ΜΕΝΟΥ

ΑΡΘΡΑ ΣΕ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η φλεγμονή των μυών
Η μυοσίτιδα, ICD-10 M60 είναι ένας γενικός όρος για φλεγμονή των μυών.
Πιθανό να προκαλείται από αυτοάνοσες συνθήκες, παρά από μόλυνση (αν και οι αυτοάνοσες καταστάσεις μπορεί να ενεργοποιηθούν ή να επιδεινωθούν από τις λοιμώξεις).
Είναι, επίσης, μια παρενέργεια των υπολιπιδαιμικών φαρμάκων των στατινών και φιμπρατών.
Ανύψωση της κινάσης της κρεατίνης στο αίμα (CPK) είναι ενδεικτική της μυοσίτιδας.



Διαφορική διάγνωση εξανθημάτων
 Μάθετε να αναγνωρίζετε τα εξανθήματα του δέρματος
-Πρωτοπαθή εξανθήματα
Κηλίδα: Περιγεγραμμένη μεταβολή του χρώματος στο επίπεδο του δέρματος
 Βλατίδα: Μόνιμη ανύψωση του δέρματος που δεν υποχωρεί στην πίεση, μεγέθους από κεφαλής καρφίτσας μέχρι μπιζελιού. Αιτιολογία: μυρμηγκιά, ξανθέλασμα, ομαλός λειχήνας, κνήφη, συφιλιδικές πλάκες.


Η ψωρίαση είναι ένα πολυσδιάστατο νόσημα
Η ψωρίαση, ICD-10 L40 είναι μια χρόνια αυτοάνοση νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από μπαλώματα του ανώμαλου δέρματος.
Είναι μια χρόνια ερυθηματολεπιδώδης δερματοπάθεια.
Αυτά τα μπαλώματα του δέρματος είναι, συνήθως, κόκκινα, προκαλούν φαγούρα και είναι φολιδωτά.
Μπορούν να ποικίλουν σε σοβαρότητα από μικρά και εντοπισμένα, αλλά μπορεί να καλύπτουν και ολόκληρο το σώμα. Ο τραυματισμός στο δέρμα μπορεί να προκαλέσει αλλαγές  στο σημείο αυτό, το οποίο είναι γνωστό ως φαινόμενο Koebner. 



Η γενική εξέταση των ούρων αποτελεί το βασικό διαγνωστικό εργαλείο για την διάγνωση πλήθους παθήσεων, στο ουροποιητικό σύστημα, στο ήπαρ, στο αναπαραγωγικό σύστημα κ.α. Αποτελεί απαραίτητο τμήμα κάθε προληπτικού ελέγχου (check-up).
Πραγματοποιείται με οπτική επισκόπηση των ούρων (φυσικοί χαρακτήρες), με την χρήση ταινίας ούρων (χημικοί χαρακτήρες) και μικροσκόπηση τους (μικροσκοπικοί χαρακτήρες).
Απαραίτητη προυπόθεση η σωστή συλλογή και συντήρηση των ούρων πριν την ανάλυση.




Tα τρία τμήματα της γενικής εξέτασης ούρων
  • Φυσικοί χαρακτήρες
  1. Χροιά
  2. Όψη
  3. Οσμή
  4. Ίζημα
  5. Ειδικό βάρος
  6. Αντίδραση
  • Χημικοί χαρακτήρες
  1. Χολερυθρίνη
  2. Ουροχολινογόνο
  3. Νιτρώδη
  4. Λευκοκυτταρική εστεράση
  5. Αίμα (ερυθρά, αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη)
  6. Πρωτεΐνη
  7. Γλυκόζη
  8. Κετόνες
Μικροσκοπικοί χαρακτήρες
  1. Επιθηλιακά κύτταρα
  2. Πυοσφαίρια
  3. Ερυθρά
  4. Μικροοργανισμοί
  5. Κύλινδροι
  6. Κρύσταλλοι
  7. Άλατα
  8. Βλέννη
  9. Σταγονίδια λίπους

Οι τιμές αναφοράς της γενικής εξέτασης ούρων
Για τα πρώτα πρωινά ούρα μέσης ούρησης οι τιμές αναφοράς (φυσιολογικές τιμές) της γενικής εξέτασης ούρων είναι:
Παράμετρος
γενικής εξέτασης
ούρων
Φυσιολογικές τιμές
Όψη Διαυγής
Χροιά Ωχροκίτρινη - κίτρινη
Οσμή Ιδιάζουσα
Αντίδραση (pH) Όξινη (5,5 - 6)
Ίζημα Όχι
Ειδικό βάρος 1,015 – 1,025
Λευκοκυτταρική εστεράση Αρνητικό
Νιτρώδη Αρνητικό
Πρωτεΐνη Αρνητικό ή ίχνη (< 30 mg/dl)
Γλυκόζη Αρνητικό
Κετόνες Αρνητικό
Αιμοσφαιρίνη Αρνητικό
Χολερυθρίνη Αρνητικό
Ουροχολινογόνο Αρνητικό ή ίχνη (< 0,2 EU/dl ή
Επιθηλιακά κύτταρα 0 – 4 κ.ο.π.
Ερυθρά αιμοσφαίρια 0 – 4 κ.o.π.
Πυοσφαίρια 0 – 4 κ.ο.π.
Κύλινδροι 0 – 2 υαλώδεις
Μικρόβια – μύκητες Ουδέν
Κρύσταλλοι Oυδέν παθολογικός κρύσταλλος
Άμορφα άλατα Λίγα
Βλέννη Ουδέν, Ολίγη
Σταγονίδια λίπους Ουδέν
Μαζεύονται τα πρώτα πρωινά ούρα μέσης ούρησης.

Παθολογικές καταστάσεις που σηματοδοτούν συγκεκριμένες παρεκκλίσεις από τις φυσιολογικές τιμές των παραμέτρων της γενικής εξέτασης ούρων.
Παράμετρος
γενικής εξέτασης ούρων
Φυσιολογικές τιμές
Όψη Ουρολοίμωξη, Ουρολιθίαση, Αιματουρία κ.α.
Χροιά Ίκτερος, Αιματουρία κ.α.
Οσμή Ουρολοίμωξη
Αντίδραση (pH) Ουρολοίμωξη
Ίζημα Ουρολοίμωξη, Ουρολιθίαση
Ειδικό βάρος Νεφρική νόσος
Λευκοκυτταρική εστεράση Ουρολοίμωξη
Νιτρώδη Ουρολοίμωξη
Πρωτεΐνη Νεφρική νόσος
Γλυκόζη Διαβήτης
Κετόνες Διαβήτης, Ασιτία
Αιμοσφαιρίνη Αιματουρία
Χολερυθρίνη Αποφρακτικός ίκτερος
Ουροχολινογόνο Αιμολυτικός ίκτερος
Επιθηλιακά κύτταρα Ουρολοίμωξη
Ερυθρά αιμοσφαίρια Αιματουρία
Πυοσφαίρια Νεφρική νόσος, Ουρολοίμωξη
Κύλινδροι Νεφρική νόσος
Μικρόβια – μύκητες Ουρολοίμωξη
Κρύσταλλοι Ουδέν, Ουρολιθίαση
Άμορφα άλατα Ουδέν, Ουρολιθίαση
Βλέννη Ουρολοίμωξη
Σταγονίδια λίπους Νεφρική νόσος

Συστατικά των ούρων

Φυσιολογικά στα ούρα δεν ανευρίσκονται σάκχαρο, πρωτεΐνη, κετόνες, αιμοσφαιρίνη και χολοχρωστικές. Η παρουσία τους είναι παθολογική.

