ΜΕΝΟΥ

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

CΑ MΑΣΤΟΥ

Εισαγωγή
Ο όρος «καρκίνος του μαστού» αναφέρεται στη νοσηρή ανάπτυξη κακοήθους όγκου στην ευρύτερη περιοχή του μαστού. Αποτελεί μία από τις πλέον συχνότερα εμφανιζόμενες μορφές καρκίνου σε παγκόσμιο επίπεδο, πρώτη σε αριθμό κρουσμάτων μεταξύ του γυναικείου πληθυσμού, ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο. Αποτελεί, επίσης, τη δεύτερη σε συχνότητα αιτία θανάτου μεταξύ των Ευρωπαίων γυναικών και την πρώτη μεταξύ καρκινοπαθών.
Ο καρκίνος του μαστού, στις διάφορες μορφές της νόσου, προκαλείται από άναρχο και αφύσικο πολλαπλασιασμό παθολογικών κυττάρων στους ιστούς του σώματος, που, συνακόλουθα, προκαλούν το σχηματισμό κακοήθους όγκου στην περιοχή του μαστού. Ο καρκίνος του μαστού, όπως και κάθε κακοήθης νεοπλασία, αποτελεί ουσιαστικά κυτταρική νόσο. Τα παθολογικά αυτά κύτταρα έχουν τη δυνατότητα διήθησης - διείσδυσης δηλαδή σε γειτονικούς ιστούς - και συνεπώς είναι σε θέση να επεκταθούν και να προκαλέσουν σοβαρές βλαπτικές συνέπειες στη λειτουργία του οργανισμού.
Ας σημειωθεί πως η εμφάνιση της νόσου σε άρρενες, παρ’ ότι σπανιότατη, δεν είναι άγνωστη. Όσον αφορά στις γυναίκες, ουσιαστικά όλες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου – όχι, όμως στον ίδιο βαθμό. Ορισμένα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στην εμφάνιση των κρουσμάτων είναι αρκετά διαφωτιστικά.

Στατιστικά στοιχεία

Κρούσματα
Σύμφωνα με τη Διεθνή Έκθεση για τις καρκινικές νόσους που παρουσιάστηκε στη Γενεύη της Ελβετίας τον Απρίλιο του 2003 από την IARC (International Agency for Research on Cancer), ο καρκίνος του μαστού αποτελεί την πιο κοινή μορφή καρκίνου μεταξύ των γυναικών, με περίπου 1.000.000 νέα κρούσματα παγκοσμίως. Στις Η.Π.Α. τα κρούσματα ξεπερνούν τα 200.000 ετησίως, ενώ στην  Ελλάδα διαγιγνώσκονται περίπου 4.500 γυναίκες με καρκίνου του μαστού κάθε χρόνο. Υπολογίζεται (βάσει στοιχείων του έτους 2002) ότι 1 στις 8 γυναίκες στην Αμερική και 1 στις 9 στην Ευρώπη θα νοσήσει από κακοήθη μαστική νεοπλασία κάποια στιγμή στη ζωής της. Μόλις το 30% από τις γυναίκες αυτές έχει ιστορικό κληρονομικότητας στην οικογένειά των. Στην Ελλάδα το αναλογικό ποσοστό κρουσμάτων είναι 1 στις 12.
Είναι ενδιαφέρον ότι, στην Ευρώπη, το 60% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού διαγιγνώσκεται σε πρώιμο στάδιο – ποσοστό που στην Ελλάδα μόλις και μετά βίας εγγίζει το 5%. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν πόσο ελλιπής είναι η σχετική ενημέρωση μεταξύ των Ελληνίδων, γεγονός εξαιρετικά λυπηρό, αν λάβουμε υπόψη τις δυνατότητες πλήρους ίασης που παρέχει μία έγκαιρη διάγνωση.
Το πενταετές ποσοστό επιβίωσης σε περιπτώσεις διάγνωσης σε πρώιμο στάδιο φθάνει ως και το 95%, στοιχείο που υποδηλώνει πως ο καρκίνος του μαστού μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς για την πλειονότητα των γυναικών που φροντίζουν να τον εντοπίσουν έγκαιρα, μέσω συχνών προληπτικών ελέγχων και ψηλάφησης του στήθους. Αν και μόλις το 20% των διογκώσεων που μπορεί να εντοπιστούν μέσω της ψηλάφησης ενδέχεται να είναι καρκινογόνο, όλες πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά από γιατρό αμέσως μετά τον εντοπισμό τους.
Τα ποσοστά θανάτου από καρκίνο του μαστού χαρακτηρίζονται από πτωτική τάση από τις αρχές του 1990, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να εντοπίζονται στις γυναίκες κάτω των 50. Οι ερευνητές αποδίδουν την πτώση αυτή στην έγκαιρη διάγνωση μέσω μαστογραφιών καθώς και στις βελτιώσεις που έχουν επέλθει στις σχετικές θεραπευτικές αγωγές. Ο αριθμός των ατόμων που έχουν αντιμετωπίσει με επιτυχία τον καρκίνο του μαστού αυξάνεται συνεχώς  - από τον Ιανουάριο του 2006, υπήρξαν περίπου 2,5 εκατομμύρια γυναίκες στις ΗΠΑ που, βάσει της έκθεσης, έχουν ξεπεράσει με επιτυχία την περιπέτεια του καρκίνου του μαστού.

Αίτια

Κληρονομικότητα
Υπολογίζεται πως μόλις το 5  - 10% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού σχετίζεται όντως με παράγοντες κληρονομικότητας. Η πλειονότητα των κρουσμάτων προκύπτει από βλάβες στο γενετικό υλικό των μαστικών κυττάρων, που προκαλούνται από διάφορους παράγοντες κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.  Ωστόσο, δύο γονίδια, γνωστά ως BRCA 1 και BRCA 2, έχουν προσδιοριστεί ως παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού όταν έχουν υποστεί γενετική αλλοίωση.
Ομάδες Υψηλού Κινδύνου
Πληθώρα μελετών έχει βοηθήσει τους επιστήμονες να προσδιορίσουν ορισμένους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη κακοήθους νεοπλασίας στο μαστό. Αναφέρονται οι κυριότεροι:
Ηλικία
Στοιχεία αποδεικνύουν πως ο καρκίνος του μαστού μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικία μετά την εφηβεία. Ωστόσο, τα ποσοστά εμφάνισής του αυξάνονται όσο ανεβαίνουμε τις ηλικιακές κλίμακες. Υπολογίζεται πως μία γυναίκα 70 χρονών μπορεί να αντιμετωπίζει ως και διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού από μία γυναίκα που έχει μόλις περάσει την εμμηνόπαυση.
Τα ποσοστά απεικονίζουν τα συμπεράσματα αυτά με ενάργεια: για γυναίκες ηλικίας 15 – 39 ετών το ποσοστό εμφάνισης καρκίνου μαστού αγγίζει το 0,5%. Για γυναίκες από 40 – 59 ετών το ποσοστό ανεβαίνει στο 4%, ενώ τις ηλικίες άνω των 60, το ποσοστό υπολογίζεται στο 7%. Ας σημειωθεί πως η πλειονότητα των κρουσμάτων προκύπτει σε γυναίκες άνω των 50, και περισσότερα από τα μισά αφορούν γυναίκες άνω των 60.
Κληρονομικότητα
Παρ’ ότι η κληρονομικότητα φαίνεται να παίζει ρόλο σε ποσοστό μικρότερο του 10% επί των κρουσμάτων, έχει αποδειχτεί πως είναι ένας βασικός παράγοντας κινδύνου. Γυναίκες με εξ αίματος συγγενείς που έχουν νοσήσει αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό.
Το ποσοστό κινδύνου εμφανίζεται αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία εμφάνισης της νόσου: όσο νεότερο ήταν το μέλος της οικογένειας όταν νόσησε, τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό κινδύνου για τις υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειας. Εξίσου σημαντικός φαίνεται πως είναι ο αριθμός των κρουσμάτων στην οικογένεια: όσο περισσότερα τα κρούσματα, τόσο μεγαλύτερος και ο κίνδυνος για τα υπόλοιπα μέλη.
Διαταραχές ή ιδιαιτερότητες της εμμήνου ρύσης και της κύησης
Στοιχεία υποδηλώνουν πως γυναίκες με πρώιμη έναρξη της εμμήνου ρύσης  (πριν από το 12ο έτος της ηλικίας τους) ή με καθυστερημένη εμμηνόπαυση (μετά τα 55) αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό. Επίσης, η λήψη οιστρογόνων μετά την εμμηνόπαυση έχει συσχετιστεί με αυξημένα ποσοστά εμφάνισης της νόσου, με τον κίνδυνο να είναι ανάλογος του διαστήματος λήψης των οιστρογόνων. Ανάλογος συσχετισμός έχει προκύψει και για γυναίκες που παρέμειναν άτεκνες, που δεν είχαν πλήρεις κυήσεις (διάρκεια εννέα μηνών) ή που γέννησαν μετά τα τριανταπέντε τους χρόνια.
Παχυσαρκία και αύξηση του σωματικού βάρους
Τον Ιούνιο του 2009 ανακοινώθηκε από το Αμερικανικό Ίδρυμα για την έρευνα του Καρκίνου (AICR) ότι η συσσώρευση σωματικού λίπους σε ποσοστά άνω του κανονικού ευθύνεται για το 17% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού στις Η.Π.Α. Άλλα στοιχεία καταδεικνύουν πως η αύξηση του βάρους μετά την ηλικία των 20 ετών αυξάνει αναλογικά τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Όταν μάλιστα η αύξηση αγγίζει τα 16 κιλά, ο κίνδυνος αυξάνει σχεδόν κατά 68%. Ερευνητές έχουν παρατηρήσει ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ηλικία στην οποία προσλαμβάνονται τα κιλά: όσο μεγαλύτερη ηλικία, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος. Μια γυναίκα που προσλαμβάνει 10 ή και περισσότερα επιπλέον κιλά μετά τα 30 της ή περισσότερα από 6 κιλά μετά τα 40 της διατρέχει σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες εμφάνισης της νόσου από μία γυναίκα που διατηρεί σταθερό το βάρος της. Ο κίνδυνος τριπλασιάζεται εάν ο δείκτης μάζας σώματος βρίσκεται στα μέγιστα επίπεδά του μετά την ηλικία των 50 ετών.
Αλκοόλ
Ο τρόπος με τον οποίο το αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης του καρκίνου του μαστού δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητός στους ερευνητές. Πιθανότατα σχετίζεται με τη λειτουργία των οιστρογόνων, αλλά η υπόθεση αυτή δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί.
Πρόσφατες έρευνες έχουν, επίσης, αποκαλύψει τη σημασία της ηλικίας έναρξης κατανάλωσης αλκοόλ καθώς και της συχνότητας κατανάλωσης: άτομα που έπιναν σχεδόν καθημερινά από τα εφηβικά τους χρόνια αντιμετωπίζουν πολλαπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με άτομα που δεν έπιναν καθόλου ή μόλις μία φορά την εβδομάδα. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η παρατήρηση πως, μεγάλο ποσοστό γυναικών που παραδέχτηκαν ότι μεθούσαν τακτικά, αργότερα νόσησαν.
Στοιχεία υποδεικνύουν συσχέτιση της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών και με την επανεμφάνιση της νόσου σε γυναίκες που είχαν ολοκληρώσει τη σχετική θεραπεία. Σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε το Δεκέμβριο του 2009 στο Διεθνές Συνέδριο ογκολογίας του Σαν Αντόνιο, άτομα που νόσησαν από καρκίνο του μαστού και καταναλώνουν με μετριοπάθεια αλκοόλ διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επανεμφάνισής του από εκείνα που πίνουν λίγο ή καθόλου οινοπνευματώδη ποτά.
Κάπνισμα
Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων ερευνών η κατανάλωση ενός πακέτου τσιγάρων ημερησίως, από γυναίκες προ της εμμηνόπαυσης και για εννέα περίπου χρόνια, αυξάνει δραστικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά σχεδόν 60%. Για γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση το ποσοστό μειώνεται στο 50%, αλλά ούτως ή άλλως είναι αφυπνιστικά υψηλό. Η διακοπή του καπνίσματος έχει αποδειχτεί πως είναι σε θέση να μειώσει το σχετικό κίνδυνο.
Έκθεση του στήθους σε ακτινοβολία
Η ιονίζουσα ακτινοβολία έχει προσδιοριστεί ως παράγοντας αύξησης του κινδύνου εμφάνισης της νόσου.
Προηγούμενος καρκίνος της μήτρας ή των ωοθηκών
Στοιχεία υποδηλώνουν πως γονιδιακές μεταλλάξεις που προκαλούν καρκίνο των ωοθηκών και της μήτρας είναι σε θέση να προκαλέσουν κακοήθη νεοπλασία και στο μαστό.
Άτυπη υπερπλασία ή άλλη προ-κακοήθης κατάσταση
Μολονότι δεν είναι όλες οι αλλοιώσεις ή όγκοι στο στήθος κακοήθεις και καρκινικοί, ορισμένες προετοιμάζουν το έδαφος για την εμφάνιση παθογόνων καρκινικών κυττάρων και καρκίνου στην ευρύτερη περιοχή του μαστού.
Πολλαπλές βιοψίες του μαστού
Λήψη αντισυλληπτικών δισκίων;
Τα περισσότερα αντισυλληπτικά χάπια περιέχουν οιστρογόνα, ο ρόλος των οποίων στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού έχει καταδειχτεί ποικιλοτρόπως. Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες που αφορούν στη συσχέτιση καρκίνου του μαστού και αντισυλληπτικών χαπιών δεν έχουν συμπεράνει κάποια ισχυρή αλληλεπίδραση: φαίνεται πως η χρήση των εν λόγω χαπιών δεν αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.

