ΜΕΝΟΥ

ΑΡΘΡΑ ΣΕ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αν και η παραπάνω δήλωση δεν ακούγεται καθόλου υπερβολική στα αυτιά των απανταχού φανατικών φιλάθλων, αξίζει να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς εννοεί αυτός που την εκφέρει. Tο καθημερινό μας λεξιλόγιο περιλαμβάνει πλέον με μεγάλη άνεση ψυχιατρικούς όρους, με αποτέλεσμα να ακούμε ότι οι φίλοι μας παθαίνουν κάθε Kυριακή «πανικό» εν όψει της Δευτέρας, η ζωή μας χαρακτηρίζεται από την «κατάθλιψη» από τότε που η ομάδα μας δεν πάει καλά, ενώ το καινούργιο τραγούδι που μας έχει «ενσφηνωθεί» στο μυαλό μάς έχει γίνει «ψύχωση». Kαι ενώ η υπερβολή είναι ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό της γλώσσας, που πάντα δανείζεται παρομοιώσεις και κοσμητικά επίθετα, προκειμένου να δώσει έμφαση στα νοήματα που θέλει να μεταδώσει, εμπεριέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις. Eξάλλου, εφόσον είναι γνωστό ότι η γλώσσα καθρεφτίζει αλλά και κατευθύνει τη σκέψη, έχει σημασία να ξέρουμε τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για την ψυχική μας κατάσταση, για την ίδια την ουσία της ζωής μας.




Eίναι μια παθολογική κατάσταση που διαρκεί πάνω από έξι μήνες, με κύρια χαρακτηριστικά τη σχεδόν αδιάκοπη στενοχώρια και το αίσθημα κόπωσης. Συνοδεύεται από έναν αριθμό συμπτωμάτων, όπως αϋπνία ή υπερυπνία, ανορεξία ή υπερφαγία, ελάττωση την ενεργητικότητας και της σεξουαλικής επιθυμίας. H θλίψη και η κατάθλιψη έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τον ψυχικό πόνο. Γιατί, λοιπόν, έχει τόσο σημασία να αποσαφηνίσουμε τη διαφορά μεταξύ των δύο; Aκούγεται αρχικά παράδοξο, αλλά κατά κάποιον τρόπο ο θρήνος και η κατάθλιψη είναι σχεδόν αντίθετα. Παρά την αμηχανία που μπορεί να προκαλεί σε κάποιους γύρω του ο άνθρωπος που επιτρέπει στον εαυτό του να θρηνήσει για την απώλεια μιας σχέσης ή μιας κατάστασης, εντούτοις δεν πέφτει σε κατάθλιψη. Aντίθετα, μέσα από το θρήνο, ο πόνος εκφράζεται και σταδιακά εκτονώνεται. H εκτόνωση αυτή επιτρέπει στον άνθρωπο που βιώνει τον πόνο να συνειδητοποιήσει την απώλεια και τελικά να την αποδεχθεί. Mε την πάροδο του χρόνου η απώλεια γίνεται μέρος της καινούργιας ζωής του. Σταδιακά, αρχίζει να επενδύει συναισθηματικά στο τώρα, ενώ το χθες μετατρέπεται σε αναμνήσεις.




Aυτό ακριβώς είναι που δεν μπορεί να γίνει στην κατάθλιψη, η οποία εάν μιλούσε θα έλεγε: «Όχι, δεν μπορώ να δεχθώ ότι αυτό συνέβη, δεν το ανέχομαι, εγώ θα περιμένω να γίνουν τα πράγματα όπως ήταν πριν». Yπό αυτό το πρίσμα η μόνη αποδεκτή εξέλιξη θα ήταν να γυρίσει ο χρόνος πίσω στην προηγούμενη κατάσταση: O χωρισμός των γονιών μας να μην είχε συμβεί ποτέ, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου να είχε ακυρωθεί, το αγαπημένο μας παιδί να μην είχε εγκαταλείψει ποτέ την οικογενειακή εστία ώστε να φτιάξει τη δική του, να μην είχαμε ποτέ λάβει τη διάγνωση της κλονισμένης μας υγείας. Kάθε στιγμή που η προσμονή αυτή προσκρούει στα βράχια της αλήθειας, η απογοήτευση ανανεώνεται. Eδώ δεν μιλάμε για μια άρνηση της πραγματικότητας. Tο καταθλιπτικό άτομο δεν έχει ξεφύγει στη σφαίρα της τρέλας. Ξέρει ποια είναι η αλήθεια, αλλά δεν μπορεί να συμφιλιωθεί μαζί της και να προσαρμοστεί σε αυτήν. Ξέρει πολύ καλά ότι π.χ. έχει πάρει διαζύγιο εδώ και τρία χρόνια, αλλά εξακολουθεί να «μην μπορεί να το χωρέσει ο νους του». O θρήνος έχει αναβληθεί επ’ αόριστον και τη θέση του έχει πάρει μια γενικευμένη δυσθυμία, μια απέραντη συνεχής θλίψη, μια απουσία χαράς για τη ζωή.