Όψη και χροιά των ούρων
Το χρώμα των ούρων φυσιολογικά κυμαίνεται από ωχροκίτρινο μέχρι βαθύ κεχριμπαρένιο ανάλογα με την πυκνότητά τους.
Αφύσικος χρωματισμός των ούρων συμβαίνει όταν στα ούρα υπάρχουν χρωστικές ουσίες

Τα φυσιολογικά ούρα έχουν όψη διαυγή και χροιά κιτρινωπή.
Όταν στα ούρα εμφανίζεται θολερότητα, αυτό οφείλεται σε παρουσία αλάτων ή μικροβίων ή κυττάρων.
Η καστανή χροιά των ούρων μπορεί να οφείλεται σε αίμα, αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη, φάρμακα ή άλλες χρωστικές. Καστανή χροιά που μετετρέπεται σιγά σιγά σε πρασινωπή οφείλεται σε ύπαρξη χολερυθρίνης ή χολοχρωστικών ("χρωστικών της χολής" -υπεύθυνες για τον ίκτερο).
Αν μετά από ανακίνηση του δοχείου των ούρων σχηματίζεται αφρός που δεν εξαφανίζεται εύκολα, αυτό σημαίνει απώλεια πρωτεϊνών από τα ούρα (παθολογική πρωτεϊνουρία).

Το ειδικό βάρος των ούρων
Η ωσμωτικής πίεση των ούρων κυμαίνεται από 50 -1200 mOsm/Kg (συνήθως 400 - 800 mOsm/Kg).
Η ωσμωτική πίεση εκφράζει το ολικό ποσό των διαλυτών στα ούρα στοιχείων (νάτριο, σάκχαρο, ουρία κτλ).
Από την άλλη, ο προσδιορισμός του ειδικού βάρους έχει μεγάλη σημασία και παρ'ότι πρόκειται για απλή εξέταση, εκφράζει την ικανότητα των νεφρών να αραιώνουν και να συμπυκνώνουν τα ούρα.
Ο έλεγχος συμπύκνωσης των ούρων γίνεται μετά από στέρηση υγρών τουλάχιστον για 12 ώρες. Έτσι, αξάνεται η έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης, ADH, στην οποία οι νεφροί απαντούν με αυξημένη επαναρρόφηση νερού (αποβάλλεται λιγότερο νερό στα ούρα), με αποτέλεσμα τη συμπύκνωση των ούρων.
Η δοκιμασία αραίωσης των ούρων γίνεται με χορήγηση άφθονων υγρών σε μικρό χρονικό διάστημα (15 - 20 λεπτά) και μέτρηση κατόπιν του ειδικού βάρους των ούρων που αποβάλλονται τις επόμενες 4 ώρες. Η μεγάλη περιέκτικότητα των ούρων σε σάκχαρο και πρωτεΐνη ανεβάζουν το ειδικό βάρος.
Το ειδικό βάρος των ούρων είναι ανάλογο προς το μοριακό βάρος και την ποσότητα των διαλυμένων ουσιών που υπάρχουν στα ούρα. Όταν οι νεφροί λειτουργούν καλά το ειδικό βάρος κυμαίνεται από 1016-1022, με ακραία όρια τα 1010-1040.
Ελάττωση του ειδικού βάρους παρατηρείται σε:
  • Βλάβη του νεφρικού παρεγχύματος όπως οξεία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, σε δρεπανοκυτταρική αναιμία.
  • Σε υπερκαλιαιμία που εμφανίζεται είτε λόγω μεταβολικών διαταραχών και νόσων είτε λόγω χρήσης διουρητικών καθαρτικών ή άλλων φαρμάκων.
  • Στον άποιο διαβήτη.
  • Μετά από άφθονη και επίμονη υδροποσία που παρατηρείται σε νευρωσικά άτομα.
Αύξηση του ειδικού βάρους παρατηρείται σε:
  • Παρουσία ουσιών μεγάλου μοριακού βάρους όπως λεύκωμα, σάκχαρο και άλλα.
  • Έντονη αφυδάτωση- ολιγουρία.

Αντίδραση και ph των ούρων
Η αντίδραση των ούρων είναι φυσιολογικά όξινη με pH περίπου 6, αλλάζει κατά τη διάρκεια του 24ώρου από 4,5 έως 8.
Τροφές πλούσιες σε λευκώματα οξινοποιούν τα ούρα, αντίθετα τα χορταρικά τα αλκαλοποιούν. Κατά τη νύκτα η οξύτητα αυξάνει, δηλαδή μικραίνει το pH γιατί ο νεφρός πρέπει να αντιμετωπίσει την οξέωση που σε μικρό βαθμό εμφανίζεται επειδή ελαττώνεται ο βαθμός του αερισμού των πνευμόνων κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ο έλεγχος του pH των ούρων γίνεται με Nitrozamine stick.
Η διατροφή και τα φάρμακα επηρεάζουν πολύ το pH των ούρων. Γενικά, το pH αντανακλά τη σχέση βασικών και όξινων ρυθμιστικών συστατικών και μας βοηθά να αντιληφθούμε μια αντίστοιχη διαταραχή στο αίμα ("καθρέφτης" - ουσιαστικά τα ούρα είναι ένα διήθημα του αίματος).
Αύξηση της οξύτητας δηλαδή ελάττωση του pH
  • Παρατηρείται σε μεταβολική ή αναπνευστική οξέωση, διαβητική οξέωση, βαριά διάρροια, νεφρασβέστωση, φυματίωση, εμπύρετο.
  • Επίσης, φαρμακευτικά προκαλούμε οξέωση για τη θεραπεία λίθων (φωσφορικών, ανθρακικών), ουρολοιμώξεων που διασπούν την ουρία (πρωτέας) με τη βοήθεια όξινου φωσφορικού νατρίου και μεθειονίνης.
Ελάττωση της οξύτητας δηλαδή αύξηση του pH>7
Παρατηρείται σε αλκάλωση αναπνευστική ή μεταβολική (έμετοι), λήψη διουρητικών, ουρολοίμωξη με πρωτέα, απώλεια καλίου. Θεραπευτικά αλκαλοποιούμε τα ούρα με τη βοήθεια διττανθρακικού νατρίου και δίαιτα με λαχανικά και χυμούς ξινών φρούτων για την αντιμετώπιση λιθίασης με οξαλικά, κυστίνη, ουρικά.


Λεύκωμα ούρων
Το ποσό που φυσιολογικά χάνεται στα ούρα είναι ελάχιστο, από 10 έως 150 mg/24ωρο και μετράται με συλλογή ούρων 24ωρου. Το λεύκωμα των ούρων είναι κατά κανόνα σφαιρίνες και λιγότερο λευκωματίνες.
Ο ποιοτικός έλεγχος των πρωτεϊνών στα ούρα γίνεται με ειδικές ταινίες και η παρουσία πρωτεΐνης εκτιμάται με σταυρούς ανάλογα με τη θολερότητα του ιζήματος (+ λίγο θετικά, έως ++++ ή και +++++ για σοβαρά περιστατικά). Βαθμολογία πάνω από +++ (3 σταυρούς) σημαίνει μετρητό λεύκωμα/πρωτεΐνη στα ούρα και πρέπει να ακολουθήσει ποσοτικός προσδιορισμός. Ο ποσοτικός προσδιορισμός γίνεται, όμως, σε ούρα 24ώρου. Το να βρεθεί πρωτεΐνη στα ούρα σημαίνει κατά κανόνα νεφρική νόσο (και κυρίως σπειραματονεφρίτιδα).
Μικρή ή μεγάλη αύξηση της ποσότητας των λευκωμάτων αλλά και διαταραχή της ποσοτικής σχέσης μεταξύ των διαφόρων λευκωμάτων των ούρων παρατηρείται στις παρακάτω καταστάσεις:
  • Νόσοι των νεφρών όπως χρόνια σπειραματονεφρίτιδα, νεφρωσικό σύνδρομο, φυματίωση, νεοπλάσματα του νεφρού, νεφρασβέστωση, πολυκυστική νόσος.
  • Γενικά συστηματικά νοσήματα όπως αυτοάνοσοι νόσοι, διαβήτης, πολλαπλούν μυέλωμα, δηλητηριάσεις τοξικές ή συστηματικές.
  • Φυσιολογική λευκωματουρία. Παρατηρείται παροδικά μετά από έντονη εργασία ή μυική άσκηση, κατά την απότομη ορειβασία, στην εγκυμοσύνη και στην ορθοστατική λευκωματουρία.