Συμπτώματα

Ο Καρκίνος ως ομάδα ασθενειών χαρακτηρίζεται από ορισμένα γενικά συμπτώματα, ενώ κάθε διακριτή του μορφή συσχετίζεται με ορισμένα ειδικά συμπτώματα. Τα ειδικά συμπτώματα που χαρακτηρίζουν εν γένει τις εκάστοτε παραλλαγές του καρκίνου του μαστού - η φύση και η έκταση των οποίων ποικίλλει – είναι τα εξής:

  • Εξόγκωμα, ογκίδιο ή σκλήρυνση στην ευρύτερη περιοχή του μαστού και/ή της μασχάλης.
  • Έκκριση υγρών ή αίματος από τη θηλή του μαστού.
  • Διόγκωση λεμφαδένων της μασχάλης.
  • Έλξη του δέρματος ή της θηλής προς το εσωτερικό του μαστού (εισολκή δέρματος).
  • Αλλοιώσεις του δέρματος (όψη φλοιού πορτοκαλιού).
  • Ερυθρότητα, φλόγωση, ευαισθησία ή πόνοι στο στήθος.


Για το σύνολο των στοιχείων της έκθεσης βλ. www-dep.iarc.fr/.

Καλοήθεις παθήσεις του μαστού


Εισαγωγή
Δεν είναι όλες οι αλλοιώσεις, διογκώσεις ή σκληρύνσεις καρκινικές και κακοήθεις, μολονότι όλες θα πρέπει να εξετάζονται άμεσα μετά τον εντοπισμό τους. Υπολογίζεται πως το 90% των μαστικών όγκων σε γυναίκες ηλικίας 20 – 50 ετών προκαλούνται από κάποια πάθηση καλοήθους φύσης. Ακολουθούν ορισμένες καλοήθεις μαστικές παθήσεις με σύντομες επεξηγητικές πληροφορίες.

Καλοήθεις παθήσεις του μαστού

Ινοαδένωμα
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά; Το ινοαδένωμα είναι το συνηθέστερο καλοήθες εξόγκωμα στην περιοχή του μαστού. Θωρείται καλοήθης νεοπλασία, αν και πολλοί είναι αυτοί που τη συνδέουν με υπερπλασία των μαστικών λοβίων. Συνίσταται στο σχηματισμό ενός όγκου από ινώδη και αδενικό ιστό. Τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι τα εξής:
  • Σκληρότητα.
  • Κινητικότητα, καθώς δεν συσχετίζεται με το μαστικό αδένα ούτε συμφύεται με το δέρμα.
  • Σπάνια πρόκληση πόνου.
  • Πλήρως και ευκρινώς διακριτό σώμα με ομαλή επιφάνεια.
Πώς προκαλείται; Το ινοαδένωμα δε σχετίζεται με την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων και συνήθως διογκώνεται κατά την κύηση, την περίοδο του θηλασμού και την κλιμακτήριο ή την περίοδο προ της εμμηνόπαυσης. Το ινοαδένωμα εμφανίζεται σπάνια σε άρρενες. Ορισμένες μορφές του μπορούν να εξελιχθούν σε κάποια κακοήθη πάθηση – γεγονός που εξακριβώνεται με τη διενέργεια βιοψίας.
Ποιες γυναίκες αφορά και πώς αντιμετωπίζεται; Εμφανίζεται σε γυναίκες νεαρής ηλικίας, συνήθως κάτω των 30 ετών και σπάνια μετά την εμμηνόπαυση. Λόγω της προφανούς γενικής ομοιότητας με τους καρκινικούς μαστικούς όγκους, οι γιατροί συνήθως συστήνουν βιοψία για την εξακρίβωση της φύσης του. Μπορεί, επίσης, να διαγνωστεί μέσω υπερήχων και μαστογραφίας. Μελέτες υπολογίζουν πως μόλις το 3 - 5‰ των κρουσμάτων ινοαδενώματος συνοδεύεται και από ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων (συνήθως μη διηθητικού λοβιακού ή DCIS). Ο τρόπος αντιμετώπισής του εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως το μέγεθός του, η φύση των μεταβολών του και τα συμπτώματα που επιφέρει. Σε περίπτωση εμφάνισής του κατά την εγκυμοσύνη, συνιστάται σχεδόν πάντοτε η αφαίρεσή του για να μην προκαλείται ιδιαίτερη ανησυχία στην έγκυο. Τα ινοαδενώματα μεγάλου μεγέθους συνήθως αφαιρούνται χειρουργικά. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται τα επονομαζόμενα εφηβικά ινοαδενώματα, τα οποία εμφανίζονται στην αρχή ή κατά τη διάρκεια της εφηβείας και συχνά προκαλούν πόνο και ασυμμετρία στους μαστούς. Η χειρουργική αφαίρεση είναι πολύ εύκολη και δεν ταλαιπωρεί ιδιαίτερα την ασθενή.

Κύστη
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά; Κύστη είναι μια παθολογική, καλοήθης ανάπτυξη ενός θύλακος σε κάποιο όργανο του σώματος, με ρευστό ή ημίρρευστο περιεχόμενο.  Οι μαστικές κύστεις σχηματίζονται από τοπική συλλογή υγρού. Χαρακτηρίζονται από:
  • Κυκλικό, ομαλό περίγραμμα.
  • Μαλακή σύσταση. Η ψηλάφησή τους δίνει την αίσθηση συμπίεσης ενός μικρού μπαλονιού με νερό.
  • Εύκολη μετακίνηση εντός του μαστού και δυνατότητα συμπίεσης.
  • Ορισμένες φορές προκαλούν πόνο.
Οι κύστεις διακρίνονται σε:
  • Απλές κύστεις: περιέχουν μόνο υγρό.
  • Επιπεπλεγμένες κύστεις: περιέχουν υγρό αλλά και συμπαγή στοιχεία. Σπάνια, σε ποσοστό μικρότερο του 0,5%, μπορεί να υποκρύπτουν κακοήθεια.
  • Πολύπλοκες κύστεις: μοιάζουν με κύστη αλλά και με συμπαγή όγκο. Συχνά, σε ποσοστό 20 – 40%, υποκρύπτουν κακοήθεια.
Πώς προκαλείται; Προς το τέλος της περιόδου εμμήνου ρύσης, τα μαστικά κύτταρα διογκώνονται συλλέγοντας και συγκρατώντας υγρό, το οποίο και αποβάλλουν μετά το πέρας της περιόδου. Αν η συγκέντρωση αυτή διατηρηθεί και μετά το πέρας της εμμήνου ρύσης, σχηματίζονται μία ή και περισσότερες κύστεις. Η παθολογική αυτή κατάσταση προκαλείται εξαιτίας ορμονικών διαταραχών και, για το λόγο αυτό, το μέγεθός τους ποικίλει κατά τη διάρκεια του ωοθηκικού κύκλου. Φυσικά, η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης στην εμμηνόπαυση θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάπτυξη ή την επανεμφάνισή τους.
Σε ποιες γυναίκες εμφανίζεται; Η ασθένεια πλήττει, συνήθως, γυναίκες ηλικίας μεταξύ 30 – 50 ετών και σπανιότατα κάνει την εμφάνισή της μετά την εμμηνόπαυση. Μόλις μία στις δέκα γυναίκες θα εμφανίσει μαστική κύστη στη διάρκεια της ζωής της. Υπολογίζεται ότι το 50% των κρουσμάτων εμφανίζει κύστεις και στους δύο μαστούς, και το 30% εμφανίζει πολλαπλές κύστεις, γεγονός που δίνει την εντύπωση πως το σχήμα τους είναι ακανόνιστο. Στο 10% των περιπτώσεων οι κύστεις επανεμφανίζονται.
Πώς αντιμετωπίζεται; Η παθολογική αυτή κατάσταση είναι ασυμπτωματική και ελάχιστες φορές κρίνεται αναγκαία η χειρουργική ή φαρμακευτική της αντιμετώπιση, η οποία και εξαρτάται άμεσα από το είδος των εμφανιζόμενων κύστεων (απλές, επιπεπλεγμένες, πολύπλοκες). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων εξαφανίζονται από μόνες τους. Αν, όμως, είναι πολύ μεγάλες ή επώδυνες, οι γιατροί συχνά συστήνουν παρακέντηση, αφαίρεση δηλαδή του περιεχόμενου υγρού. Η εν λόγω διαδικασία είναι ανώδυνη και έχεις ως αποτέλεσμα την διάλυση της κύστης. Συχνά, μέρος  της αποστέλλεται για κυτταρολογική εξέταση. Αν υπάρχουν υποψίες κακοήθειας, διενεργείται βιοψία.

Λίπωμα
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά; Το λίπωμα είναι μία καλοήθης μάζα λιπώδους σύστασης που εμφανίζεται συνήθως υποδόρια (αμέσως κάτω από το δέρμα) αλλά ορισμένες φορές και σε βαθύτερα μυϊκά στρώματα. Σε περίπτωση συσχέτισής του με αδένες, τότε αναφερόμαστε σε αυτό ως αδενολίπωμα. Βασικά του χαρακτηριστικά:
  • Κινητικότητα.
  • Σφαιρικό σχήμα.
  • Ομαλό περίγραμμα.
  • Ποικίλο μέγεθος (μερικά χιλιοστά ως μερικά εκατοστά – σπάνια περισσότερα από 3).
  • Βραδεία ανάπτυξη.
  • Δεν προκαλεί πόνο.
Πώς προκαλείται; Δεν είναι πλήρως εξακριβωμένα τα αίτια εμφάνισής του, αλλά είναι βέβαιο πως δεν σχετίζονται με ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων. Η κληρονομική προδιάθεση φαίνεται πως παίζει κάποιο ρόλο.
Σε ποιες γυναίκες εμφανίζεται; Έχει παρατηρηθεί πως λιπώματα εμφανίζονται κάπως συχνότερα σε γυναίκες με ευμεγέθεις μαστούς.
Πώς αντιμετωπίζεται; Το λίπωμα, όπως και το αδενολίπωμα, αφαιρείται πολύ εύκολα χειρουργικά μέσω τοπικής αναισθησίας, για λόγους κυρίως αισθητικούς. Δείγμα ιστού αποστέλλεται, συνήθως, για ιστολογική εξέταση.

Φυλλοειδής όγκος
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά; Ο φυλλοειδής όγκος είναι μια σπάνια μορφή (μόλις 0,3 – 0,5% επί του συνόλου των μαστικών νεοπλασμάτων) μαστικού νεοπλάσματος, η οποία μπορεί να αναπτυχθεί είτε ως καλοήθης είτε ως κακοήθης (κυστεοσαρκώματα). Μορφολογικά μοιάζει πολύ με το ινοαδένωμα, από το οποίο είναι συχνά δύσκολο να διακριθεί. Στην καλοήθη του μορφή χαρακτηρίζεται από:
  • Λεία επιφάνεια.
  • Σχετικά μεγάλο μέγεθος (5 – 15 εκατοστά).
  • Ταχεία ανάπτυξη
  • Κινητικότητα.
  • Περιφερειακοί όζοι.
  • Πρόκληση πόνου.
  • Πιθανές αλλοιώσεις (όπως λέπτυνσης και διακριτικού χρωματισμού) του δέρματος λόγω ταχείας αύξησης του μεγέθους του μαστού.
Πώς προκαλείται; Λόγω των ομοιοτήτων του με το ινοαδένωμα, ορισμένοι υποθέτουν ότι αποτελεί μια μορφή εξέλιξής του.
Σε ποιες γυναίκες εμφανίζεται; Ο φυλλοειδής όγκος εμφανίζεται πιο συχνά σε γυναίκες ηλικίας 35 – 55 ετών, αλλά έχει παρατηρηθεί και σε έφηβες. Έρευνες καταδεικνύουν πως τα περισσότερα κρούσματα αφορούν γυναίκες λατινικής  ή ασιατικής καταγωγής.
Πώς αντιμετωπίζεται; Συχνά, λόγω του μεγέθους του και του αυξημένου κινδύνου υποτροπής, ο φυλλοειδής όγκος αντιμετωπίζεται με μαστεκτομή (χειρουργική αφαίρεση του παθόντος μαστού). Ωστόσο, ολοένα και περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με απλή εκτομή ή τεταρτεκτομή.

Θήλωμα
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά; Το θήλωμα είναι ένα είδος καλοήθους όγκου που αναπτύσσεται στο μαστό ή και σε άλλα όργανα. Ουσιαστικά αποτελεί μια καλοήθη υπερπλασία του επιθηλίου (υποδόριων κυτταρικών υμένων) των γαλακτοφόρων πόρων του  μαστού. Διακρίνεται σε:
  • Μονήρες θήλωμα (εντοπίζεται εγγύς του συμπλέγματος θηλής και θηλαίας άλους, της σκουρόχρωμης περιοχής που περιβάλλει τη θηλή).
  • Πολλαπλά θηλώματα (εντοπίζονται συνήθως περιφερειακά της θηλής).
  • Αδένωμα πόρων (ductal adenoma – εντοπίζεται σε μεγάλους μαστικούς πόρους).
  • Αδένωμα θηλής (nipple adenoma).
Βασικά του χαρακτηριστικά είναι:
  • Η μάζα του είναι ψηλαφητή όταν εντοπίζεται σε μεγάλο μαστικό πόρο κοντά στη θηλή.
  • Λείο, ομαλό περίγραμμα.
  • Μέγεθος από μερικά χιλιοστά ως αρκετά εκατοστά.
  • Ποικίλης σκληρότητας σύσταση.
  • Μπορεί να συνοδεύεται από ορώδη ή και αιμορραγικά εκκρίματα από τη θηλή.
  • Διάβρωση ή εξέλκωση (μετατροπή σε έλκος, δηλαδή σε ιστολογική βλάβη) της θηλής (σε περίπτωση αδενώματος θηλής).
Πώς προκαλείται; Η αιτιολογία δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα πλήρως. Πιθανόν σχετίζεται με ορμονικές διαταραχές ή με παλιότερες κακώσεις ή τραυματισμούς του μαστού.
Σε ποιες γυναίκες εμφανίζεται; Αφορά κυρίως γυναίκες 45 – 50 ετών και, παρότι δεν είναι κακοήθης παθογένεια, έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου στο μαστό.
Πώς αντιμετωπίζεται; Συνήθως αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση.