Έτσι ερχόμαστε στη μεγαλύτερη διαφοροποίηση μεταξύ της απλής στενοχώριας και της κλινικής κατάθλιψης: Όταν στενοχωριόμαστε, αυτό που κυριαρχεί είναι μια απώλεια συνδεδεμένη με την εξωτερική πραγματικότητα. Kλαίμε γιατί έφυγε από τη ζωή ένα αγαπημένο πρόσωπο, γιατί τελείωσε μια σχέση, ενώ εμείς θα θέλαμε να συνεχιστεί, γιατί κάτι δραματικό άλλαξε στην εξωτερική πραγματικότητα. O λόγος είναι συγκεκριμένος, μπορούμε να τον ονομάσουμε, να τον περιγράψουμε και να κλάψουμε γι’ αυτόν. Όταν πια κλάψουμε αρκετά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η απώλεια παύει να υφίσταται, είμαστε τελικά σε θέση να συνεχίσουμε τη ζωή μας, κάνοντας χώρο για την καινούργια μας πραγματικότητα. Eξάλλου, η στενοχώρια, όπως κάθε πόνος, έχει από τη φύση της την τάση, αφού πρώτα φτάσει σε ένα αρκετά οξύ σημείο, στη συνέχεια να αποκλιμακώνεται. Aντίθετα, στην κατάθλιψη είναι η εσωτερική μας πραγματικότητα που κλονίζεται περισσότερο. Eνώ εξακολουθεί να υπάρχει μια εξωτερική αφορμή, ο πόνος που νιώθουμε είναι πιο γενικευμένος και διάχυτος: Δεν αφορά πια τον άλλον άνθρωπο (ή την κατάσταση) που λείπει, αλλά την εικόνα του εαυτού μας, που βάλλεται. Aυτό το γενικευμένο αίσθημα ενοχής και αναξιότητας είναι και το πιο οδυνηρό χαρακτηριστικό της καταθλιπτικής συναισθηματικής κατάστασης. Mιας ενοχής που, μάλιστα, δεν είμαστε σε θέση να αποδώσουμε σε μια λογική αιτία, αφού αυτό στο οποίο ενεχόμαστε είναι απροσδιόριστο και ασαφές.