Γλυκοζουρία
Γλυκόζη εμφανίζεται στα ούρα είτε γιατί το ποσό του σακχάρου στο αίμα είναι πολύ μεγάλο ώστε να παρακάμπτεται ο ουδός (πάνω από 160 mg%) δηλαδή η απορροφητική δυναμικότητα των νεφρικών σωληναρίων, είτε γιατί υπάρχει στα νεφρικά σωληνάρια λειτουργική ή ανατομική βλάβη, ώστε να μη γίνεται η επαναρρόφηση της γλυκόζης.

Η μέτρηση του σακχάρου στα ούρα γίνεται με ταινίες εμποτισμένες με οξειδάση της γλυκόζης και χρωστική. Η ανεύρεση σακχάρου στα ούρα σημαίνει αρρύθμιστο σακχαρώδη διαβήτη ή προχωρημένου βαθμού διαβηρική νεφροπάθεια και νεφρικές παθήσεις με διαταραχή στην επαναρρόφηση γλυκόζης από τα νεφρικά σωληνάρια.
Με χρήση ταινιών παίρνουμε ψευδώς θετικά αποτελέσματα μετά από λήψη μεγάλης ποσότητας ασπιρίνης, κεφαλοσπορίνης ή ασκορβικού οξέος.

Οξονουρία
Όταν το απόθεμα των υδατανθράκων του ήπατος εξαντληθεί όπως αυτό συμβαίνει στο διαβήτη ή την ασιτία τότε γίνεται εντονότερη η καύση των λιπών και μεγάλη παραγωγή ακετοξικού οξέος. Οι ουσίες λέγονται οξονικά σώματα και αποβάλλονται με τα ούρα (οξονουρία).
Οξονουρία εμφανίζεται στο σακχαρώδη διαβήτη, ασιτία, νηστεία, στους ενήλικες μετά από βαριά σωματική άσκηση, μετά από δίαιτα πλούσια σε λίπος και φτωχή σε υδατάνθρακες.
Κετονικές ουσίες είναι η ακετόνη, το ακετοξεικό οξύ και το β-υδροξυ-βουτυρικό οξύ και η ανίχνευσή τους στα ούρα σημαίνει διαβητική κετοξέωση, αφυδάτωση, υποσιτισμό ή άλλες παθολογικές καταστάσεις με διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων.

Αιμοσφαιρινουρία
Στα φυσιολογικά ούρα δεν υπάρχει φυσιολογική αιμοσφαιρίνη.
Χρειάζονται πάνω από 50.000/ml ερυθρά για να πάρουμε θετική αντίδραση αιμοσφαιρίνης και για να δούμε τα ερυθρά στην μικροσκοπική εξέταση.

Ερυθρά αιμοσφαίρια ούρων
Ερυθρά αιμοσφαίρια βρίσκονται στα φυσιολογικά ούρα (0-800.000/12ωρο).
Αυτά στη μικροσκοπική εξέταση του ιζήματος αναλογούν σε 0-2 ερυθρά κατά οπτικό πεδίο, αλλά πολύ σπάνια βρίσκονται γιατί γρήγορα καταστρέφονται από το αλκαλικό pH και το χαμηλό ειδικό βάρος.
Χρειάζονται όμως πάνω από 50.000/ml ερυθρά για να πάρουμε θετική αντίδραση αιμοσφαιρίνης και για να δούμε τα ερυθρά στην μικροσκοπική εξέταση.
Ελεύθερη αιμοσφαιρίνη στα ούρα εμφανίζεται όταν υπάρχει αιμόλυση στο αίμα για οποιονδήποτε λόγο, όπως κρίσεις αιμολυτικής αναιμίας, αντιδράσεις μετάγγισης, δηλητηρίαση από χημικές ή τοξικές ουσίες.
Ερυθρά αιμοσφαίρια βρίσκονται στα φυσιολογικά ούρα (0-800.000/12ωρο). Αυτά στη μικροσκοπική εξέταση του ιζήματος αναλογούν σε 0-2 ερυθρά κατά οπτικό πεδίο, αλλά πολύ σπάνια βρίσκονται γιατί γρήγορα καταστρέφονται από το αλκαλικό pH και το χαμηλό ειδικό βάρος.α ούρα φυσιολογικών ατόμων περιέχουν 0 - 3 ερυθ
Ερυθρά αιμοσφαίρια βρίσκονται σε πολλές παθολογικές καταστάσεις του νεφρού:
  • Νόσοι του νεφρού, όως σπειραματονεφρίτιδα, πυελονεφρίτιδα, νεοπλασία, θρόμβωση της νεφρικής φλέβας, τραύμα, λίθοι, πολυκυστικός νεφρός κ.λ.π.
  • Νόσοι ουρητήρων, κύστεως, προστάτη, ουρήθρας.
  • Νόσοι συστηματικές, όως κολλαγόνωση, φαρμακευτικές δηλητηριάσεις, αντιπηκτική αγωγή, δρεπανοκυτταρική αναιμία, οξέα εμπύρετα νοσήματα κ.λ.π.
  • Νόσοι γειτονικών οργάνων όπως σκωληκοειδίτιδα, νεοπλάσματα παχέος εντέρου, σαλπιγγίτιδα.
  • Τυχαία πρόσμιξη με αίμα από την εμμηνόρυση στις γυναίκες.
  • Τραυματισμός της περιοχής.
  • Η αιματουρία παρατηρείται και χωρίς υποκείμενη παθολογία των νεφρών σε μεγάλο πυρετό και σε έντονη σωματική άσκηση.

Πυοσφαίρια ούρων
Σε φυσιολογικά ούρα βρίσκονται 1-3 κατά οπτικό πεδίο πυοσφαίρια (30.000-1.000.000 12/ωρο). Αυτά προέρχονται από οποιοδήποτε σημείο του ουροποιητικού, αλλά συχνά από το κατώτερο τμήμα ή ακόμα και από προσμίξεις από το γεννητικό σύστημα στις γυναίκες. Τα λευκά αιμοσφαίρια ή πυοσφαίρια όταν είναι περισσότερα από 30 - 40 λευκοκύτταρα στα ούρα σημαίνει λοίμωξη των ουροφόρων οδών και χρειάζεται να γίνει ποσοτική καλλιέργεια ούρων και αντιβιόγραμμα (για να ανευρεθεί ο υπεύθυνος μικροβιολογικός παράγοντας και να επιλεχθεί το κατάλληλο αντιβιοτικό).
  • Τα πυοσφαίρια από φλεγμονή στο νεφρικό παρέγχυμα είναι μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα, με πυρήνα πολύμορφο και πρωτόπλασμα γεμάτο από κοκκία από «βραούνειο» κίνηση. Σε μειωμένο φωτισμό του οπτικού πεδίου αυτά λάμπουν γι' αυτό και λέγονται «στίλβοντα» (glitter cells)
  • Σε λοιμώξεις των κατώτερων ουροφόρων οδών, τα πυοσφαίρια είναι, επίσης, άφθονα αλλά είναι μικρά συμπαγή και δεν στίλβουν.
  • Στη φυματίωση του νεφρού ανευρίσκεται χαρακτηριστική στείρα πυουρία.
  • Τα επιθηλιακά κύτταρα είναι κύτταρα που "ξεκολλούν" από τα τοιχώματα των ουριφόρων οδών και αποβάλλονται μαζί με τα ούρα. Πολλά μηχανήματα τα αναγνωρίζουν ως λευκοκύτταρα δίνοντάς μας λάθος εντύπωση για λοίμωξη, ενώ δεν υπάρχει.