Φλεγμονή-απόστημα
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά; Το απόστημα είναι ουσιαστικά η συσσώρευση πυώδους υγρού σε μια νεοσχηματισμένη κοιλότητα και συχνά συνοδεύεται από φλεγμονή. Βασικά του χαρακτηριστικά:
  • Ψηλαφητός όγκος.
  • Ερυθρότητα.
  • Πόνος.
Πώς Προκαλείται; Προκαλείται από μία οξεία φλεγμονή του μαστού η οποία δεν έτυχε κατάλληλης αντιμετώπισης.
Πώς αντιμετωπίζεται; Συνήθως, αντιμετωπίζεται άμεσα μέσω παρακέντησης ή χειρουργικής παροχέτευσης και χορήγησης αντιβιοτικών.

Ινοκυστική μαστοπάθεια (κυστική νόσος –χρόνια κυστική μαστίτιδα – δυσπλασία μαστών)
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά; Η ινοκυστική μαστοπάθεια είναι μια αμιγώς καλοήθης πάθηση που περιλαμβάνει αλλοιώσεις στο μαστό χωρίς δυσάρεστες επιπλοκές. Συνίσταται στην  παρουσία μικρών όγκων – κύστεων, που προκαλούνται από διάταση (τέντωμα) των πόρων του μαστικού αδένος. Βασικά της χαρακτηριστικά είναι:
  • Ανώμαλη υφή των μαστών (συχνά τα συμπτώματα εμφανίζονται και στους δύο μαστούς).
  • Μικρά ογκίδια (όζοι) που μεταβάλλουν το μέγεθός τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσης διάσπαρτοι σε όλο το μαστικό αδένα.
  • Σαφές περίγραμμα και εύπλαστο, συμπαγές σώμα.
  • Κινητικότητα.
  • Αίσθημα καύσους στην περιοχή του στήθους.
  • Σε ποσοστό 10 – 20%, πρόκληση πόνου (μασταλγία) λίγο πριν την έναρξη της περιόδους εμμήνου ρύσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πόνος ήταν τόσο έντονος ώστε ακόμη και το άγγιγμα να είναι δυσάρεστο.
  • Σε ποσοστό 10 – 20% εκκρίσεις από τη θηλή ορώδους ή και αιματώδους υγρού.
Πώς προκαλείται; Δεν είναι πλήρως κατανοητή η αιτιολογία της εν λόγω πάθησης, αλλά είναι βέβαιο πως σχετίζεται με τη δράση των ορμονών στο σώμα της κατά την εμμηνορυσιακή περίοδο και την επίδραση που έχουν οι ορμόνες αυτές στο μαστικό ιστό. Ορισμένοι παράγοντες που έχουν συσχετιστεί με την εμφάνισή τους είναι η κληρονομικότητα και η κακή διατροφή (καφεΐνη, λιπαρές τροφές).
Σε ποιες γυναίκες εμφανίζεται; Η ινοκυστική μαστοπάθεια εμφανίζεται συχνότατα σε γυναίκες ηλικίας 30 – 50 ετών. Εμφανίζεται τουλάχιστον στο 60% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και φαίνεται πως επιδρά λιγότερο σε γυναίκες που χρησιμοποιούν αντισυλληπτικά. Τα κρούσματα μειώνονται αισθητά μετά την εμμηνόπαυση και συνήθως δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα συμπτώματα.
Πώς αντιμετωπίζεται; Διαγιγνώσκεται μέσω ψηλάφησης, μαστογραφίας ή και υπερηχογραφήματος. Ορισμένες φορές απαιτείται βιοψία και παρακέντηση. Για να αποφύγετε την επώδυνη διόγκωση των μαστών τις τελευταίες ημέρες του κύκλου αποφύγετε τον καφέ, το τσάι, τη σοκολάτα, τα ανθρακούχα αναψυκτικά και τα τρόφιμα που ευνοούν την κατακράτηση υγρών (π.χ., αλατισμένες τροφές). Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων υποχωρεί μετά την εμμηνόπαυση. Ορισμένες φορές κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση αναλγητικού κυρίως για την ανακούφιση της ασθενούς από τα επώδυνα συμπτώματα. Συστήνεται, επίσης, η εφαρμογή στο στήθος θερμών επιθεμάτων και η χρήση ενισχυμένου στηθόδεσμου.

Γαλακτοφορεκτασία
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά; Γαλακτοφοροεκτασία ονομάζεται η διάταση (τέντωμα) ορισμένων πόρων στο μαστικό αδένα. Τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι:
  • Πόνος (μασταλγία).
  • Κατά τόπους φλεγμονές στο μαστικό αδένα.
  • Ερυθρότητα.
  • Οίδημα (πρήξιμο)
  • Αίσθημα καύσου.
  • Εκκρίσεις κιτρινωπού, κιτρινοπράσινου ή και αιματώδους υγρού από τη θηλή.
Σε ποιες γυναίκες εμφανίζεται; Εμφανίζεται σπάνια, κυρίως σε πολύτεκνες μητέρες με προβλήματα ορμονικών διαταραχών, τραυμάτων ή φλεγμονών στους μαστούς.

Μασταλγία
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά; Η μασταλγία συνίσταται στον πόνο που προκαλείται στο μαστό από διάφορες αιτίες. Διακρίνεται σε διάφορες μορφές, η πιο κοινή από τις οποίες είναι η επονομαζόμενη «κυκλική μασταλγία». Η κυκλική μασταλγία σχετίζεται με τις ορμονικές αλλαγές που σχετίζονται με την έμμηνο ρύση. Συχνά οι αλλαγές αυτές προκαλούν πόνο και στους δύο μαστούς κάποιες ημέρες πριν την έναρξη της περιόδου εμμήνου ρύσης, ο οποίος υποχωρεί σταδιακά με τη λήξη της περιόδου. Η κυκλική μασταλγία δεν σχετίζεται με κάποια μορφή κακοήθειας ή με κάποια άλλη σοβαρή μορφή πάθησης.
Η επονομαζόμενη «μη κυκλική μασταλγία» σχετίζεται με κακώσεις των μυών, του σκελετού ή του δέρματος και όχι με την έμμηνο ρύση. Η μη κυκλική μασταλγία μπορεί να σχετίζεται με καρκίνο στο μαστό, αλλά η πιθανότητα αυτή έχει αποδειχτεί πολύ μικρή.
Πώς αντιμετωπίζεται; Η χορήγηση παυσίπονων ή αντιφλεγμονωδών είναι αρκετά διαδεδομένη για την αντιμετώπιση της μασταλγίας, όπως και η χρήση ειδικών στηθόδεσμων. Άλλες προσεγγίσεις περιλαμβάνουν ειδικό διαιτολόγιο και ασκήσεις διατάσεων.

Γαλακτοκήλη
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά; Η γαλακτοκήλη συνίσταται σε διάταση των πόρων του μαστού, που υπερπληρώνονται με γάλα. Παρατηρείται σε γυναίκες που θηλάζουν, και ιδιαίτερα σε πολύτεκνες.

Μαστίτιδα
Τι είναι και ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά; Η μαστίτιδα είναι μια φλεγμονή του μαστού και διακρίνεται σε πολλές μορφές και σπάνια σχετίζεται με καρκίνο στο μαστό. Η πλέον συνήθης μορφή της πλήττει τους γαλακτοφόρους πόρους και αφορά γυναίκες που θηλάζουν.
Πώς προκαλείται; Κατά το θηλασμό μπορεί να σχηματιστούν διάφορες κύστεις με συσσωρευμένο γάλα. Οι κύστεις αυτά συχνά πιέζουν και πονούν το μαστό και συμβάλουν στη δημιουργία φλεγμονών όταν εισέλθουν μικροοργανισμοί στη θηλή μέσω κάποιων μικροτραυματισμών.
Πώς αντιμετωπίζεται; Η βασική θεραπεία είναι η παροχέτευση του συσσωρευμένου γάλακτος από το μαστό, κάτι που γίνεται με μασάζ στο μαστό ή χρήση των ειδικών αντλιών του εμπορίου που αδειάζουν το γάλα. Παράλληλα με την παροχέτευση του γάλακτος από το μαστό, πρέπει να χορηγηθούν και αντιβιοτικά.

Αμάτρωμα - Αδενολίπωμα
Τι είναι; Το αμάτρωμα είναι μια σπάνια κατάσταση σχηματισμού καλοηθών όγκων στο μαστό που συναποτελούνται από αδενικό, λιπώδη και συνδετικό ιστό. Δεν υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την εξέλιξή τους σε καοήθη πάθηση.


Κακοήθεις παθήσεις του μαστού

Ο καρκίνος του μαστού διακρίνεται σε διάφορες μορφές. Ακολουθούν επεξηγηματικές πληροφορίες γύρω από τη φύση, την αιτιολογία και τα επί μέρους χαρακτηριστικά της κάθε μιας από αυτές.
Α. Επί τόπου Πορογενές Καρκίνωμα  (Ductal carcinoma in situ [DCIS])
Τι είναι;
Το Επί τόπου Πορογενές Καρκίνωμα (DCIS) είναι η πιο κοινή μορφή μη διηθητικού καρκίνου στο μαστό. Δεν θεωρείται ιδιαίτερα επικίνδυνη ή επιθετική και αντιμετωπίζεται σχετικά εύκολα. Ωστόσο, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης μιας πιο επιθετικής μορφής μαστικού καρκίνου. Μία γυναίκα που νόσησε με επί τόπου πορογενές καρκίνωμα αντιμετωπίζει περίπου 25% πιθανότητες επανεμφάνισης της νόσου σε διάστημα 5 έως 10 ετών.

Ο όρος «καρκίνωμα» περιγράφει μία συσσωμάτωση καρκινικών κυττάρων, έναν κακοήθη όγκο, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος. Ο όρος «πορογενής» αναφέρεται στους γαλακτοφόρους πόρους του μαστού, δηλαδή στις διόδους μέσω των οποίων το γάλα διοχετεύεται στη θηλή. Ο όρος «επί τόπου» υποδηλώνει πως τα καρκινικά κύτταρα παραμένουν στην αρχικά προσβληθείσα περιοχή και δεν έχουν επεκταθεί ή επεκτείνονται σε γειτονικούς ιστούς. Για το λόγο αυτό το επί τόπου πορογενές καρκίνωμα συγκαταλέγεται στις μη διηθητικές μορφές καρκίνου.

Πριν την ευρεία χρήση της μαστογραφίας το επί τόπου πορογενές καρκίνωμα εντοπιζόταν πολύ δύσκολα. Στις ημέρες μας, ωστόσο, η διάγνωση του έχει καταστεί ιδιαίτερα εύκολη, γεγονός που ευθύνεται – σε συνδυασμό με την αύξηση του μέσου όρου ζωής – για τα αυξημένα ποσοστά καταγραμμένων κρουσμάτων παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. Σε αρκετές περιπτώσεις, πορογενή καρκινώματα παραμένουν αδρανή και μη διηθητικά για πολλά χρόνια, ακόμη και για δεκαετίες. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, τα καρκινικά κύτταρα μπορεί να «αφυπνιστούν» και να αρχίσουν να προσβάλλουν γειτονικούς ιστούς. Στην περίπτωση αυτή το επί τόπου πορογενές καρκίνωμα μεταβάλλεται σε διηθητικό πορογενές καρκίνωμα.

Συμπτώματα
Το Επί τόπου Πορογενές Καρκίνωμα δεν εμφανίζει ιδιαίτερα συμπτώματα. Ορισμένοι από τους ασθενείς μπορεί να εντοπίσουν κάποιον όγκο μέσω ψηλάφησης ή να παρατηρήσουν κάποια ασυνήθιστη έκκριση από τη θηλή.

Διάγνωση
Το Επί τόπου Πορογενές Καρκίνωμα θα μπορούσε να διαγνωστεί με τους εξής τρόπους:

  • Ψηλάφηση: ο γιατρός ή και η ίδια η ασθενής μπορεί να διακρίνει ψηλαφώντας το στήθος ένα μικρό ασυνήθιστο όγκο, παρ’ ότι σπάνια το DCIS ανιχνεύεται με τον τρόπο αυτό.
  • Μαστογραφία: υπολογίζεται πως σχεδόν το 80% των κρουσμάτων DCIS διαγιγνώσκεται μέσω μαστογραφιών.
  • Βιοψία: η βιοψία συνήθως ακολουθεί κάποιο ύποπτο εύρημα της μαστογραφίας και διακρίνεται σε διάφορες υποκατηγορίες, ανάλογα με το βαθμό επέμβασης που περιλαμβάνει.
Ø  Βιοψία με βελόνα (Α): περιλαμβάνει την εισαγωγή μίας πολύ μικρής κοίλης βελόνας η οποία λαμβάνει ένα μικρό δείγμα κυττάρων από την ύποπτη περιοχή. Το δείγμα στη συνέχεια περνά από κυτταρολογική εξέταση και αξιολογείται. Αυτού του είδους η βιοψία δεν αφήνει ουλές και ταλαιπωρεί ελάχιστα την εξεταζόμενη.
Ø  Βιοψία με βελόνα (Β): ο γιατρός κάνει μία μικρή τομή για να μπορέσει να εισαγάγει μία μεγαλύτερη βελόνα, ικανή να αφαιρέσει δείγμα ιστού από την ύποπτη περιοχή. Αυτού του είδους η βιοψία αφήνει μία μικρή ουλή που, όμως, γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητη μετά από μερικές εβδομάδες.
Ø  Βιοψία διατομής ή διάνοιξης (incisional biopsy): η βιοψία αυτή χρησιμοποιείται μόνον όταν οι δύο προηγούμενες αποτύχουν να δώσουν κατάλληλο δείγμα και μοιάζει περισσότερο με μια μικρή επέμβαση παρά με βιοψία. Περιλαμβάνει τη διενέργεια μιας μικρής τομής και αποσκοπεί στην αφαίρεση ενός μικρού τμήματος ιστού για εξέταση.
Ø  Βιοψία εκτομής (excisional biopsy): η βιοψία εκτομής είναι ακόμη πιο παρεμβατική και αποσκοπεί στην αφαίρεση ολόκληρου του ύποπτου όγκου από το στήθος.