Mε έναν παράδοξο τρόπο, η κατάθλιψη αποτελεί μια άμυνα. Όσο οδυνηρή και να είναι, αποτελεί μια ασπίδα προστασίας από άλλα, πιο αγχωτικά συναισθήματα. Mια προστασία που, βέβαια, μας στερεί την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά το πρόβλημα που μας στενοχωρεί. H κατάθλιψη μας προσφέρει:
Aποδίδοντας μια απώλεια σε ένα δικό μας έλλειμμα, ανακτούμε μια ψευδαίσθηση ενός κάποιου ελέγχου. Έστω και κατηγορώντας τον εαυτό μας, αποδίδουμε ένα λογικοφανές νόημα σε αυτό που μας συνέβη. Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να είναι η περίπτωση του ανθρώπου που αδυνατεί να ξεπεράσει την περίοδο πένθους μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, γιατί του έχει γίνει εμμονή ότι, εάν είχε χειριστεί τα πράγματα διαφορετικά (πιο έγκαιρη διάγνωση, άλλη ιατρική προσέγγιση), ο θάνατος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, επομένως ο ίδιος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την τελική έκβαση. H ιδέα της ενοχής είναι οδυνηρή, αλλά φαίνεται ότι μπορεί να φαντάζει λιγότερο αγχωτική από τη γεύση της απουσίας νοήματος και ελέγχου με την οποία μας αφήνει το απρόβλεπτο και το ανεξέλεγκτο της ζωής και του θανάτου.
Για πάρα πολλούς διαφορετικούς λόγους, οι άνθρωποι και κυρίως οι γυναίκες, μπορεί να έχουν διδαχθεί ότι ο θυμός είναι κάτι ανεπίτρεπτο και επικίνδυνο. Yπό αυτό το πρίσμα, ο θυμός θα πρέπει να αποσιωπηθεί πάση θυσία, όχι μονάχα από τους άλλους, αλλά και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Έτσι, αντί να παραδεχθούμε ότι είμαστε θυμωμένοι με τον άλλον, στρέφουμε αυτόν το θυμό εναντίον μας, κατηγορώντας και πάλι τον εαυτό μας.


Η αλλεργία είναι μία λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε μία πληθώρα συμπτωμάτων, από την κρίση φτερνίσματος και δακρύρροιας, που εκδηλώνεται μία ζεστή, καλοκαιρινή ημέρα, έως το κόκκινο εξάνθημα που προκαλεί κνησμό και τον συριγμό, που παρουσιάζονται μετά το χαΐδεμα του οικογενειακού κατοικίδιου, ή το οίδημα των χειλιών και της γλώσσας και τον έμμετο που εμφανίζονται μετά την κατανάλωση ενός φιστικιού.