Ηωσινόφιλα ούρων
Απαντώνται στα ούρα ασθενών με αλλεργική διάμεση νεφρίτιδα σε ποσοστό 90 %. Παρατηρείται σπάνια


Κύλινδροι ούρων
Οι κύλινδροι είναι μεγάλα κυλινδρικά σωμάτια που αποτελούν το εκμαγείο των ουροφόρων σωληναρίων του νεφρού μέσα στον αυλό των οποίων σχηματίζονται. Το βασικό υλικό συγκόλλησης κυττάρων είναι μια φυσιολογική βλεννοπρωτεΐνη, η πρωτεΐνη Tamm-Horsfall, που εκκρίνεται στα νεφρικά σωληνάρια. Η ουσία αυτή εμφανίζεται όταν το ποσό του λευκώματος στο σπειραματικό διήθημα είναι μεγάλο και υποδηλώνει νεφρική νόσο. Παράγεται σε μεγάλες ποσότητες σε νοσήματα του νεφρού και σε λοιμώξεις, ενώ καθιζάνει εύκολα στο όξινο περιβάλλον του νεφρού (ιδιαίτερα όταν ο ασθενής έχει ολιγουρία). Οι υαλώδεις κύλινδροι είναι οι μόνοι που δεν υποσημαίνουν κάποια ποθολογία.
Οι κύλινδροι σχηματίζονται στα εσπειραμένα σωληνάρια 2ης τάξης και στα αθροιστικά σωληνάρια και μόνο σε όξινο περιβάλλον. Σε νόσους, όπως η προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια όταν ο νεφρός χάσει τη συμπυκνωτική του ικανότητα και δεν διατηρεί όξινα το ούρα, δεν σχηματίζονται κύλινδροι.
Καθώς σχηματίζεται ο κύλινδρος περικλείονται μέσα στη μάζα του ότι έμμορφο στοιχείο υπάρχει μέσα στον αυλό του νεφρικού σωληναρίου. Ο αριθμός των εμμόρφων αυτών στοιχείων είναι ανάλογος της νεφρικής βλάβης.
Οι κύλινδροι μπορεί να είναι υαλώδεις, υαλοκοκκώδεις, κοκκώδεις, επιθηλιακοί και αιμορραγικοί.
Σε ένα φυσιολογικό νεφρώνα, έστω και αν σχηματισθούν κύλινδροι, δεν περιέχονται έμμορφα στοιχεία, γι' αυτό λέγονται υαλώδεις. Οι υαλώδεις κύλινδροι είναι οι μόνοι που δεν υποσημαίνουν κάποια ποθολογία. Φυσιολογικά βρίσκονται λίγοι υελώδεις κύλινδροι, χωρίς νόσο του νεφρού, μετά από έντονη σωματική κόπωση, στους γέρους, σε εμπύρετες νόσους και παθολογικά σε όλες τις νόσους του νεφρού.
Οι επιθηλιακοί κύλινδροι είναι γεμάτοι από τα επιθηλιακά κύτταρα του μονόστιβου επιθηλίου του νεφρικού σωληναρίου στον αυλό του οποίου σχηματίσθηκαν. Σχηματίζονται σε νεφρικά σωληνάρια που πάσχουν τόσο ώστε να χάνουν το επιθήλιο τους.
Με την εκφύλιση των επιθηλιακών κυττάρων μέσα στους επιθηλιακούς κυλίνδρους σχηματίζονται οι κοκκώδεις κύλινδροι, περαιτέρω εκφύλιση των κοκκωδών σχηματίζει τους κηρώδεις κυλίνδρους.

Κρύσταλλοι ούρων
Στα φυσιολογικά ούρα ανευρίσκονται διάφοροι κρύσταλλοι που δεν αντανακλούν, συνήθως, σε νεφρικές παθήσεις, αλλά μπορεί να σημαίνουν και ουρολιθίαση.
Αντίθετα, η παρουσία κρυστάλλων κυστίνης είναι παθολογικό εύρημα και σημαίνει βλάβη του νεφρού (η λεγόμενη κυστινουρία).