Είναι καλό να υπογραμμιστεί πως η βιοψία, ανεξάρτητα από το είδος της, είναι μέρος της διάγνωσης, και όχι της θεραπείας. Ο ιστός που έχει αφαιρεθεί μέσω της βιοψίας αναλύεται για να προσδιοριστεί ο τύπος και ο βαθμός της νόσου. Αυτό διαπιστώνεται κυρίως μέσω σύγκρισης των καρκινικών κυττάρων με υγιή, οπότε και διαφαίνεται το στάδιο παθογένειας και η ταχύτητα ανάπτυξής τους. Παράλληλα, εξετάζεται κατά πόσον τα καρκινικά κύτταρα έχουν υποδοχείς οιστρογόνων και προγεστερόνων (κάποιες ειδικές πρωτεΐνες στο εξωτερικό των κυττάρων που λαμβάνουν μηνύματα μέσω ορμονών). Αν αυτό ισχύει τότε η καρκινική ανάπτυξη είναι πιο ραγδαία και απαιτεί διαφορετικό χειρισμό.

Στάδιο, Τύπος και Βαθμός DCIS
Το Επί Τόπου Πορογενές Καρκίνωμα υπάγεται πάντοτε στο Στάδιο 0, υποδηλώνοντας το γεγονός της μη εξάπλωσης των καρκινικών κυττάρων σε γειτονικούς ιστούς (γι’ αυτό και ονομάζεται «επί τόπου» [in situ]). Ως προς το βαθμό, ωστόσο, και τον τύπο του DCIS μπορεί να υπάρξουν πολλές διαφοροποιήσεις. Ο προσδιορισμός των δύο αυτών χαρακτηριστικών θα καθορίζει και το είδος της θεραπευτικής προσέγγισης που θα εφαρμοστεί.

Ο Τύπος και ο βαθμός του DCIS ορίζεται από τις διαφορές των παθογόνων κυττάρων κατά τη σύγκρισή τους με υγιή κύτταρα της ίδιας περιοχής.
 Τύπος:
1. Πορογενής Υπερπλασία: ως υπερπλασία ορίζεται η υπέρμετρη ανάπτυξη ενός  οργάνου ή ιστού, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό των συστατικών του κυττάρων, δηλαδή σε αύξηση του αριθμού τους. Ωστόσο, η υπερπλασία δεν είναι καρκίνος, καθώς τα κύτταρα είναι υγιή και όχι καρκινικά. Αν η πορογενής υπερπλασία χαρακτηριστική ως «άτυπη», τότε τα επιπλέον κύτταρα, μολονότι δεν είναι καρκινικά, δεν χαρακτηρίζονται από την τυπική εμφάνιση των υγιών κυττάρων, αλλά είναι ελαφρώς παραλλαγμένα.
2. Επί τόπου Πορογενές Καρκίνωμα: όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, το τυπικό DCIS περιγράφει την ύπαρξη και την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων, περιορισμένων μόνο στους γαλακτοφόρους πόρους του μαστού.
3. Το επονομαζόμενο DCIS-MI (από τον αγγλικό όρο microinvasion) περιγράφει ένα επί τόπου πορογενές καρκίνωμα, μερικά καρκινικά κύτταρα του οποίου έχουν αρχίσει να διαπερνούν (διήθουν) τα τοιχώματα των γαλακτοφόρων πόρων.
Αν διαπιστωθεί πως τα καρκινικά κύτταρα έχουν διαπεράσει πλήρως τα τοιχώματα του γαλακτοφόρου πόρου, το καρκίνωμα δεν εμπίπτει στην κατηγορία των Επί τόπου (in situ) Πορογενών Καρκινωμάτων αλλά στο διηθητικό πορογενές καρκίνωμα, του οποίου τα χαρακτηριστικά εξετάζονται παρακάτω.
Βαθμός:
Υπάρχουν τρεις διαβαθμίσεις του DCIS: Ι, ΙΙ, και ΙΙΙ. Ο βαθμός είναι ανάλογος της διαφοράς των καρκινικών κυττάρων με τα υγιή μαστικά κύτταρα καθώς και του ρυθμού ανάπτυξής τους: όσο μεγαλύτερη η διαφορά και όσο μεγαλύτερος ο ρυθμός ανάπτυξης, τόσο μεγαλύτερος και ο βαθμός. Οι δύο πρώτοι βαθμοί χαρακτηρίζονται από αργή ανάπτυξη non-comedo» DCIS), γεγονός που διαπιστώνεται από τον αριθμό των νεκρών καρκινικών κυττάρων στον όγκο - όσο περισσότερα τα νεκρά καρκινικά κύτταρα στον όγκο τόσο ταχύτερη και η ανάπτυξή του.
Έχει παρατηρηθεί πως γυναίκες με DCIS βαθμού Ι αντιμετωπίζουν μικρότερο κίνδυνο επανεμφάνισης μαστικού καρκίνου ή εμφάνισης νέου καρκίνου σε σχέση με γυναίκες που πάσχουν από  DCIS βαθμού ΙΙΙ, αλλά έχουν περισσότερες πιθανότητες ανάπτυξης επιθετικού καρκίνου στα επόμενα 5 χρόνια σε σχέση με τον υγιή πληθυσμό.
Στα DCIS βαθμού ΙΙΙ τα καρκινικά κύτταρα τείνουν να αναπτύσσονται ταχύτερα και διαφέρουν αρκετά από τα υγιή μαστικά κύτταρα. Οι γυναίκες που πάσχουν από DCIS αυτού του βαθμού αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης επιθετικού καρκίνου στο μέλλον ή επανεμφάνισης μαστικού καρκίνου σε διάστημα μικρότερο των 5 χρόνων.
Τα υψηλού βαθμού DCIS περιγράφονται μερικές φορές ως «comedo», υποδηλώνοντας την ύπαρξη νεκρών κυττάρων εντός του όγκου λόγω ελλιπούς θρέψης. Το φαινόμενο αυτό υποδηλώνει ταχεία ανάπτυξη του όγκου.

Αντιμετώπιση
Η θεραπεία που θα επιλεγεί για την αντιμετώπιση ενός  DCIS εξαρτάται φυσικά από τον τύπο και το βαθμό του, καθώς και από τη γενικότερη βιολογική και σωματικής κατάσταση της ασθενούς: παράγοντες όπως η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό και μια πιθανή εγκυμοσύνη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή θεραπευτικής αγωγής. Ακολουθούν ορισμένες από τις τυπικές επιλογές αντιμετώπισής του με ορισμένες επεξηγηματικές πληροφορίες.

1.      Ογκεκτομή απλή ή ακολουθούμενη από ακτινοθεραπεία:

Η ογκεκτομή περιλαμβάνει την εκτομή - δηλαδή την αφαίρεση του όγκου και των περιβαλλόντων ιστών - και όχι ολόκληρου του μαστού. Με τον τρόπο αυτό διασώζεται το μεγαλύτερο μέρος του μαστικού αδένα. Ο συνδυασμός ογκεκτομής και ακτινοθεραπείας αποτελεί την πιο κοινή και συνήθη θεραπευτική αντιμετώπιση περιπτώσεων DCIS. Ας σημειωθεί πως ο περιβάλλον ιστός που αφαιρείται περιλαμβάνει στρώματα υγιών κυττάρων, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό πως δεν παραμένουν καθόλου καρκινικά κύτταρα στο μαστό.  Σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται συμπληρωματική επέμβαση για την αφαίρεση επιπλέον ιστού, με στόχο την πλήρη αφαίρεση όλων των ύποπτων για καρκινική ανάπτυξη κυτταρικών στρωμάτων.

Συχνά, την εγχείριση ακολουθεί ακτινοθεραπεία, η οποία έχει υπολογιστεί πως μειώνει τον κίνδυνο επανεμφάνισης του όγκου κατά 60%. Το δεύτερο αυτό στάδιο αντιμετώπισης της νόσου μπορεί να εφαρμοστεί είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά:

Α. Στην περίπτωση εξωτερικής ακτινοθεραπείας οι ακτίνες κατευθύνονται στο στήθος μέσω ενός γραμμικού επιταχυντή, έξω από το σώμα της ασθενούς. Η θεραπεία διαρκεί συνήθως μερικές εβδομάδες (το πολύ επτά) και περιλαμβάνει 5 περίπου εφαρμογές την εβδομάδα.

Β. Στην περίπτωση της εσωτερικής ακτινοβολίας, μία μικρή πηγή ακτινών εισάγεται στην παθούσα περιοχή, προσβάλλοντας μόνον αυτή και όχι ολόκληρο το μαστό. Λόγω της περιορισμένης προσβολής, το επιθυμητό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα (5 – 10 ημέρες) και με λιγότερες παρενέργειες.

Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε περίπτωση πρώιμης εγκυμοσύνης της ασθενούς ή όγκου DCIS μικρού βαθμού και τύπου, καθώς και σε περίπτωση ασθενούς μεγάλης ηλικίας (λ.χ. άνω των 70 ετών) με άλλα πιο σοβαρά προβλήματα υγείας, συστήνεται η ογκεκτομή δίχως την εφαρμογή ακτινοθεραπείας. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, απαιτείται στενή ιατρική παρακολούθηση και τακτικές εξετάσεις για πιθανή επανεμφάνιση της νόσου.


2. Μαστεκτομή: 

Μαστεκτομή ονομάζεται η ολική χειρουργική αφαίρεση του στήθους. Αυτή η θεραπευτική προσέγγιση προτιμάται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα καρκινικά κύτταρα ενδέχεται να έχουν εξαπλωθεί εκτενώς ή χαρακτηρίζονται από πολλαπλές εστίες, και σε περιπτώσεις βεβαρυμμένου οικογενειακού ιστορικού ή ύπαρξης γονιδίων που αποδεδειγμένα προκαλούν καρκινογένεση στο στήθος.

Η μαστεκτομή ως χειρουργική επέμβαση μπορεί να διαφέρει στην έκταση και την εφαρμογή της:

Ø  Υποδόριος (δηλαδή κάτω από την επιφάνεια του δέρματος) μαστεκτομή: συνίσταται στην αφαίρεση ολόκληρου του παθογόνου μαστού, ακόμη και της θηλής, δίχως ωστόσο την απομάκρυνση του περιβάλλοντος δερματικού ιστού (προφανώς με προοπτική ανάπλασης του μαστού μέσω πλαστικής χειρουργική επέμβασης).
Ø  Απλή μαστεκτομή ονομάζεται η αφαίρεση του συνόλου του παθογόνου αδένα, δηλαδή του μαστού, καθώς και του περιβάλλοντος δέρματος.
Ø  Ολική ριζική μαστεκτομή είναι η διαδικασία κατά την οποία αφαιρούνται το σύνολο του μαστού και του περιβάλλοντος δέρματος, οι γειτνιάζοντες θωρακικοί μύες όπισθεν του μαστού καθώς και οι λεμφαδένες της μασχαλιαίας περιοχής.
Ø  Συντηρητική μερική μαστεκτομή. Περιλαμβάνει την εκτομή του όγκου και των γειτονικών ιστών, αλλά όχι των λεμφαδένων της μασχάλης.
Ø  Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή είναι η ριζική μαστεκτομή που δεν περιλαμβάνει αφαίρεση των θωρακικών μυών όπισθεν του μαστού.

3.      Ορμονική θεραπεία:

Οι αγωγές αυτές στοχεύουν στη μείωση των παραγόμενων οιστρογόνων στο σώμα και εφαρμόζοντες σε περιπτώσεις ασθενών που έχουν κάνει εξέταση ορμονικών υποδοχέων (βλ. ανωτέρω) και τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Ορισμένες από τις αγωγές αυτές περιλαμβάνουν τη έκχυση ορμονικών υποκατάστατων που προσκολλώνται στους υποδοχείς ορμονών, καταλαμβάνοντας τη θέση των οιστρογόνων. Άλλες ουσίες στοχεύουν στη γενικότερη μείωση της παραγωγής οιστρογόνων στο σώμα της ασθενούς.
Σε περίπτωση χειρουργικής επέμβασης, ογκεκτομής ή μαστεκτομής διενεργούνται ειδικές εξετάσεις για τον ακριβή εντοπισμό του όγκου. Η εξέταση των λεμφαδένων κανονικά δεν περιλαμβάνεται στις συμβατικές DCIS αγωγές, σε ορισμένες, ωστόσο, πιο σοβαρές περιπτώσεις, διενεργείται βιοψία στους λεμφαδένες για να εξακριβωθεί η κατάστασή τους.