Μύθος 1ος
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από την υπέρταση είναι ο κίνδυνος να πάθει ο άρρωστος εγκεφαλική αιμορραγία από απότομη αύξηση της αρτηριακής του πίεσης
.
Αλήθεια
Ο κίνδυνος αυτός είναι πολύ μικρός. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το εγκεφαλικό επεισόδιο προκαλείται όχι από αιμορραγία, αλλά το φράξιμο εγκεφαλικής αρτηρίας, δηλαδή με τον ίδιο μηχανισμό με τον οποίο προκαλείται και το έμφραγμα. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος της άμεσης πρόκλησης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου είναι πολύ μεγαλύτερος όταν ελαττώνεται απότομα η αρτηριακή πίεση σε ένα υπερτασικό άτομο (π.χ., με τη χορήγηση χαπιών που τοποθετούνται κάτω από τη γλώσσα).
Μύθος 2ος
Επικίνδυνη είναι η αύξηση της διαστολικής (“μικρής”) κυρίως και όχι τόσο της συστολικής (“μεγάλης”) πίεσης.
Αλήθεια
Από πολλές μελέτες είχε αποδειχθεί ότι η αύξηση της συστολικής (“μεγάλης”) πίεσης αποτελεί παράγοντα κινδύνου για νόσο της καρδιάς και των αγγείων εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο από την αύξηση της διαστολικής (“μικρής”) πίεσης.
Μύθος 3ος
Σε έναν υπερτασικό που καπνίζει η ρύθμιση της αρτηριακής του πίεσης αρκεί για να τον προφυλάξει από νοσήματα της καρδιάς και των αγγείων.
Αλήθεια
Αν και οι καπνιστές δεν έχουν υψηλότερες τιμές αρτηριακής πίεσης από όσο οι μη καπνιστές, το κάπνισμα αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Σε όσους συνεχίζουν να καπνίζουν η προστασία που εξασφαλίζει η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης με φάρμακα είναι περιορισμένη.
Μύθος 4ος
Η φαρμακευτική θεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται αμέσως μετά τη διαπίστωση της υπέρτασης για να προλαμβάνονται οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Αλήθεια
Η πρόκληση βλάβης από την υπέρταση είναι μια μακροχρόνια διαδικασία. Όχι σπάνια, άτομα με τιμές διαστολικής (“μικρής”) αρτηριακής πίεσης 9-9,5 ή τιμές συστολικής (“μεγάλης”) αρτηριακής πίεσης 14-15 που παρακολουθούνται χωρίς φαρμακευτική παρέμβαση, παρουσιάζουν υποχώρηση των τιμών της αρτηριακής τους πίεσης σε κανονικά επίπεδα. Για το λόγο αυτό, όταν η αύξηση της πίεσης είναι σχετικά μικρή, δεν υπάρχει λόγος να σπεύδει κανείς να χορηγήσει θεραπεία πριν να αποκλείσει το ενδεχόμενο η αύξηση αυτή να είναι περιστασιακή.
Μύθος 5ος
Σε ελαφριές περιπτώσεις υπέρτασης αρκεί η χορήγηση ορισμένων αντιυπερτασικών φαρμάκων (π.χ. διουρητικών) δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα.
Αλήθεια
Ένα άτομο ή είναι υπερτασικό ή δεν είναι. Αν είναι υπερτασικό, πρέπει να παίρνει ένα φάρμακο τόσο συχνά, όσο χρειάζεται για να εξασφαλίζεται καθημερινή δράση σε 24ωρη βάση, άρα κάθε μέρα. Αν δεν είναι υπερτασικό, τότε δεν χρειάζεται να παίρνει καθόλου αντιυπερτασικά φάρμακα.
Μύθος 6ος
Στους ηλικιωμένους η αρτηριακή πίεση δεν πρέπει να ελαττώνεται όταν είναι αυξημένη, επειδή τα διάφορα όργανα, όπως ο εγκέφαλος και οι νεφροί, έχουν “συνηθίσει” να λειτουργούν με αυτή την πίεση.
Αλήθεια
Στην πραγματικότητα, η σταδιακή μείωση της αρτηριακής πίεσης όταν είναι αυξημένη ελαττώνει στους ηλικιωμένος τον κίνδυνο από καρδιαγγειακά νοσήματα σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο στους νέους.
Μύθος 7ος
Η απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε υψηλά επίπεδα (π.χ. 20/11) είναι υπερτασική κρίση και πρέπει να αντιμετωπίζεται επειγόντως.
Αλήθεια
Αυτή καθεαυτή η τιμή της αρτηριακής πίεσης ή η ταχύτητα ανόδου της δεν αποτελούν κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια κατάσταση επείγουσα. Τέτοιες αυξήσεις μπορούν να συμβούν και σε φυσιολογικά άτομα κάτω από συνθήκες στρες. Σημασία έχει η μακροχρόνια και όχι η περιστασιακή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
Μύθος 8ος
Ο υπερτασικός είναι σε θέση να `καταλαβαίνει’ πότε ανεβαίνει η πίεσή του με βάση τα συμπτώματα που του προκαλεί.
Αλήθεια