Η Γενική Εξέταση Αίματος είναι μία από τις συχνότερα ζητούμενες και διενεργούμενες εργαστηριακές εξετάσεις αίματος.
Σε αυτήν μελετούνται τόσο ποσοτικά όσο και μορφολογικά όλα τα έμμορφα συστατικά (κύτταρα) του αίματος, τα οποία αιωρούνται μέσα σε υγρό περιβάλλον που ονομάζεται πλάσμα. Τα στοιχεία αυτά παράγονται και ωριμάζουν αρχικά στον μυελό των οστών και στη συνέχεια υπό φυσιολογικές συνθήκες απελευθερώνονται στο αίμα ανάλογα με τις ανάγκες.
Η ποσοτική μελέτη αφορά τον ολικό αριθμό ή την εκατοστιαία αναλογία των αιμοσφαιρίων, δηλαδή των κυττάρων του αίματος (Ερυθρών, Λευκών, Αιμοπεταλίων).
Η μορφολογική μελέτη δείχνει μεταβολές ή αλλοιώσεις αναφορικά με το μέγεθος, το σχήμα, το είδος καθώς και άλλων φυσικών χαρακτηριστικών των αιμοσφαιρίων.
Στη Γενική Εξέταση Αίματος προσδιορίζονται η Αιμοσφαιρίνη, ο Αιματοκρίτης, ο αριθμός των Ερυθροκυττάρων, των Λευκοκυττάρων (με τον Λευκοκυτταρικό τους τύπο), των Αιμοπεταλίων καθώς, επίσης, και σειρά άλλων αιματολογικών παραμέτρων με ιδιαίτερη σημασία ο καθένας τους.
Ο προσδιορισμός όλων αυτών των αιματολογικών παραμέτρων είναι πάρα πολύ σημαντικός και χρήσιμος για τη διάγνωση πολλών νοσημάτων
  • Μικροβιακές και ιογενείς λοιμώξεις
  • Αιμοσφαιρινοπάθειες και αναιμίες (κληρονομικές, αιμολυτικές, σιδηροπενικές)
  • Αιμορραγίες
  • Θρομβώσεις
  • Λευχαιμίες
  • Παρακολούθηση της πορείας πολλών παθήσεων και νοσημάτων
  • Αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης θεραπείας 
Η διαταραχή οποιουδήποτε τμήματος του ανθρώπινου οργανισμού μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στη σύσταση του αίματος.
Τα διάφορα συστατικά που αποτελούν το αίμα αντικατοπτρίζουν τις περισσότερες από τις λειτουργίες του οργανισμού. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τα συστατικά αυτά βρίσκονται σε σταθερά και φυσιολογικά επίπεδα. Οι όποιες αλλαγές όμως στη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού, συχνά συνοδεύονται και από αλλαγές τόσο στα ποσοτικά όσο και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των συστατικών του αίματος, επιτρέποντας έτσι τη συγκέντρωση χρήσιμων στοιχείων απαραίτητων για τη σωστή και έγκαιρη διάγνωση.
Ορισμένες ασθένειες όπως ο καρκίνος (και η αντιμετώπισή του με χημειοθεραπεία), μεταβάλλουν την παραγωγή κυττάρων από το μυελό των οστών και είτε αυξάνουν την παραγωγή της μιας κατηγορίας σε βάρος των υπολοίπων είτε ελαττώνουν τη συνολική παραγωγή.
Κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα μειώνουν των αριθμό των WBC, ενώ ακόμη και έλλειψη σε βιταμίνες ή ιχνοστοιχεία μπορεί να προκαλέσει αναιμία.
Η εξέταση της γενικής αίματος απαιτείται να γίνεται σε τακτική βάση για να παρακολουθούνται αυτές οι καταστάσεις και οι θεραπείες.
Γενική εξέταση αίματος
  • WBC-(White Blood Cells)-Λευκά αιμοσφαίρια-4.0-10.8 x 10^9/L
Κύτταρα απαραίτητα για την άμυνα και την επιβίωση του οργανισμού. Καταπολεμούν τις λοιμώξεις και προστατεύουν τον οργανισμό από κάθε βλαβερή ουσία. Σημαντική εξέταση για την ύπαρξη και τη βαρύτητα μιας νοσηρής κατάστασης στον οργανισμό.
Ο αριθμός τους αυξάνεται στις λοιμώξεις, τις αλλεργίες, σε ξένα σώματα, τη φλεγμονή, τον καρκίνο, τη λευχαιμία.
Ελαττώνεται με κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα (όπως το methotrexate), σε αυτοάνοσες καταστάσεις, σε κάποιες σοβαρές λοιμώξεις, στην αδρανοποίηση του μυελού των οστών και σε συγγενή δυσπλασία του μυελού (ο μυελός δεν αναπτύσσεται φυσιολογικά), σε ακτινοθεραπεία και σε χημειοθεραπεία, σε σοβαρές μολύνσεις και σε ουσίες που προκαλούν καταστροφή των κυττάρων (ναρκωτικά, βαρέα μέταλλα και δηλητήρια), σε παθήσεις του ανοσοποιητικού συστήματος και σε αυτοάνοσες νόσους, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.
Differential count-Λευκοκυτταρικός τύπος (Διαφορική μέτρηση) %
Τα λευκά αιμοσφαίρια διακρίνονται σε 3 κύριους τύπους. Πολυμορφοπύρηνα (Ουδετερόφιλα, Ηωσινόφιλα, Bασεόφιλα), Λεμφοκύτταρα και Μονοκύτταρα. Κάθε τύπος παίζει τον δικό του ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
-% Neutrophils-Ουδετερόφιλα (%) 40-75
Παρέχουν προστασία στον οργανισμό έναντι βακτηριακών λοιμώξεων. Μεταναστεύουν στην περιοχή του τραυματισμού ή της μόλυνσης και καταπολεμούν τη μόλυνση με φαγοκυττάρωση. 
Αυξάνονται σε βακτηριακές και άλλες μολύνσεις, σε βλάβη των ιστών, σε φλεγμονή και διαταραές που προκαλούν υπερπαραγωγή αιμοκυττάρων στον μυελό των οστών, όπως ο καρκίνος.
Αύξηση παρατηρείται σε οξείες λοιμώξεις και φλεγμονές.
Ελαττώνονται με φαρμακολογική αγωγή και σε αυτοάνοσα νοσήματα.
-% Lymphocytes-Λεμφοκύτταρα (%) 20-45
Θεωρούνται τα βασικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, κυρίως, ενάντια στις ιογενείς λοιμώξεις. Είναι τα λευκά αιμοσφαίρια που αναγνωρίζουν ξένες ουσίες, βακτήρια και ιούς στο σώμα και παράγουν αντισώματα για να τα καταπολεμήσουν. Τα λεμφοκύτταρα παράγονται στον μυελό των οστών και διακρίνονται σε Τ και Β.
Πολλές ασθένειες και φαρμακευτικές ουσίες μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τον αριθμό των λεμφοκυττάρων.
Αυξημένα λεμφοκύτταρα (λεμφοκυττάρωση) έχουμε σε οξείες ή χρόνιες ιογενείς λοιμώξεις (ιογενή νοσήματα, ιλαρά, ανεμοβλογιά, ηπατίτιδα, βρουκέλλωση, σύφιλη, λοιμώδη μονοπυρήνωση κλπ.) και σε λεμφοκυτταρικές λευχαιμίες και λεμφώματα.
Ελαττώνονται (λεμφοπενία) σε κληρονομικές ανοσολογικές διαταραχές, στη φυματίωση, στο AIDS, στη νόσο Hodgkin, απλαστική αναιμία και μετά από χορήγηση κορτιζόνης, ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και χημειοθεραπείας
-% Monocytes-Μονοκύτταρα (%) 2-10
Αντιμετωπίζουν βαριές λοιμώξεις με φαγοκυττάρωση. Αυξάνονται κατά τη διάρκεια χρόνιων λοιμώξεων (τύφος, φυματίωση), σε αυτοάνοσα νοσήματα, στη μυελομονοκυτταρική λευχαιμία και σε άλλες κακοήθειες (Hodgkin).
Τα μονοκύτταρα είναι το είδος των λευκών αιμοσφαιρίων που εμπλέκονται στην ανοσοαντίδραση σε ξένες ουσίες.
Τα μονοκύτταρα αυξάνονται σε χρόνιες μολύνσεις, σε φλεγμονώδη πάθηση του εντέρου, στη λευχαιμία και σε ορισμένους καρκίνους. 
Ο αριθμός μπορεί να είναι μειωμένος σε ανθρώπους που πάσχουν από αναιμία ή παίρνουν κορτικοστερεοειδή.
Τα μονοκύτταρα βοηθούν στην απομάκρυνση των νεκρωτικών ιστών.
-% Eosinophils-Ηωσινόφιλα (%) 1-6
Αντιμετωπίζουν αλλεργικές καταστάσεις και παρασιτώσεις.
Αυξάνονται σε αλλεργίες (πυρετός εκ χόρτου και άσθμα), παρασιτώσεις, διάφορες δερματοπάθειες, όπως έκζεμα,  σε ορισμένα κακοήθη νοσήματα, όπως η λευχαιμία και σε αυτοάνοσα νοσήματα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Χαμηλές συγκεντρώσεις ηωσινόφιλων μπορεί να εμφανισθούν σε όσους παίρνουν κορτικοστερεοειδή, σε μολύνσεις που παράγουν πύον ή σε τοξικότητα από το αλκοόλ. 
Τα ηωσινόφιλα δεν αντιδρούν σε μολύνσεις από βακτήρια ή ιούς.
-% Basophils-Βασεόφιλα (%) 0-1
Αντιμετωπίζουν αλλεργικές καταστάσεις και παρασιτώσεις.
Αύξηση των βασεόφιλων παρατηρείται στη χρόνια μυελοκυτταρική λευχαιμία, σε μυξοίδημα, σε αλλοιώσεις της λειτουργίας του μυελού των οστών, όπως η λευχαιμία και η νόσος Hodgkin, σε αλλεργικές καταστάσεις και παρασιτώσεις. 
Μείωση των βασεόφιλων παρατηρείται όταν χορηγούνται κορτικοστερεοειδή φάρμακα, σε αλλεργικές αντιδράσεις και σε οξείες μολύνσεις.
  • RBC-(Red Blood Cells)-Ερυθρά αιμοσφαίρια-Άνδρες: 4.50-6.50 x 10^12/L, Γυναίκες: 3.80-5.80 x 10^12/L
Παράγονται στον μυελό των οστών και έχουν μέσο όρο ζωής 120 μέρες. Μεταφέρουν, μέσω της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν, οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς. Καθοριστική μέτρηση για παρουσία αναιμίας ή πολυκυτταραιμίας.
Ελαττώνονται στην αναιμία.
Αυξάνονται όταν συμβαίνει υπερπαραγωγή τους και όταν υπάρχει απώλεια υγρών λόγω διάρροιας, αφυδάτωσης, εγκαυμάτων.
  • Hgb-(Hemoglobin)-Αιμοσφαιρίνη, Άνδρες: 13.5-17.5 g/dl, Γυναίκες: 12.0-16.0 g/dl
Είναι μια πρωτεϊνη που περιέχει σίδηρο και παρέχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια την ικανότητα να μεταφέρουν οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς του σώματος.
Συμβαδίζει με τα αποτελέσματα των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Δεσμεύει και μεταφέρει οξυγόνο από πνεύμονες στους ιστούς. Συμβάλλει στη μεταφορά διοξειδίου του άνθρακα από τους ιστούς στους πνεύμονες και στη ρύθμιση της οξεοβασικής ισορροπίας του αίματος.
Καθοριστική μέτρηση για αξιολόγηση διαφόρων μορφών αναιμίας.
  • Hct-(Hematocrit)-Αιματοκρίτης, Άνδρες:: 41-53 %, Γυναίκες: 36-46 %
Συμβαδίζει με τα αποτελέσματα των των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Καθορίζει την εκατοστιαία αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον συνολικό όγκο του αίματος.
Χρήσιμος δείκτης για παρουσία αναιμίας, απώλειας αίματος και αφυδάτωσης.
Ένας χαμηλός αιματοκρίτης είναι ένδειξη αναιμίας, απώλειας αίματος, μυελικής ανεπάρκειας, καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων, υποσιτισμού και ανεπάρκειας σε θρεπτικές ουσίες.
Ένας υψηλός αιματοκρίτης σημαίνει αφυδάτωση και μερικές άλλες παθήσεις.
  • MCV-(Mean Cell Volume)-Μέσος όγκος ερυθρών 78-98 fl
Σημαντικός δείκτης του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων και ταξινόμησης αναιμιών.
Αυξάνεται στην αφυδάτωση, στις μεγαλοβλαστικές αναιμίες, όταν υπάρχει έλλειψη Β12 και φυλλικού οξέως και στα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα.
Ελαττώνεται στις σιδηροπενικές αναιμίες, στις θαλασσαιμίες και σε αναιμίες λόγω χρόνιων παθήσεων.
To MCV ανιχνεύει με ακρίβεια κάθε γενική αύξηση ή μείωση του όγκου του ερυθρού αιμοσφαιρίου. Ο γιατρός πρέπει να διαγνώσει εάν η διαταραχή στο MCV, αντανακλά μία παροδική διαταραχή που προκαλείται από απλά παθολογικά προβλήματα (π.χ. κοινή ίωση), εάν πρόκειται για παραμόρφωση ερυθρών από παράγοντες στο αίμα που προκαλούν αλλοιώσεις κατά την εξέταση (π.χ. ωσμωτική διόγκωση λόγω αυξημένου σακχάρου), ή εάν υπάρχει μόνιμη διαταραχή σε κάποιο επίπεδο της φυσιολογικής ερυθροποίησης (π.χ. λόγω κακής απορρόφησης βιταμινών Β).
Στα αίτια του υψηλού MCV περιλαμβάνονται οι ηπατικές παθήσεις, η κατάχρηση αλκοόλ, ο υποθυρεοειδισμός, η μυελική απλασία, η ανεπάρκεια σε βιταμίνη Β12 ή φυλλικό οξύ και η μυελοσκλήρυνση.
Ένας χαμηλός MCV μπορεί να οφείλεται σε δηλητηρίαση από μόλυβδο, σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, σε αιμοσφαιρινοπάθεια και σε ορισμένες αναιμίες.
  • MCH-(Mean Cell Haemoglobin)-Μέση περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης 26-34 pg
Δείκτης της περιεκτικότητας αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Σημαντικός δείκτης για τη ταξινόμηση αναιμιών. Εκφράζει τη μέση περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης που περιέχεται σε κάθε ερυθρό αιμοσφαίριο και μεταφέρει οξυγόνο. Αυξάνεται και ελαττώνεται στις ίδιες καταστάσεις όπως το MCVΗ μέση αιμοσφαιρίνη του ερυθρού, αποτελεί το μέσο όρο της αιμοσφαιρίνης του ερυθρού. Είναι εξαιρετικός δείκτης της ποσότητας της αιμοσφαιρίνης, που περιέχεται στο ερυθρό αιμοσφαίριο.
Τα άτομα με έλλειψη σιδήρου και θαλασσαιμία έχουν ελάττωση MCH, λόγω αδυναμίας σύνθεσης φυσιολογικής ποσότητας αιμοσφαιρίνης.
  • MCHC-(Mean Cell Haemoglobin Concentration)-Μέση συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης 31.5-37.5 g/dl
Ο δείκτης αυτός είναι πολύτιμος στην περίπτωση της κληρονομικής σφαιροκυττάρωσης.
Δείκτης της μέσης πυκνότητας αιμοσφαιρίνης στο μέσο ερυθρό αιμοσφαίριο.
Ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης για τη ταξινόμηση αναιμιών.
Είναι ένας υπολογισμός του επιπέδου αιμοσφαιρίνης που δεσμεύει σίδηρο και μεταφέρει οξυγόνο σε έναν δεδομένο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Αυξάνεται στην αφυδάτωση και οριακά ανάλογα με τη ποσότητα Hgb που θα γεμίσει ένα RBC και στην κληρονομική σφαιροκυττάρωση.
Ελαττώνεται στην υπερυδάτωση, στις σιδηροπενικές αναιμίες και στις θαλασσαιμίες και μπορεί να ελαττωθεί, όταν ελαττώνεται το MCV.
  • RDW-CV (Red Distribution Width-Coefficient Variation)-Κατανομή μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων (με συντελεστή μεταβλητότητας) 11-15 %
Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιματολογικών διαταραχών. Αποτελεί δείκτη μεταβολής στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση. Παρουσιάζει την κατανομή των όγκων των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Αποτελεί δείκτη της ανισοκυττάρωσης, των διακυμάνσεων δηλαδή του μεγέθους των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Η τιμή του RDW, έχει σημαντικό ρόλο στην διαγνωστική προσπέλαση και εκτίμηση της αναιμίας.
Αυξημένο RDW υποδηλώνει ένα μικτό πληθυσμό. Άωρα RBC τείνουν να είναι μεγαλύτερα.
RDW-SD (Red Distribution Width-Standard Deviation)-Κατανομή μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων (με σταθερή απόκλιση) 37-47 fl
Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιματολογικών διαταραχών. Αποτελεί δείκτη της απόκλισης στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση. Παρουσιάζει την κατανομή των όγκων των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Αποτελεί δείκτη της ανισοκυττάρωσης, των διακυμάνσεων δηλαδή του μεγέθους των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Η τιμή του RDW, έχει σημαντικό ρόλο στην διαγνωστική προσπέλαση και εκτίμηση της αναιμίας.
Αυξημένο RDW υποδηλώνει ένα μικτό πληθυσμό. Άωρα RBC τείνουν να είναι μεγαλύτερα.
  • Platelets-Αιμοπετάλια 150-400 x 10^9/L
Τα αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταρα είναι μικρά απύρηνα κύτταρα απαραίτητα στη λειτουργία της αιμόστασης, στον μηχανισμό της πήξης του αίματος, στον σχηματισμό θρόμβων και στη διαδικασία επούλωσης πληγών.
Ο αριθμός τους αυξάνεται ή ελαττώνεται σε καταστάσεις  που επηρεάζουν την παραγωγή αιμοπεταλίων.
Ελαττώνεται όταν χρησιμοποιείται μεγάλος αριθμός όπως στην αιμορραγία, σε κληρονομικές διαταραχές (όπως στο Wiskott-Aldrich, Bernard-Soulier), στο συστηματικό ερυθροματώδη λύκο, την κακοήθη αναιμία, τον υπερσπληνισμό (ο σπλήνας αποσύρει από τη κυκλοφορία μεγάλο αριθμό αιμοπεταλίων), τη λευχαιμία και τη χημειοθεραπεία.
  • MPV-(Mean Platelet Volume)-Μέσος όγκος αιμοπεταλίων 8-12 fl
Ποικίλει ανάλογα με την παραγωγή των αιμοπεταλίων. Ο νέος πληθυσμός αιμοπεταλίων έχει μεγαλύτερο μέγεθος από τα γηρασμένα. Σημαντικός δείκτης του όγκου των αιμοπεταλίων και αξιολόγησης αιματολογικών και αιμορραγικών διαταραχών.
  • PDW (Platelet Distribution Width)-Εύρος κατανομής μεγέθους Αιμοπεταλίων 12-28 %
Δείκτης μεγέθους αιμοπεταλίων. Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιμορραγικών διαταραχών.
  • PCT (Plateletcrit)-Αιμοπεταλιοκρίτης 0.190-0.290 %
Δείκτης εκατοστιαίας αναλογίας αιμοπεταλίων ανά μονάδα όγκου αίματος. Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιμορραγικών διαταραχών
  • Retics (Reticulocytes)-Αριθμός Δικτυοερυθροκυττάρων 0.2-2.0 %
Είναι νεαρά, ανώριμα και απύρηνα ερυθρά αιμοσφαίρια που περιέχουν RNA. Είναι σημαντικά για τη διάκριση των αναιμιών που προκαλούνται από ανεπάρκεια του μυελού των οστών σε σχέση με άλλες μορφές αναιμίας
  • ESR (Erythrocytes Sedimentation Rate)-Τ.Κ.Ε. (Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθρών αιμοσφαιρίων) Άνδρες: < 12 Γυναίκες: < 20
Είναι ο ρυθμός καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε 1 ώρα. Αυξημένη καθίζηση αποτελεί ένδειξη μιας συνεχιζόμενης νοσηρής κατάστασης που θα πρέπει να διερευνηθεί. Σε συνδυασμό με την μέτρηση της CRP αποτελεί μία αξιόπιστη και κλινικά χρήσιμη εξέταση για την διάγνωση, την πορεία εξέλιξης και παρακολούθησης της θεραπείας λοιμωδών, φλεγμονωδών και κακοηθών καταστάσεων.
Ελάττωση ΤΚΕ: Αληθής πολυκυτταραιμία, αύξηση σφαιρινών, καρδιακή ανεπάρκεια, αλλεργικές παθήσεις, δρεπανοκυτταρική αναιμία
Αύξηση ΤΚΕ: Φλεγμονές, λοιμώξεις, κυρίως, από βακτήρια, νεκρώσεις, shock, μετεγχειρητικά, αναιμία, λευχαιμία, δυσπρωτεϊναιμίες, παραπρωτεϊναιμίες, εγκυμοσύνη.
Πολύ υψηλή αύξηση: Πλασματοκύττωμα, νεφρική ανεπάρκεια, μεταστάσεις, ρευματικά νοσήματα, θυρεοειδίτιδα, σήψη.
  • Film-Μορφολογία αίματος
Διερευνάται μικροσκοπικά η μορφολογία των κυτταρικών συστατικών του αίματος αναφορικά με το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα.
Παρόλο που δεν απαιτείται κάποια ειδική δίαιτα, καλό είναι να αποφύγουμε το λιπαρό γεύμα πριν την εξέταση.
Στα βρέφη και τα παιδιά οι φυσιολογικές τιμές της γενικής αίματος μπορεί να διαφέρουν και γι’αυτό χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων.