Β. Πορογενές διηθητικό καρκίνωμα (Invasive Ductal Carcinoma [IDC])

Τι είναι;
Το Πορογενές Διηθητικό Καρκίνωμα (IDC) είναι μακράν η πιο συνήθης μορφή καρκίνου του μαστού, καταλαμβάνοντας σχεδόν το 80% των κρουσμάτων παγκοσμίως. Μπορεί να εμφανιστεί σε γυναίκες κάθε ηλικίας, αν και φαίνεται πως τα ποσοστά των κρουσμάτων αυξάνονται όσο ανεβαίνουμε τις ηλικιακές βαθμίδες. Μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και σε ανδρικούς μαστικούς αδένες.
Ο όρος «καρκίνωμα» περιγράφει μία συσσωμάτωση καρκινικών κυττάρων, έναν κακοήθη όγκο δηλαδή, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος. Ο όρος «πορογενής» αναφέρεται στους γαλακτοφόρους πόρους του μαστού, δηλαδή στις διόδους μέσω των οποίων το γάλα διοχετεύεται στη θηλή. Αυτό που διακρίνει το IDC από το DCIS είναι η επιθετικότητά του. Το IDC δεν περιορίζεται στους γαλακτοφόρους πόρους του μαστού: μολονότι η καρκινογένεση ξεκινά σε αυτή την περιοχή, τα καρκινικά κύτταρα έχουν την τάση να διηθούν (να διαπερνούν) τα τοιχώματα γειτονικών ιστών και να εξαπλώνονται και σε  άλλες περιοχές του μαστικού αδένα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καρκίνος μπορεί να προσβάλει τους γειτονικούς λεμφαδένες ή και άλλες περιοχές του σώματος.

Συμπτώματα
Το πορογενές διηθητικό καρκίνωμα δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα συμπτώματα κατά την αρχική του ανάπτυξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εντοπιστεί μέσω ψηλάφησης του όγκου που έχει αρχίσει να σχηματίζεται στους γαλακτοφόρους πόρους του στήθους και να συνοδεύεται από τις ακόλουθες ενδείξεις, που συχνά συσχετίζονται με την ύπαρξή του:
1.      Όγκος στην μασχαλιαία περιοχή.
2.      Οίδημα (πρήξιμο) σε κάποιο τμήμα ή και στο σύνολο του στήθους.
3.      Πόνος στη θηλή ή γενικότερο στο μαστό.
4.      Εσολκή (γύρισμα προς τα μέσα) της θηλής.
5.      Ερυθρότητα και/ή ερεθισμός του δέρματος ή παραμόρφωση της όψης του.
6.      Σκλήρυνση της θηλής ή του δέρματος που περιβάλει το μαστό.
7.      Αλλοίωση της όψης του δέρματος (φολίδωση).
8.      Εκκρίσεις από τη θηλή ασυνήθιστων υγρών.

Διάγνωση
Ο εντοπισμός και η τελική διάγνωση του IDC πολλές φορές ξεκινά με τη γνωστή εξέταση ψηλάφησης που μπορεί να την κάνει είτε η ίδια η γυναίκα, είτε ο γιατρός της. Φυσικά θα απαιτηθούν κλινικές εξετάσεις για να εξακριβωθεί η φύση του όγκου και η πιθανή σχέση του με την ανάπτυξη μαστικού καρκίνου. Ακολουθούν οι σημαντικότερες από αυτές:
1.Μαστογραφία: η μαστογραφία αποτυπώνει ακτινογραφικά την κατάσταση των μαστών και μπορεί να υποδείξει την ύπαρξη ενός όγκου IDC, που συνήθως χαρακτηρίζεται από αιχμηρές απολήξεις – καρκινικές προεκτάσεις που επεκτείνονται σε άλλους ιστούς.
2.Υπερηχογράφημα: χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμό με τη μαστογραφία ως επιβεβαίωση κάποιους ύποπτου ευρήματος.
3.Μαγνητική τομογραφία: παράσχει τη δυνατότητα ακριβέστερης απεικόνισης της ύποπτης περιοχής.
4.Βιοψία: η λήψη δείγματος κυττάρων ή ιστού θα επισφραγίσει την όποια αρχική διάγνωση και θα συμβάλλει στον προσδιορισμό της φύσης και της επιθετικότητας του όγκου, σε περίπτωση που όντως υπάρχει IDC. Η αφαίρεση ιστού ή τμήματος του όγκου έχει στόχο μόνο διαγνωστικό και όχι θεραπευτικό. Η βιοψία μπορεί να διενεργηθεί με τους εξής τρόπους:
  • Βιοψία με βελόνα (Α): περιλαμβάνει την εισαγωγή μίας πολύ μικρής κοίλης βελόνας η οποία λαμβάνει ένα μικρό δείγμα κυττάρων από την ύποπτη περιοχή. Το δείγμα στη συνέχεια περνά από κυτταρολογική εξέταση και αξιολογείται. Αυτού του είδους η βιοψία δεν αφήνει ουλές και ταλαιπωρεί ελάχιστα την εξεταζόμενη.
  • Βιοψία με βελόνα (Β): ο γιατρός κάνει μία μικρή τομή για να μπορέσει να εισαγάγει μία μεγαλύτερη βελόνα, ικανή να αφαιρέσει δείγμα ιστού από την ύποπτη περιοχή. Αυτού του είδους η βιοψία αφήνει μία μικρή ουλή που, όμως, γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητη μετά από μερικές εβδομάδες.
  • Βιοψία διατομής ή διάνοιξης (incisional biopsy): η βιοψία αυτή χρησιμοποιείται μόνον όταν οι δύο προηγούμενες αποτύχουν να δώσουν κατάλληλο δείγμα και μοιάζει περισσότερο με μια μικρή επέμβαση παρά με βιοψία. Περιλαμβάνει τη διενέργεια μιας μικρής τομής και αποσκοπεί στην αφαίρεση ενός μικρού τμήματος ιστού για εξέταση.
  • Βιοψία εκτομής (excisional biopsy): η βιοψία εκτομής είναι ακόμη πιο παρεμβατική και αποσκοπεί στην αφαίρεση ολόκληρου του ύποπτου όγκου από το στήθος.

Βασικό χαρακτηριστικό των διαγνωστικών εξετάσεων αποτελεί και η εξέταση για τους γνωστούς υποδοχείς ορμονών. Αν τα καρκινικά κύτταρα έχουν υποδοχείς οιστρογόνων και προγεστερόνων (κάποιες ειδικές πρωτεΐνες στο εξωτερικό των κυττάρων που λαμβάνουν μηνύματα μέσω ορμονών)τότε η καρκινική ανάπτυξη μπορεί είναι πιο ραγδαία και απαιτεί διαφορετικό χειρισμό.
Παράλληλα, εξετάζεται το αν τα καρκινικά κύτταρα υπερπαράγουν μια πρωτεΐνη γνωστή ως HER2 (human epidermal growth factor receptor 2). Αν ισχύει αυτό, τότε είναι πολύ πιθανό η επιφάνεια των κυττάρων να χαρακτηρίζεται από πολλούς ανάλογους υποδοχείς, γεγονός που μπορεί να πυροδοτεί μια πολύ γοργή ανάπτυξη στη νόσο και, συνεπώς, απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό.
Ζωτικός είναι, επίσης, ο καθορισμός των επονομαζόμενων χειρουργικών περιθωρίων. Όταν αφαιρείται ο όγκος από το σώμα της ασθενούς, ο γιατρός θέλει να είναι βέβαιος ότι δεν έχουν απομείνει άλλα καρκινικά κύτταρα στα τοιχώματα των γειτονικών ιστών. Για το λόγο αυτό συχνά αφαιρεί και στρώματα υγιούς ιστού όμορου του όγκου. Ο ιστός αυτός εξετάζεται στη συνέχεια για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει προσβληθεί από καρκινικά κύτταρα. Αν διαπιστωθεί πως έχει προσβληθεί, μπορεί να αποφασιστεί νέα χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση επιπλέον ιστού. Ας υπογραμμιστεί ότι η εξέταση αυτή διενεργείται μετά την αφαίρεση του όγκου, και όχι πριν από αυτή.

Σταδιοποίηση
«Σταδιοποίηση» ονομάζεται η διαδικασία προσδιορισμού της επιθετικότητας των καρκινικών κυττάρων. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη σταδιοποίηση εξετάζεται το μέγεθος του όγκου και η έκταση της διάχυσης των καρκινικών κυττάρων σε γειτονικούς ιστούς, όπως στους λεμφαδένες ή σε άλλες περιοχές του σώματος. Το IDC διακρίνεται σε τέσσερα στάδια: Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV. Στα πλαίσια της σταδιοποίησης, διενεργούνται διάφορες κλινικές εξετάσεις, όπως ειδικές εξετάσεις αίματος, ακτινογραφία πνευμόνων, οστών κτλ., καθώς ορισμένες φορές, το IDC έχει την τάση να προσβάλει οστά, το ήπαρ, τους πνεύμονες ή τον εγκέφαλο. Το είδος των εξετάσεων καθορίζεται από τα συμπτώματα που έχουν  προκύψει, καθώς και από τα αποτελέσματα των προηγούμενων εξετάσεων.

Βαθμός
Ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση του πορογενούς διηθητικού καρκινώματος είναι ο προσδιορισμός του βαθμού των καρκινικών κυττάρων. Ο βαθμός καθορίζεται από το πόσο διαφέρουν τα καρκινικά κύτταρα του ασθενούς από υγιή κύτταρα: όσο μεγαλύτερες οι διαφορές, τόσο μεγαλύτερος ο βαθμός, καθώς και η σοβαρότητα του IDC. Το πορογενές διηθητικό καρκίνωμα διακρίνεται σε 3 βαθμούς.

Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του Πορογενούς Διηθητικού Καρκινώματος διακρίνεται, εν γένει, σε δύο βασικές κατηγορίες:
1. Τοπική αγωγή που περιλαμβάνει χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπεία και στοχεύει στην αφαίρεση του όγκου και στην καταστροφή των όποιων καρκινικών κυττάρων ελλοχεύουν στους γειτνιάζοντες ιστούς.
2. Συστηματική αγωγή, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία και άλλες στοχευμένες αγωγές. Η συστηματική αγωγή δεν στοχεύει μόνο στην αφαίρεση του κύριου όγκου, αλλά και στην εξόντωση οποιωνδήποτε καρκινικών κυττάρων πιθανόν έχουν αποσπαστεί από τον κύριο όγκο και έχουν μεταφερθεί μέσω του κυκλοφορικού συστήματος σε άλλο σημείο του σώματος.
Τοπική αγωγή που περιλαμβάνει χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπεία

1. IDC και Χειρουργική Επέμβαση
Η χειρουργική επέμβαση στοχεύει στην αφαίρεση του καρκινικού όγκου αλλά και στην εξακρίβωση του κατά πόσον έχουν επεκταθεί τα καρκινικά κύτταρα στους γειτονικούς λεμφαδένες. Συνήθως, η επέμβαση αποτελεί το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση του IDC. Σε περίπτωση, ωστόσο, που το καρκίνωμα έχει επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό, ο θεράπων ιατρός μπορεί να συστήσει πρώτα την εφαρμογή χημειοθεραπείας και ορμονοθεραπείας.
Συχνά η χειρουργική αφαίρεση του όγκου ή του παθόντος μαστού μπορεί να συνοδεύεται και από αφαίρεση ορισμένων λεμφαδένων της περιοχής της μασχάλης για να εξακριβωθεί αν έχουν προσβληθεί από τη νόσο. Η εξέταση αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας. Οι λεμφαδένες είναι μικρές μάζες λεμφοειδούς ιστού που απαντώνται κατά μήκος των λεμφαγγείων του λεμφικού συστήματος και «φιλτράρουν» ξένα σώματα ή βακτήρια που μπορεί να προξενήσουν λοιμώξεις, ώστε να μην εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Δυστυχώς, καρκινικά μαστικά κύτταρα μπορεί να προσβάλλουν τους λεμφαδένες και, μέσω αυτών, να διασπαρθούν στο υπόλοιπο σώμα. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, η θεραπευτική αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι ανάλογη, ώστε να μειωθεί η πιθανότητα μετάστασης. Η εξέταση των λεμφαδένων που συχνά συνοδεύουν τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει τις ακόλουθες διαδικασίες.
Βιοψία του «Φρουρού» Λεμφαδένα: ο «φρουρός» λεμφαδένας είναι ο πρώτος λεμφαδένας που φιλτράρει τα υγρά που απορρέουν από την περιοχή του στήθους. Σε περίπτωση Πορογενούς Διηθητικού Καρκινώματος που έχει προσβάλλει και τους λεμφαδένες, ο λεμφαδένας φρουρός θα είναι ο πρώτος που θα έχει υποστεί την επέκταση των καρκινικών κυττάρων. Αν εντοπιστεί, λοιπόν, ο φρουρός λεμφαδένας και εξεταστεί, ο θεράπων ιατρός θα είναι σε θέση να γνωρίσει τις πιθανότητες εξάπλωσης των καρκινικών κυττάρων και στον υπόλοιπο οργανισμό. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται «βιοψία του φρουρού λεμφαδένα». Αν η βιοψία καταδείξει πως ο λεμφαδένας είναι καθαρός, καμία περαιτέρω χειρουργική επέμβαση δεν θα θεωρηθεί απαραίτητη. Αντίθετα, αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, τότε θα απαιτηθεί η αφαίρεση περισσότερων λεμφαδένων καθώς και άλλων ειδικών θεραπευτικών προσεγγίσεων.
Ανατομή των μασχαλιαίων Λεμφαδένων: κατά την ανατομή των μασχαλιαίων λεμφαδένων ο χειρούργος αφαιρεί μια ομάδα μασχαλιαίων λεμφαδένων ώστε να εξεταστούν για πιθανή καρκινική προσβολή. Η διαδικασία αυτή είναι εναλλακτική της βιοψίας Φρουρού Λεμφαδένα.
Η χειρουργική αντιμετώπιση μπορεί να περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες επεμβάσεις:
Ογκεκτομή: στην ογκεκτομή αφαιρείται μόνον το κύριο σώμα του καρκινικού όγκου και τμήμα του υγιούς ιστού που τον περιβάλει. Σε ορισμένες περιπτώσεις  μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη η αφαίρεση και ορισμένων λεμφαδένων της μασχαλιαίας περιοχής όχι για θεραπευτικούς, αλλά για διαγνωστικούς λόγους.
Μαστεκτομή: η μαστεκτομή περιλαμβάνει την τμηματική ή και ολική αφαίρεση του μαστικού αδένα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η μαστεκτομή που εφαρμόζεται είναι μόνο μερική, και αφορά το τμήμα του μαστικού αδένα που έχει πληγεί και περιέχει τον όγκο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η αφαίρεση έως και του ¼ του μαστού, οπότε και η επέμβαση είναι επίσης γνωστή και ως τεταρτεκτομή. Κατά τη μαστεκτομή, όπως και στην περίπτωση της ογκεκτομής, μπορεί να αφαιρεθούν ορισμένοι λεμφαδένες για περαιτέρω εξέταση. Αν αποφασιστεί ολική ή απλή μαστεκτομή, τότε αφαιρείται το σύνολο του μαστικού ιστού. Στην περίπτωση της επονομαζόμενης τροποποιημένης ριζικής μαστεκτομής αφαιρείται το σύνολο του μαστού, καθώς και ορισμένοι από τους μασχαλιαίους λεμφαδένες. Σπάνια πλέον εφαρμόζεται η ριζική μαστεκτομή στην οποία αφαιρείται, εκτός του μαστού και ορισμένων λεμφαδένων, το σύνολο του στηθαίου θωρακικού μυός.
Λόγω της σημασίας του μαστού για την εμφάνιση αλλά και την ψυχολογία της ασθενούς, πολλές γυναίκες που υπέστησαν κάποιο είδος μαστεκτομής αποφάσισαν να προβούν και σε πλαστική επέμβαση ανάπλασης στήθους, η οποία μπορεί να λάβει χώρα είτε κατά τη μαστεκτομή είτε αργότερα. 

