρης Γρηγοράκης
Διαιτολόγος - Διατροφολόγος. MSc Επιστημ. ΔΜης ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΙΣ - ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ






ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