-Λειτουργικός έλεγχος της αναπνοής:
  • Απλή σπιρομέτρηση
  • Σπιρομέτρηση προ και μετά βρογχοδιαστολής
  • Αντιστάσεις αεραγωγών
  • Πλήρης πληθυσμογραφία
  • Διαχυτική ικανότητα πνεύμονα
  • Στατικοί όγκοι
  • Διατασιμότητα
  • Αέρια αίματος
-Μελέτη Ύπνου
Πολυσωματογραφική μελέτη κατά τη διάρκεια του ύπνου (μπορεί να γίνει και στο σπίτι του ασθενούς)
  • Ροχαλητό
  • Διαταραχές της αναπνοής
  • Αρρυθμίες
  • Άπνοιες κεντρικού τύπου
  • Άπνοιες αποφρακτικού τύπου
  • Διαταραχές ύπνου (ποιοτικός έλεγχος ύπνου), σε πρωινούς πονοκεφάλους, υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, μειωμένη libido στους άνδρες, πνευμονική υπέρταση, κόπωση κατά το ξύπνημα, έκπτωση της διανοητικής λειτουργίας κ.ά
  • Τριγμός δοντιών
-Βρογχοσκόπηση με εύκαμπτο βρογχοσκόπιο
  • Η εξέταση γίνεται σε βλάβες στους βρόχους και είναι εύκολη, γρήγορη και ανώδυνη
-Αλλεργιολογικές εξετάσεις για την ανίχνευση του υπεύθυνου αλλεργιογόνου που προκαλεί άσθμα
  • Δερμοαντιδράσεις δια νυγμού
  • Εξετάσεις ειδικών ανοσοσφαιρινών Ε (RAST tests)