2. IDC και Ραδιοθεραπεία.
Η ραδιοθεραπεία περιλαμβάνει την κατεύθυνση ακτινών υψηλής ενέργειας στο στήθος, στην περιοχή του θώρακα και της μασχάλης, και/ή στην περιοχή της κλείδας. Αποσκοπεί στην εξόντωση οποιωνδήποτε καρκινικών κυττάρων έχουν επεκταθεί από τον κύριο όγκο σε γειτονικές του μαστού περιοχές, καθώς και στη μείωση της πιθανότητας επανεμφάνισης της νόσου.

Η ραδιοθεραπεία συνήθως έπεται της χειρουργικής επέμβασης. Σε περιπτώσεις μερικής μαστεκτομής ή τεταρτεκτομής η ραδιοθεραπεία αποτελεί σχεδόν πάντοτε απαραίτητο συμπλήρωμα της αγωγής, καθώς μέρος του παθόντος μαστού παραμένει στο σώμα και μπορεί να περιέχει υπολείμματα καρκινικών κυττάρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις συστήνεται ακόμα και μετά από ολική μαστεκτομή, αν ο όγκος ήταν πολύ μεγάλος (άνω των 5 εκατοστών) ή αν περιλαμβάνεται προσβολή των λεμφαδένων.

Η ραδιοθεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί με δύο τρόπους, εσωτερικά ή εξωτερικά. Η πρώτη επιλογή, γνωστή και ως βραχυθεραπεία περιλαμβάνει την εισαγωγή ειδικών πηγών ακτινοβολίας μέσα στο μαστό, στην περιοχή του όγκου. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται λιγότερη προσβολή του υγιούς ιστού από την ακτινοβολία και, συνεπώς, πολύ λιγότερες παρενέργειες.

Η εξωτερική ραδιοθεραπεία επιφέρει εξωτερικά την ακτινοβολία στην παθούσα περιοχή μέσω μίας συσκευής γνωστής ως γραμμικός επιταχυντής. Η εξωτερική ακτινοθεραπεία προσβάλλει μεγαλύτερη περιοχή του στήθους και γενικά χαρακτηρίζεται από περισσότερες παρενέργειες σε σχέση με τη βραχυθεραπεία.

Συστηματική αγωγή, χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία και άλλες στοχευόμενες αγωγές
Η Συστηματική αγωγή κατά του IDC, σε αντίθεση με την τοπική αγωγή που στοχεύει στην προσβληθείσα περιοχή, περιλαμβάνει θεραπεία για ολόκληρο τον οργανισμό. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πιστεύεται πως καρκινικά κύτταρα έχουν αποσπαστεί από τον κύριο όγκο και έχουν μετακινηθεί μέσω της λέμφου ή του αίματος και σε άλλα σημεία του σώματος. Η συστηματική αγωγή κατά του IDC μπορεί να περιλαμβάνει χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία ή άλλες ειδικά στοχευόμενες αγωγές.

Χημειοθεραπεία
Η χημειοθεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση φαρμακευτικών ουσιών που αποσκοπούν στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Όταν έπεται της χειρουργικής επέμβασης ονομάζεται «συμπληρωματική θεραπεία». Όταν, ωστόσο, ο όγκος είναι πολύ μεγάλος και καρκινικά κύτταρα έχουν προσβάλει σοβαρά τους λεμφαδένες και έχουν διασπαρθεί και σε άλλα μέρη του σώματος, η χημειοθεραπεία προηγείται της επέμβασης και αποσκοπεί στη συρρίκνωση του όγκου και στην εξόντωση των διασπαρμένων καρκινικών κυττάρων. Οι φαρμακευτικές χημειοθεραπευτικές ουσίες διοχετεύονται στο σώμα με τους εξής τρόπους:

  • Στοματικά, μέσω χαπιού ή πόσιμου υγρού.
  • Μέσω ενέσεων.
  • Ενδοφλέβια. Η μέθοδος αυτή αποτελεί και τη συνηθέστερη πρακτική. Σε κάποιο σημείο του κυκλοφοριακού συστήματος του ασθενή συνδέεται ένας μικρός πλαστικός σωλήνας (καθετήρας) μέσω του οποίου διοχετεύεται η φαρμακευτική ουσία στον οργανισμό.

Οι χημειοθεραπευτικές ουσίες διατρέχουν το κυκλοφορικό σύστημα και καταστρέφουν όποια καρκινικά κύτταρα έχουν διασπαρθεί. Δυστυχώς, όμως, συχνά προσβάλλουν και υγιή κύτταρα, με αποτέλεσμα ορισμένες δυσάρεστες παρενέργειες, οι περισσότερες από τις οποίες, ωστόσο, είναι αντιμετωπίσιμες.
Η χημειοθεραπεία συστήνεται όταν το πορογενές διηθητικό καρκίνωμα είναι αρκετά μεγάλο (μεγαλύτερο του ενός εκατοστού) ή έχει επεκταθεί και στους λεμφαδένες. Διαρκεί, συνήθως, 3 με έξι μήνες και η φύση της εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης και από τη φυσιολογία της ασθενούς, την ηλικία της, τη γενικότερη κατάσταση της υγείας της κτλ.
Πρόσφατα έχουν ανακαλυφθεί δύο νέες εξετάσεις οι οποίες είναι σε θέση να βοηθήσουν τόσο το γιατρό όσο και την ασθενή να προσδιορίσουν το αν και κατά πόσον απαιτείται χημειοθεραπεία για την αντιμετώπιση της νόσου: οι εξετάσεις αυτές είναι γνωστές ως Ογκότυπος DX and MammaPrint και είναι σε θέση να εντοπίσουν γονίδια που έχει αποδειχτεί πως συσχετίζονται με την επανεμφάνιση της νόσου.

Ορμονοθεραπεία
Η ορμονοθεραπεία (αντι – οιστρογόνοθεραπεία) εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ασθενής έχει βρεθεί θετική σε εξέταση ορμονικών υποδοχέων (βλ. ανωτέρω). Συνήθως η ορμονοθεραπεία ακολουθεί τη χειρουργική επέμβαση και αγωγές χημειοθεραπείας ή ραδιοθεραπείας, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να προηγηθεί της επέμβασης με στόχο τη συρρίκνωση του όγκου. Βασική της λειτουργία η μείωση της ποσότητας οιστρογόνων στον οργανισμό ή η παρεμπόδιση της μετάδοσης σημάτων ανάπτυξης από τα οιστρογόνα προς τα καρκινικά κύτταρα.

Μετά τη Θεραπεία
Μετά την αγωγή, θα ακολουθήσει μια περίοδος επιφυλακής, κατά την οποία η υγεία του οργανισμού της πρώην ασθενούς και η κατάσταση του μαστού θα εξετάζονται περιοδικά και συστηματικά.
Κατά τα πρώτα 5 χρόνια μετά το πέρας της θεραπείας η ενδιαφερόμενη θα πρέπει να επισκέπτεται το γιατρό της ανά 4 ή 6 μήνες για ειδικές εξετάσεις. Μόλις ολοκληρωθεί η πρώτη πενταετία, οι επισκέψεις αυτές θα γίνουν ετήσιες. Πρώην ασθενής που έχει υποστεί ογκεκτομή ή επέμβαση διατήρησης του στήθους θα πρέπει να κάνει μαστογραφία 6 μήνες μετά το πέρας της ακτινοθεραπείας, και στη συνέχεια μία φορά κάθε χρόνο. Σε περίπτωση μαστεκτομής, η μαστογραφία πρέπει να γίνεται μία φορά το χρόνο. Πολλοί γιατροί, σε περιπτώσεις γυναικών με βεβαρυμμένο οικογενειακό ιστορικό ή με αρνητική γονιδιακή προδιάθεση, συστήνουν και μαγνητική τομογραφία σε ετήσια βάση, μαζί με τη μαστογραφία.
Φυσικά, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Ο θεράπων ιατρός είναι εκείνος που θα καθορίσει τη συχνότητα και το είδος των προληπτικών εξετάσεων, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, η ηλικία, η σοβαρότητα του αντιμετωπισθέντος όγκου κτλ.

Γ. Σωληνώδες Καρκίνωμα του μαστού [Tubular carcinoma]

Τι είναι;
Το Σωληνώδες καρκίνωμα του μαστού είναι μία σπάνια παραλλαγή του Διηθητικού Πορογενούς Καρκινώματος (IDC), καθώς καταλαμβάνει ποσοστό που δεν ξεπερνά το 2% των κρουσμάτων παγκοσμίως, και εμφανίζεται σε γυναίκες ηλικίας 40 έως 60 ετών. Ο όρος «καρκίνωμα» αναφέρεται σε έναν κακοήθη καρκινικό όγκο, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος. Περιγράφεται ως «σωληνώδες» λόγω του επιμήκους σχήματος των καρκινικών του κυττάρων.
Χαρακτηρίζεται από μικρού μεγέθους όγκο, αποτελούμενο από επιμήκη, σωληνώδη κύτταρα χαμηλού βαθμού – δηλαδή λίγο ή ελάχιστα παραλλαγμένα από τα υγιή κύτταρα της ίδιας περιοχής – που αναπτύσσονται αργά και σπάνια διασπείρονται εκτεταμένα σε γειτονικούς ιστούς. Για τους λόγους αυτούς, το σωληνώδες καρκίνωμα αντιμετωπίζεται ευκολότερα από ότι άλλοι τύποι καρκίνου του μαστού.

Συμπτώματα
Το Σωληνώδες μαστικό Καρκίνωμα δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα εμφανή συμπτώματα, ειδικά κατά την αρχική του ανάπτυξη. Η πρώτη ένδειξη της ύπαρξής του, όπως και σε άλλες μορφές καρκίνου του μαστού, είναι ο εντοπισμός μέσω ψηλάφησης ενός μικρού σκληρού ογκιδίου, διαμέτρου το πολύ 1 εκατοστού.

Διάγνωση
Η διάγνωση του Σωληνώδους Καρκινώματος προκύπτει συνήθως από συνδυασμό εξετάσεων. Ο αρχικός εντοπισμός του όγκου μπορεί να προκύψει είτε μέσω ψηλάφησης, είτε μέσω μαστογραφίας. Εν συνεχεία μια μαγνητική τομογραφία ή μια εξέταση υπερήχων μπορεί να παράσχει περισσότερες πληροφορίες τόσο για τη θέση όσο και τη φυσιολογία του όγκου. Ωστόσο, ακριβής διάγνωση μπορεί να γίνει μόνο μέσω βιοψίας, αφαίρεσης δηλαδή τμήματος ιστού ή κυττάρων από τον όγκο για κυτταρολογική εξέταση.
Έχει παρατηρηθεί πως ένα ποσοστό 10 – 15% γυναικών που διαγιγνώσκονται με Σωληνώδες Καρκίνωμα, έχει αναπτύξει καρκινικούς όγκους και στους δύο μαστούς, όχι αναγκαστικά του ίδιου τύπου: τις περισσότερες φορές, ο άλλος μαστός πάσχει από Πορογενές Διηθητικό Καρκίνωμα (IDC). Επίσης, το Σωληνώδες Καρκίνωμα εντοπίζεται ορισμένες φορές κοντά σε άλλες, πιο κοινές μορφές καρκίνου του μαστού, όπως το Επί Τόπου Πορογενές Καρκίνωμα (DCIS), το Επί Τόπου Λοβιακό Καρκίνωμα (LCIS) και το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα. Συνεπώς, είναι επιτακτικό να εξεταστούν εξονυχιστικά και οι δύο μαστοί αν στον ένα έχει εντοπιστεί Σωληνώδες Καρκίνωμα.