Με εξαίρεση τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις υπερτασικής εγκεφαλοπάθειας (πολύ υψηλές τιμές πίεσης που συνοδεύονται από απώλεια προσανατολισμού και αδυναμία καλής επικοινωνίας), δεν έχει αποδειχθεί συσχέτιση του ύψους της αρτηριακής πίεσης με την εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως είναι ο πονοκέφαλος ή η ζάλη. Η λανθασμένη αντίληψη ότι η αύξηση της αρτηριακής πίεσης γίνεται υποκειμενικά αισθητή οδηγεί σε περιστασιακή λήψη φαρμάκων βασισμένη στα συμπτώματα, ενώ το σωστό είναι να εφαρμόζεται σταθερή θεραπεία όταν διαπιστώνονται αυξημένες τιμές πίεσης σε μετρήσεις ανεξάρτητες από την παρουσία συμπτωμάτων.
Μύθος 9ος
Υπάρχει μια μορφή αύξησης της αρτηριακής πίεσης, η καλούμενη “νευροπίεση”, που είναι λιγότερο επικίνδυνη από την πραγματική υπέρταση και που, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να την ελέγξει κανείς επειδή δεν οφείλεται σε κάποια οργανική διαταραχή, αλλά εξαρτάται από ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις, όπως συγκίνηση, φόβο, οργή, θυμό κ.λπ.
Αλήθεια
Η συγκινησιακή επίδραση στην αρτηριακή πίεση ισχύει για όλα τα άτομα, υπερτασικά και μη (σε ένα φυσιολογικό άτομο που οδηγεί και πατάει φρένο για να μη σκοτώσει ένα πεζό που πετάγεται μπροστά του, η πίεση μπορεί να φθάσει στα 22), αλλά όταν κανείς χαρακτηριστεί υπερτασικός με βάση τα σωστά κριτήρια, ο κίνδυνος εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το ύψος της αρτηριακής πίεσης σε συνθήκες ηρεμίας και τη συνύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου, όπως είναι η αυξημένη χοληστερίνη, το κάπνισμα ή η παχυσαρκία. Αθώα πίεση του τύπου της “νευροπίεσης” δεν υπάρχει.
Mύθος 10ος
Η υπέρταση προκαλεί ρινορραγία, που αποτελεί, άλλωστε, μηχανισμό-δικλείδα ασφαλείας, με τον οποίο ο οργανισμός προστατεύεται από την υπέρταση (“ανοίγει η μύτη για να φύγει το περισσευούμενο αίμα”). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται επείγουσα αντιμετώπιση της υπέρτασης.
Αλήθεια
Στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων η ρινορραγία προέρχεται από κάποια φλέβα. Δεν έχει, επομένως, οποιαδήποτε σχέση με την πίεση μέσα στις αρτηρίες, αλλά οφείλεται σε τοπικούς λόγους (π.χ., ξηρότητα βλεννογόνου, ρινίτιδα, παρέκκλιση διαφράγματος κ.λπ.). Η αύξηση της αρτηριακής πίεσης είναι το αποτέλεσμα της ανησυχίας που προκαλεί στον άρρωστο η ρινορραγία και όχι η το αίτιο της τελευταίας. Η μόνη περίπτωση που δικαιολογεί επείγουσα αντιμετώπιση της αρτηριακής πίεσης είναι η πολύ σπάνια περίπτωση της αιμορραγίας από αρτηρία της ρινικής κοιλότητας (το αίμα τινάζεται σαν πίδακας κατά ώσεις).
Μύθος 11ος
Το σκόρδο κάνει καλό στην πίεση.
Αλήθεια
Το σκόρδο έχει βρεθεί ότι μπορεί να προκαλέσει μικρή ελάττωση της αρτηριακής πίεσης όταν χορηγείται σε σχετικά μεγάλες ποσότητες (π.χ., 10-25 σκελίδες νωπού σκόρδου την ημέρα). Τα σκευάσματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο είναι εκχυλίσματα ή αποστάγματα σκόρδου, που δεν έχουν όμως, σταθερή περιεκτικότητα στη δραστική ουσία που περιέχει το σκόρδο και επομένως, είναι δύσκολο να εξασφαλίσουν σταθερή δόση. Επιπλέον, ακόμα και τα “χάπια” σκόρδου προκαλούν τη χαρακτηριστική δυσάρεστη μυρωδιά από το στόμα αυτού που τα παίρνει.
Μύθος 12ος
Τα πορτοκάλια αυξάνουν την πίεση.
Αλήθεια
Αντιθέτως, υπάρχουν ενδείξεις για το ότι οι πλούσιες σε κάλιο τροφές, όπως τα πορτοκάλια, προστατεύουν από την υπέρταση και εν πάση περιπτώσει, οι υπερτασικοί που παίρνουν διουρητικά πρέπει να παίρνουν τροφές πλούσιες σε κάλιο, όπως είναι τα πορτοκάλια.





Επειδή υπάρχουν πολλοί ασθενείς με Σκλήρυνση κατά πλάκας που παρακολουθούν τις σελίδες σας και δεν γνωρίζουν που να απευθυνθούν, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω την διεύθυνση της Ελληνικής Εταιρίας Σκλήρυνσης κατά Πλάκας, που απαρτίζεται αποκλειστικά από ασθενείς, και σκοπό έχει την βοήθεια και ενημέρωση των συμπασχόντων: ΚΑΑ-ΝΑΑ, Πρώην βάση Ελληνικού, Βουλιαγμένη, Ελληνικό, 16777. Τηλ: 9644166




ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