Η επιδίωξη της γονιμότητας και η εγκυμοσύνη αυτή καθ εαυτή προσθέτει κατά κανόνα μία μοναδική παράμετρο στην αντιμετώπιση μίας οποιασδήποτε χρόνιας νευρολογικής πάθησης και ακόμα περισσότερο της απομυελινωτικής νόσου η οποία συνήθως πλήττει άτομα νεαρής αναπαραγωγικής ηλικίας. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο αν κανείς συνυπολογίσει και την επίδραση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στη νόσο ή της ίδιας της αγωγής κατά της νόσου στην ενδεχόμενη εγκυμοσύνη και στο έμβρυο που κυοφορείται. Με αφορμή αυτό το άρθρο ευκαιρία δίνεται να διευκρινιστούν σημαντικές παράμετροι αυτής της περίπλοκης ισορροπίας αν μάλιστα κανείς αναλογιστεί ότι η πάθηση αυτή συναντάται με μεγαλύτερη συχνότητα σε γυναίκες παρά σε άντρες.


Υπάρχουν άραγε κατευθυντήριες οδηγίες σε σχέση με τη σκλήρυνση κατά πλάκας και τη γονιμότητα ή την εγκυμοσύνη;


Η απάντηση είναι αρνητική δεδομένου ότι η στάση του θεράποντος εξατομικεύεται σε σχέση με την κλινική κατάσταση της ασθενούς, το νευρολογικό της έλλειμα, τη φαρμακευτική της αγωγή αλλά και τον δρόμο που έχει να διανύσει προκειμένου να κατακτήσει το όνειρο της μητρότητας.


Ποια είναι όμως η επίδραση της εγκυμοσύνης στην κλινική πορεία της νόσου;
Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πλήρη μελέτη που έχει δημοσιευτεί πάνω σε αυτό το ζήτημα (Finkelsztejn A et al BJOG. 2011) και η οποία ουσιαστικά αναλύει τα αποτελέσματα από 13 προηγηθείσες εργασίες και από την παρακολούθηση 1221 κυήσεων σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας το συμπέρασμα που ανακύπτει είναι ότι η εγκυμοσύνη ουσιαστικά καταστέλλει τη δραστηριότητα της νόσου ενώ η λοχεία προσωρινά την αυξάνει.
Τα αποτελέσματα αυτά έρχονται να επικυρώσουν την προγενέστερη προοδευτική μελέτη PRIMS (Confavreux C et al,N Engl J Med. 1998) η οποία ουσιαστικά παρακολουθώντας την κλινική πορεία ασθενών με απομυελινωτική νόσο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα υποτροπής της νόσου στο πρώτο, δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο κύησης είναι 0,7, 0,5,0,2 ανά γυναίκα ενώ αυξάνεται στο 1,2 στη λοχεία λίγο πριν πέσει στα φυσιολογικά επίπεδα προ σύλληψης μερικές εβδομάδες αργότερα.


Γιατί αυξάνεται στη λοχεία η πιθανότητα υποτροπής;
Πιθανοί αιτιολογικοί παράγοντες είναι το άγχος, η έντονη κόπωση και η απώλεια της σχετικής αναοσοκατοστολής που προκαλεί η εγκυμοσύνη. Σε κάθε περπίτωση η «αναζωοπύρωση» της νόσου είναι παροδική και διαρκεί παρά λίγες εβδομάδες. Αν κανείς δε συνυπολογίσει και τις ιδιαίτερες παραμέτρους της λοχείας στο «ελληνικό» περιβάλλον όπου κατά κανόνα υπάρχουν από ένα ή δύο πρόσωπα του κοντινού περιβάλοντος που στηρίζουν τη νέα μητέρα οι πιθανότητες υποτροπής που περιγράφονται στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία περιορίζονται ακόμα περισσότερο.