Αντιμετώπιση
Η θεραπεία που θα επιλεγεί για  την αντιμετώπιση του Σωληνώδους Καρκινώματος καθορίζεται από το αν είναι η μόνη μορφή καρκίνου που έχει εντοπιστεί στο στήθος ή όχι. Σε περίπτωση που ενυπάρχει και κάποιος άλλος όγκος διαφορετικής φύσης, όπως ένα Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα, η αγωγή που θα εφαρμοστεί θα πρέπει να στοχεύσει στην αντιμετώπιση και των δύο μορφών καρκίνου.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση θα πρέπει να περιλαμβάνει την αφαίρεση του όγκου και των όποιων λεμφαδένων πιθανόν έχουν μολυνθεί με κάποιον από τους παρακάτω τρόπους:
  • Ογκεκτομή: η ογκεκτομή περιλαμβάνει την αφαίρεση του όγκου και τμήματος του περιβάλλοντος υγιούς ιστού. Εφόσον κριθεί απαραίτητο μπορεί να αφαιρεθούν και ορισμένοι από τους λεμφαδένες της μασχαλιαίας περιοχής.
  • Ολική ή απλή μαστεκτομή: η μαστεκτομή περιλαμβάνει την αφαίρεση του μαστικού αδένα. Παράλληλα μπορεί να διενεργηθεί και μια βιοψία για να διαπιστωθεί κατά πόσον τα καρκινικά κύτταρα έχουν προσβάλλει τους γειτνιάζοντες λεμφαδένες.
  • Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή: η τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή περιλαμβάνει την αφαίρεση του μαστού, τη μυϊκή επένδυση των θωρακικών τοιχωμάτων και ορισμένων λεμφαδένων της μασχάλης.
Μολονότι το Σωληνώδες Καρκίνωμα δεν χαρακτηρίζεται γενικά από ιδιαίτερη επιθετικότητα και τάσεις εξάπλωσης στο υπόλοιπο σώμα, ο θεράπων ιατρός μπορεί να κρίνει απαραίτητη την εφαρμογή Χημειοθεραπείας για την εξόντωση οποιωνδήποτε καρκινικών κυττάρων έχουν αποσπαστεί από τον κύριο όγκο και έχουν μετακινηθεί σε άλλα σημεία του οργανισμού. Η χημειοθεραπεία συνίσταται στη λήψη ειδικών αντικαρκινικών φαρμακευτικών ουσιών μέσω χαπιού ή ενδοφλέβια και συχνά χαρακτηρίζεται από κάποιες παρενέργειες, οι οποίες, ωστόσο, μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Μετά την αφαίρεση του όγκου (ογκεκτομή), μπορεί να κριθεί απαραίτητη η εφαρμογή ακτινοθεραπείας στη χειρουργηθείσα περιοχή για την εξάλειψη οποιωνδήποτε καρκινικών κυττάρων μπορεί να ελλοχεύουν στους όμορους ιστούς.
Η ανάπτυξη Σωληνώδους Καρκινώματος έχει συσχετιστεί στενά με τη δράση των οιστρογόνων στο σώμα. Η ορμονοθεραπεία περιλαμβάνει τη λήψη ειδικών φαρμακευτικών ουσιών που είτε αναστέλλουν τη δράση των οιστρογόνων στον οργανισμό, είτε μειώνουν την ποσότητά τους.

Μετά τη Θεραπεία
Μετά τη θεραπεία ο γιατρός καθορίζει ένα πρόγραμμα προληπτικών επισκέψεων και εξετάσεων για να διασφαλιστεί η υγιής κατάσταση του οργανισμού. Συχνά συστήνεται η επανεξέταση των μαστών ανά εξάμηνο για τα πρώτα 5 χρόνια, και εν συνεχεία σε ετήσια βάση.
Σε περίπτωση ογκεκτομής, η διενέργεια μαστογραφίας έξι μήνες μετά το πέρας της όποιας ακτινοθεραπείας και στη συνέχεια μία φορά το χρόνο είναι επαρκής για την παρακολούθηση της κατάστασης των μαστών.
Σε περίπτωση Μαστεκτομής η διενέργεια μαστογραφίας σε ετήσια βάση έχει κριθεί επαρκής. Αν για κάποιο λόγο ο γιατρός πιστεύει πως ανήκετε σε ομάδα υψηλότερου κινδύνου όσον αφορά την επανεμφάνιση της νόσου, πιθανόν να συστήσει και μαγνητική τομογραφία σε συνδυασμό με τη μαστογραφία.
Σε περίπτωση λήψης ορμονοθεραπείας σχετικές προληπτικές εξετάσεις θα συστηθούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς οι σχετικές φαρμακευτικές ουσίες ίσως προκαλέσουν κάποια προβλήματα υγείας σε άλλα σημεία του σώματος, όπως η μήτρα ή τα οστά.

Δ. Μυελώδες Καρκίνωμα στο στήθος


Τι είναι;
Το Μυελώδες Καρκίνωμα (Medullary Carcinoma) στο στήθος είναι μια σπάνια (μόλις 3 – 5% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού) μορφή Διηθητικού Πορογενούς Καρκινώματος. Είναι μία από τις πλέον εύκολα αντιμετωπίσιμες μορφές καρκίνου του μαστού.
Ο όρος «καρκίνωμα» αναφέρεται σε έναν κακοήθη καρκινικό όγκο, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος. Περιγράφεται ως «μυελώδες» λόγω της μαλακής, σαρκώδους σύστασης του όγκου, που μοιάζει με μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται «προμήκης μυελός» (medulla oblongata).
Το Μυελώδες Καρκίνωμα μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά συνήθως πλήττει γυναίκες που διάγουν την πέμπτη δεκαετία της ζωής τους.
Το Μυελώδες Καρκίνωμα χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερα αντιφατική συμπεριφορά των καρκινικών του κυττάρων: μολονότι εμφανισιακά διακρίνονται για τον υψηλό τους βαθμό (ποσοστό διαφοροποίησης από τα υγιή κύτταρα της ίδιας περιοχής), η συμπεριφορά τους δεν διαφέρει ριζικά από τα υγιή μαστικά κύτταρα. Το μυελώδες μαστικό καρκίνωμα αναπτύσσεται σχετικά αργά και σπάνια επεκτείνεται από το στήθος στους λεμφαδένες.

Συμπτώματα
Το Μυελώδες Καρκίνωμα δεν προκαλεί ιδιαίτερα συμπτώματα κατά τα αρχικά στάδια της ανάπτυξης του. Όπως και σε άλλες μορφές μαστικού καρκίνου, η πρώτη ένδειξη ύπαρξής του μπορεί να είναι ένας σχετικά μικρός (συνήθως μικρότερος των 2 εκατοστών), μαλακός, σαρκώδης και ψηλαφητός.
Άλλα πιθανά σχετικά συμπτώματα μπορεί να είναι:
  • Πόνος.
  • Οίδημα.
  • Ερυθρότητα.
  • Ευαισθησία στο στήθος.

Διάγνωση
Το μυελώδες καρκίνωμα δεν διαφέρει ιδιαίτερα ως προς το διαγνωστικό εντοπισμό από τις άλλες μορφές καρκίνου του μαστού. Συνήθως εντοπίζεται μέσω:
  • ψηλάφησης, είτε από το γιατρό είτε από την ίδια την ασθενή
  • μαστογραφίας, μολονότι πολλοί ειδικοί έχουν εκφράσει αμφιβολίες για το κατά πόσον αποτελεί η μαστογραφία αξιόπιστη μέθοδο διάγνωσης της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου
  • υπερήχων
Η διάγνωση συνήθως περιλαμβάνει ένα συνδυασμό των ανωτέρω περιγραφόμενων μεθόδων, καθώς και άλλων συμπληρωματικών εξετάσεων που αποσκοπούν στον πληρέστερο προσδιορισμό τόσο της θέσης, όσο και της φύσης του όγκου. Απαραίτητη πτυχή του διαγνωστικού αυτού σταδίου η βιοψία, μέσω της οποίας αφαιρείται τμήμα του όγκου που, εν συνεχεία, εξετάζεται εξονυχιστικά για να εξακριβωθεί ο ακριβής τύπος καρκίνου του μαστού. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το μυελώδες καρκίνωμα παρουσιάζει ορισμένα, και όχι όλα, από τα βασικά του χαρακτηριστικά, οπότε και επονομάζεται «άτυπο». Σε αρκετές περιπτώσεις είναι δύσκολη η διάκρισή του από το Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα. Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση που μία γυναίκα διαγνωσθεί με οποιονδήποτε από τους δύο τύπους καρκίνου του μαστού, είναι σημαντικό να αναζητήσει και δεύτερη ή και τρίτη γνώμη από κάποιον πεπειραμένο στη συγκεκριμένη μορφή καρκινώματος γιατρό.
Αντιμετώπιση
Μολονότι το μυελώδες καρκίνωμα θεωρείται, και είναι, μία εύκολα αντιμετωπίσιμη μορφή καρκίνου, υπάρχουν διιστάμενες απόψεις για το ποια είναι η καλύτερη δυνατή θεραπευτική του αντιμετώπιση.
Ορισμένοι γιατροί διατείνονται πως μια απλή χειρουργική επέμβαση (π. χ. ογκεκτομή) είναι επαρκής για την εξάλειψη του κινδύνου, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα επιθετικό και σπάνια επεκτείνεται στους λεμφαδένες.
Άλλοι ισχυρίζονται πως κάθε μυελώδες καρκίνωμα πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως και ένα Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα, λόγω της δυσκολίας στην ακριβή του διάγνωση και ως προληπτικό μέτρο σε περίπτωση ελλοχεύοντος Διηθητικού Πορογενούς Καρκινώματος. Τα αυτά ισχύουν και για τις «άτυπες» μορφές μυελώδους καρκινώματος.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση θα πρέπει να περιλαμβάνει την αφαίρεση του όγκου και των όποιων λεμφαδένων πιθανόν έχουν μολυνθεί με κάποιον από τους παρακάτω τρόπους:
  • Ογκεκτομή: η ογκεκτομή περιλαμβάνει την αφαίρεση του όγκου και τμήματος του περιβάλλοντος υγιούς ιστού. Εφόσον κριθεί απαραίτητο μπορεί να αφαιρεθούν και ορισμένοι από τους λεμφαδένες της μασχαλιαίας περιοχής.
  • Ολική ή απλή μαστεκτομή: η μαστεκτομή περιλαμβάνει την αφαίρεση του μαστικού αδένα. Παράλληλα μπορεί να διενεργηθεί και μια βιοψία για να διαπιστωθεί κατά πόσον τα καρκινικά κύτταρα έχουν προσβάλλει τους γειτνιάζοντες λεμφαδένες.
  • Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή: η τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή περιλαμβάνει την αφαίρεση του μαστού, τη μυϊκή επένδυση των θωρακικών τοιχωμάτων και ορισμένων λεμφαδένων της μασχάλης.
Σε περίπτωση που αποφασισθεί η εφαρμογή χημειοθεραπείας, αυτή μπορεί να χορηγηθεί είτε ενδοφλεβίως είτε με τη μορφή χαπιών. Μέσω του κυκλοφορικού συστήματος οι φαρμακευτικές ουσίες εξοντώνουν καρκινικά κύτταρα σε κάθε σημείο του σώματος, τα οποία πιθανόν έχουν αποσπαστεί από τον κύριο όγκο.
Η ραδιοθεραπεία μπορεί να επιλεγεί ως συμπληρωματική θεραπευτική αγωγή, και μέσω αυτής ακτινοβολία υψηλής ενέργειας εκπέμπεται προς τον όγκο και την ευρύτερη πάσχουσα περιοχή, όπως το στήθος και οι μασχαλιαίοι λεμφαδένες. Στόχος της ραδιοθεραπείας είναι η καταστροφή οποιωνδήποτε καρκινικών κυττάρων παρέμειναν στην περιοχή μετά την αφαίρεση του όγκου.
Μετά το πέρας της θεραπείας θα ακολουθήσει μια περίοδος εντατικής επαγρύπνησης όσον αφορά την κατάσταση του στήθους και της υγείας της πρώην ασθενούς. Η περίοδος αυτή μπορεί να περιλαμβάνει εξετάσεις ανά εξάμηνο για τα επόμενα 5 χρόνια.
Σε περίπτωση ογκεκτομής θα διευθετηθεί η διενέργεια μαστογραφίας του πάσχοντος μαστού 6 μήνες μετά την ολοκλήρωση της ραδιοθεραπείας που συνήθως ακολουθεί την χειρουργική επέμβαση. Στη συνέχεια, θα εξετάζονται μέσω μαστογραφίας και οι δύο μαστοί μία φορά το χρόνο.
Σε περίπτωση μαστεκτομής συνήθως συστήνεται μαστογραφία του εναπομείναντος μαστού μία φορά το χρόνο. Φυσικά ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης της πρώην ασθενούς και την αξιολόγηση των πιθανοτήτων επανεμφάνισης του όγκου, ο γιατρός μπορεί να συστήσει πιο εντατικό πρόγραμμα εξετάσεων, που ίσως περιλαμβάνει μαγνητική τομογραφία μία φορά το χρόνο.
Ε. Βλεννοπαράγωγο Μαστικό Καρκίνωμα

Τι είναι;
Το Βλεννοπαράγωγο Μαστικό Καρκίνωμα (Mucinous breast carcinoma) είναι επίσης γνωστό και Κολλοειδές Καρκίνωμα, και αποτελεί μία σπανιότατη μορφή καρκίνου στο στήθος. Ουσιαστικά αποτελεί παραλλαγή του Διηθητικού Πορογενούς Καρκινώματος, μιας μορφής καρκίνου του μαστού που εμφανίζεται στους γαλακτοφόρους πόρους του αδένα και επεκτείνεται σταδιακά και στον υπόλοιπο μαστό.
Το βλεννοπαράγωγο καρκίνωμα καταλαμβάνει ποσοστό μικρότερο του 3% επί του συνόλου των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού. Η ιδιαίτερη επωνυμία του οφείλεται στη δυναμική παρουσία βλεννίνης μεταξύ των καρκινικών κυττάρων. Η βλεννίνη αποτελεί το κύριο συστατικό της βλέννας, μιας γλοιώδους, πυκνόρρευστης και ημιδιαφανούς ουσίας που εκκρίνεται από διάφορους αδένες. Μολονότι πολλοί τύποι καρκινικών κυττάρων παράγουν βλέννα, στην περίπτωση του βλεννοπαράγωγου καρκινώματος η βλέννα αποτελεί πλέον βασικό συστατικό στοιχείο του όγκου, περικλείνοντας τα καρκινικά κύτταρα. Ο όρος «καρκίνωμα» περιγράφει μία συσσωμάτωση καρκινικών κυττάρων, έναν κακοήθη όγκο δηλαδή, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος.
Το βλεννοπαράγωγο καρκίνωμα εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες που διάγουν την έκτη δεκαετία της ζωής τους (50 – 60 χρονών) ή διάγουν τα πρώτα χρόνια της έβδομης. Θεωρείται σχετικά εύκολα αντιμετωπίσιμη μορφή καρκίνου, καθώς τείνει να παραμένει στο μαστό και να μη διασπείρεται στους γειτονικούς λεμφαδένες.