Τι ισχύει με τον μητρικό θηλασμό;
Αξιοσημείωτα, η προαναφερθείσα μελέτη PRIMS ανέδειξε το συμπέρασμα ότι οι γυναίκες που θηλάζουν παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά υποτροπής στην περίοδο της λοχείας γεγονός που εξηγείται από την παρατήρηση ότι γυναίκες που επιλέγουν να θηλάσουν είναι κατά κανόνα ασθενείς σε καλύτερη κλινική κατάσταση άρα και σε ευνοικότερη κλινική αφετηρία από τις υπόλοιπες.


Ποια η επίδραση της πάθησης στην εγκυμοσύνη;
Μηδαμινή. Το μόνο που έχει παρατηρηθεί είναι τα έμβρυα των ασθενών αυτών να παρουσιάζουν χαμηλότερο βάρος γέννησης σε σχέση με αυτά του γενικού πληθυσμού.
Μπορεί να διενεργηθεί επισκληρίδιος αναισθησία στις ασθενείς αυτές;
Ασφαλώς. Οποιαδήποτε αντίληψη ότι η περιοχική αναισθησία αυξάνει την πιθανότητα υποτροπής της νόσου είναι παντελώς ανυπόστατη!


Τι ισχύει για τις περιπτώσεις υπογονιμότητας;
Στο σημείο αυτό τα δεδομένα παύουν να είναι τόσο ξεκάθαρα γιατί υπάρχουν ελάχιστες μελέτες πάνω στο ζήτημα και όσες υπάρχουν αναλύουν ελάχιστα κλινικά περιστατικά. Προκειμένου να ανιτληφθεί κανείς το μέγεθος της ένδειας κλινικών δεδομένων αρκεί να διαπιστώσει ότι η μεγαλύτερη δημοσιευμένη μελέτη πάνω στο ζήτημα αναλύει μόλις 16 περιστατικά ! Στη μελέτη αυτή παρεπιμπτόντως παρατηρήθηκε αύξηση της υποτροπής της νόσου αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό επίτευξης κύησης (άρα και σχετικής προστασίας της ασθενούς) δεν ξεπέρασε το 15 %...
Τα οικεία δεδομένα μας από τη δραστηριότητα στον τομέα της εξωσωματικής γονιμοποίησης σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας τα τελευταία 10 χρόνια στην κλινική ΓΕΝΕΣΙΣ ΑΘΗΝΩΝ είναι ότι ανάμεσα στις 25 γυναίκες που υπεβλήθησαν σε αγωγή οι 18 απέκτησαν παιδί στον πρώτο χρόνο προσπαθειών και μόνο οι δύο από αυτές παρουσίασαν αυξημένη ενεργότητα της νόσου στον πρώτο χρόνο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας...


Πόσο ασφαλή είναι τα φάρμακα κατά της νόσου στο θέμα της γονιμότητας ή της κύησης;
Ανάμεσα στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται υπάρχουν γνωστά τερατογόνα αλλά και άλλα που θεωρούνται σχετικά ασφαλή. Μπροστά στην αβεβαιότητα αυτή πολλοί θεράποντες επιλέγουν τη διακοπή της αγωγής όταν επιδιώκεται εγκυμοσύνη δεδομένης και της παρατήρησης ότι κατά την κύηση η πιθανότητα υποτροπής της νόσου είναι περιορισμένη. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι τα πιο κοινά φάρμακα όπως η ιντερφερόνη β και η γλατιραμέρη ανήκουν στην πλέον ασφαλή κατηγορία φαρμάκων για την εγκυμοσύνη.


Ποια είναι λοιπόν τα συμπεράσματά σας για τις ασθενείς με απομυελινωτική νόσο που θέλουν να επιδιώξουν το όνειρο της μητρότητας;
Οι γυναίκες αυτές πρέπει να ξεπεράσουν στερεότυπα του παρελθόντος και λανθασμένες αντιλήψεις και να επιδιώξουν με τον καταλληλότερο τρόπο το δικαίωμά τους στην μητρότητα. Η επιδίωξη αυτή περισσότερο τις προφυλάσσει παρά τις θέτει τελικά σε κίνδυνο.


Σφακιανούδης Κωνσταντίνος, Μαιευτήρας - Γυναικολόγος, Ειδικός Γονιμότητας











ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΧΙΟΝΟΠΤΩΣΗΣ
Αν βρίσκεστε στο σπίτι:
Διατηρείστε το σπίτι σας ζεστό και παραμείνετε εντός αυτού κατά το περισσότερο δυνατό.
Μην αφήνετε τα παιδιά να βγουν έξω ασυνόδευτα.
Ελέγξτε το δίκτυο ύδρευσης, τους σωλήνες και τον υαλοπίνακα του ηλιακού θερμοσίφωνα.

Αν βρίσκεστε στο αυτοκίνητο:
Αποφύγετε την οδήγηση σε δύσβατες περιοχές.
Αλλάξτε πορεία αν βρίσκεστε σε δύσβατο δρόμο και υπάρχει έντονη χιονόπτωση.
Τηρείτε τις αποστάσεις ασφαλείας από τα προπορευόμενα οχήματα.
Παραμείνετε στο αυτοκίνητο αν αυτό ακινητοποιηθεί. Ανάβετε τη μηχανή για 10 λεπτά ανά ώρα και διατηρείτε την εξάτμιση του οχήματος καθαρή από το χιόνι.


Αν βρίσκεστε σε εξωτερικό χώρο:
Πηγαίνετε σε ασφαλές μέρος χωρίς να εκτεθείτε στη χιονοθύελλα.
Ντυθείτε με πολλά στρώματα από ελαφριά και ζεστά ρούχα αντί για ένα βαρύ ρούχο και φορέστε ζεστές αδιάβροχες μπότες. Προτιμήστε ένα αδιάβροχο εξωτερικό ρούχο.
Προσέξτε τις μετακινήσεις σας σε περιοχές όπου προβλέπονται χιονοπτώσεις.
Χρησιμοποιείστε αντιολισθητικές αλυσίδες αν είναι απολύτως απαραίτητο να μετακινηθείτε με αυτοκίνητο. Είναι προτιμότερο να ταξιδέψετε κατά τη διάρκεια της ημέρας χρησιμοποιώντας κεντρικούς δρόμους. Ενημερώστε τους οικείους σας για τη διαδρομή που θα ακολουθήσετε.
Προτιμήστε τα μέσα μαζικής μεταφοράς για μετακινήσεις στην πόλη.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΓΕΤΟΥ
Σε περιοχές όπου έχει δημιουργηθεί παγετός απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή όταν οδηγείτε. Ενημερωθείτε για την κατάσταση του οδικού δικτύου και έχετε αντιολισθητικές αλυσίδες.
Αν μετακινείστε πεζή, φορέστε κατάλληλα παπούτσια ώστε να αποφύγετε τραυματισμούς λόγω της ολισθηρότητας.


ΣΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ
Προληπτικά μέτρα για την προστασία των σωληνώσεων από ενδεχόμενο παγετό:
Βεβαιωθείτε ότι οι εξωτερικοί σωλήνες (πχ ηλιακού θερμοσίφωνα, βρύσες μπαλκονιών) είναι μονωμένοι, διαφορετικά να φροντίσετε ώστε να μονωθούν το συντομότερο δυνατόν.
Αν παρόλα αυτά παγώσουν οι κεντρικοί σωλήνες σας, ακολουθήστε τις παρακάτω οδηγίες:
Κλείστε αμέσως τον κεντρικό διακόπτη παροχής νερού του σπιτιού και ελέγξτε τον υδρομετρητή. Αν συνεχίζει να λειτουργεί («γράφει») τότε υπάρχει διαρροή στο δίκτυό σας. Κλείστε τον διακόπτη της κεντρικής παροχής και καλέστε έναν υδραυλικό.
Ελέγξτε αν έχουν βραχεί ή διατρέχουν κίνδυνο οι ηλεκτρικές σας εγκαταστάσεις και απομονώστε τις.

ΠΗΓΗ medlabnews.gr 






ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