Συμπτώματα
Όπως πολλές άλλες μορφές καρκίνου, το βλεννοπαράγωγο καρκίνωμα του στήθους δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα συμπτώματα κατά την αρχική του ανάπτυξη. Συχνά, η πρώτη ένδειξη ύπαρξης του είναι ο εντοπισμός ενός μικρού όγκου στην περιοχή του μαστού, μεγέθους 1 – 5 εκατοστά περίπου.

Διάγνωση
Η διάγνωση του βλεννοπαράγωγου καρκινώματος συνήθως γίνεται σταδιακά, με τη χρήση συνδυασμού εξετάσεων, όπως η ψηλάφηση, είτε από το γιατρό είτε από την ίδια την ασθενή, η μαστογραφία, το υπερηχογράφημα, η μαγνητική τομογραφία και η βιοψία. Η τελευταία διαγνωστική μέθοδος είναι ουσιαστικά και αυτή που αποσαφηνίζει το είδος του καρκινικού όγκου, καθώς μέσω αυτής αφαιρείται μικρό τμήμα του όγκου, το οποίο και εξετάζεται εξονυχιστικά.
Δυστυχώς, το βλεννοπαράγωγο καρκίνωμα συνυπάρχει κάποιες φορές και με άλλες μορφές μαστικού καρκίνου, όπως το επί τόπου πορογενές καρκίνωμα (DCIS) και το διηθητικό πορογενές καρκίνωμα (IDS). Σε κάποια περίπτωση μπορεί καρκινικά κύτταρα διηθητικού πορογενούς καρκινώματος να καταλαμβάνουν ποσοστό μεγαλύτερο του 10% στον όγκο, οπότε και περιγράφεται ως «μεμειγμένο» βλεννοπαράγωγο καρκίνωμα. Για τους λόγους αυτούς, η ακριβής διάγνωση της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου του μαστού είναι δύσκολη και απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες και γνώσεις εκ μέρους του γιατρού.
Το αμιγές βλεννοπαράγωγο καρκίνωμα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευαισθησία υποδοχέων οιστρογόνων (90 – 100% των περιπτώσεων) και προγεστερόνης (50 – 70% των κρουσμάτων), ενώ σπάνια επεκτείνεται στους γειτονικούς λεμφαδένες.

Αντιμετώπιση
Η συνήθης αντιμετώπιση του βλεννοπαράγωγου περιλαμβάνει τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με κάποιον από τους παρακάτω τρόπους.

  • Ογκεκτομή: στην ογκεκτομή αφαιρείται μόνον το κύριο σώμα του καρκινικού όγκου και τμήμα του υγιούς ιστού που τον περιβάλει. Σε ορισμένες περιπτώσεις  μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη η αφαίρεση και ορισμένων λεμφαδένων της μασχαλιαίας περιοχής όχι για θεραπευτικούς, αλλά για διαγνωστικούς λόγους.

  • Μαστεκτομή: η μαστεκτομή περιλαμβάνει την τμηματική ή και ολική αφαίρεση του μαστικού αδένα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η μαστεκτομή που εφαρμόζεται είναι μόνο μερική, και αφορά το τμήμα του μαστικού αδένα που έχει πληγεί και περιέχει τον όγκο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η αφαίρεση έως και του ¼ του μαστού, οπότε και η επέμβαση είναι επίσης γνωστή και ως τεταρτεκτομή. Κατά τη μαστεκτομή, όπως και στην περίπτωση της ογκεκτομής, μπορεί να αφαιρεθούν ορισμένοι λεμφαδένες για περαιτέρω εξέταση. Αν αποφασιστεί ολική ή απλή μαστεκτομή, τότε αφαιρείται το σύνολο του μαστικού ιστού. Στην περίπτωση της επονομαζόμενης τροποποιημένης ριζικής μαστεκτομής αφαιρείται το σύνολο του μαστού, καθώς και ορισμένοι από τους μασχαλιαίους λεμφαδένες. Σπάνια πλέον εφαρμόζεται η ριζική μαστεκτομή στην οποία αφαιρείται, εκτός του μαστού και ορισμένων λεμφαδένων, το σύνολο του στηθαίου θωρακικού μυός.
Λόγω της σημασίας του μαστού για την εμφάνιση αλλά και την ψυχολογία της ασθενούς, πολλές γυναίκες που υπέστησαν κάποιο είδος μαστεκτομής αποφάσισαν να προβούν και σε πλαστική επέμβαση ανάπλασης στήθους, η οποία μπορεί να λάβει χώρα είτε κατά τη μαστεκτομή είτε αργότερα.
Πιθανόν ο θεράπων ιατρός να κρίνει ότι είναι απαραίτητη η εφαρμογή πρόσθετης, συμπληρωματικής θεραπείας, όπως η ορμονοθεραπεία ή η χημειοθεραπεία.
Η ορμονοθεραπεία περιλαμβάνει τη λήψη ειδικών φαρμακευτικών ουσιών που είτε μπλοκάρουν τη δράση των οιστρογόνων είτε μειώνουν την ποσότητα οιστρογόνων στο σώμα. Λόγω της ιδιαίτερης συσχέτισης οιστρογόνων και βλεννοπαράγωγου καρκινώματος, η ορμονοθεραπεία θεωρείται αρκετά αποτελεσματική προσέγγιση για την πλήρη καταπολέμηση αυτής της μορφής του όγκου και τη μείωση των πιθανοτήτων επανεμφάνισης του όγκου.
Η χημειοθεραπεία περιλαμβάνει την έγχυση στον οργανισμό του ασθενούς ειδικών φαρμακευτικών ουσιών που καταπολεμούν οποιαδήποτε καρκινικά κύτταρα έχουν αποσπαστεί από τον κύριο όγκο και έχουν διασπαρθεί στο σώμα. Δεν υπάρχει ομοφωνία στην ιατρική κοινότητα σχετικά με την αξία της χημειοθεραπείας στην καταπολέμηση του βλεννοπαράγωγου καρκινώματος. Ορισμένοι βασίζουν τις επιλογές τους στο μέγεθος του όγκου και στην πιθανή εξάπλωση των καρκινικών κυττάρων στους λεμφαδένες. Για τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου, είναι απαραίτητη η εμβριθής ενημέρωση και η προσεκτική εξέταση των όποιων διαφορετικών απόψεων.
Μετά το πέρας της θεραπείας ο γιατρός συστήνει μια σειρά ειδικών προληπτικών εξετάσεων για την παρακολούθηση της κατάστασης του μαστού και της γενικότερης υγείας της ασθενούς.
Σε περίπτωση ογκεκτομής θα διευθετηθεί η διενέργεια μαστογραφίας του πάσχοντος μαστού 6 μήνες μετά την ολοκλήρωση της ραδιοθεραπείας που συνήθως ακολουθεί την χειρουργική επέμβαση. Στη συνέχεια, θα εξετάζονται μέσω μαστογραφίας και οι δύο μαστοί μία φορά το χρόνο.
Σε περίπτωση μαστεκτομής συνήθως συστήνεται μαστογραφία του εναπομείναντος μαστού μία φορά το χρόνο. Φυσικά ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης της πρώην ασθενούς και την αξιολόγηση των πιθανοτήτων επανεμφάνισης του όγκου, ο γιατρός μπορεί να συστήσει πιο εντατικό πρόγραμμα εξετάσεων, που ίσως περιλαμβάνει μαγνητική τομογραφία μία φορά το χρόνο.

ΣΤ. Θηλώδες (Θηλοειδές) Καρκίνωμα στο μαστό (Papillary Carcinoma of the Brest)
Τι είναι;
Το διηθητικό Θηλώδες Καρκίνωμα (Papillary Carcinoma) του μαστού είναι μια σπάνια μορφή καρκίνου που καταλαμβάνει μόλις το 1 -2 % των κρουσμάτων διηθητικού μαστικού καρκίνου παγκοσμίως.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το θηλώδες καρκίνωμα εμφανίζεται σε γυναίκες που έχουν περάσει στην περίοδο της εμμηνόπαυσης και συχνότατα αναπτύσσεται σε συνδυασμό με μία άλλη, πολύ συνηθέστερη μορφή καρκίνου, το Επί Τόπου Πορογενές Καρκίνωμα (DCIS).
Ο όρος «καρκίνωμα» περιγράφει μία συσσωμάτωση καρκινικών κυττάρων, έναν κακοήθη όγκο δηλαδή, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος. Ο όρος «θηλοειδής» ή «Θηλώδης» αναφέρεται στο ιδιαίτερο σχήμα του συγκεκριμένου καρκινώματος.
Για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση του Θηλώδους μαστικού Καρκινώματος εξετάστε την ενότητα που αναφέρεται στο Επί Τόπου Πορογενές Καρκίνωμα.

Ζ. Διάτρητο Καρκίνωμα του Μαστού [Cribriform Carcinoma of the Breast]
Τι είναι;
Το Διάτρητο Καρκίνωμα (Cribriform Carcinoma) του μαστού είναι μια σπάνια μορφή μαστικού καρκίνου. Κατά την ανάπτυξή του, τα καρκινικά κύτταρα εισβάλλουν στους συνδετικούς ιστούς του στήθους και σχηματίζουν ελλειπτικές συσσωματώσεις ανάμεσα στους πόρους και στα λοβία. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του τύπου καρκινώματος είναι η ιδιότυπη δομή του εσωτερικού, που δεν είναι συμπαγής αλλά διάτρητη, γεμάτη κενά.
Το διάτρητο καρκίνωμα συσχετίζεται και αναπτύσσεται μαζί με άλλες, συνηθέστερες μορφές καρκίνου, όπως το Επί τόπου Πορογενές Καρκίνωμα (DCIS): σε ένα ποσοστό της τάξης του 5 – 6 % των διηθητικών μορφών καρκίνου, κάποιο τμήμα του όγκου διαγιγνώσκεται ως διάτρητο.
Για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση του Διάτρητου Καρκινώματος στο μαστό εξετάστε την ενότητα που αναφέρεται στο Επί Τόπου Πορογενές Καρκίνωμα (DCIS).
Η. Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα  (Invasive lobular carcinoma [ILC])
Τι είναι;
Το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα (ILC) αποτελεί τη δεύτερη συνηθέστερη μορφή καρκίνου του μαστού μετά το Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα.  Υπολογίζεται πως το 10% όλων των μορφών διηθητικού μαστικού καρκίνου αφορά Διηθητικά Λοβιακά Καρκινώματα.
Ο όρος «διηθητικός» περιγράφει την τάση των καρκινικών κυττάρων να διαπερνούν και να επεκτείνονται σε γειτονικούς ιστούς. Ο όρος «Λοβιακό» αναφέρεται στο τμήμα του μαστού στο οποίο εμφανίζονται αρχικά τα καρκινικά κύτταρα, συγκεκριμένα στα γαλακτοπαραγωγά λόβια του μαστού, που παράγουν το γάλα και το διαχέουν μέσω των γαλακτοφόρων πόρων στις θηλές. Ο όρος «καρκίνωμα» περιγράφει μία συσσωμάτωση καρκινικών κυττάρων, έναν κακοήθη όγκο, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος.  Συνεπώς, το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα αναφέρεται σε μια μορφή καρκίνου που εκκινεί από τα λόβια του μαστού και επεκτείνεται στους γειτονικούς ιστούς. Σταδιακά, το ILC μπορεί να επεκταθεί στους λεμφαδένες και πιθανόν σε  άλλα σημεία του σώματος.
Το ILC μπορεί να εμφανιστεί σε γυναίκες κάθε ηλικίας, αλλά διαγιγνώσκεται συχνότερα σε γυναίκες άνω των 55 ετών.
Συμπτώματα
Αρχικά, το ILC, όπως και οι περισσότερες μορφές μαστικού καρκίνου, αναπτύσσεται χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις ή συμπτώματα. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί πως είναι πιο δύσκολο να εντοπιστεί μέσω μαστογραφίας σε σχέση με το Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα, λόγω της ιδιότυπης διασποράς των καρκινικών κυττάρων στον όμορο συνδετικό ιστό. Συνήθως, η πρώτη ένδειξη για την ύπαρξή του είναι η ψηλάφηση ενός ογκιδίου ή μιας σκλήρυνσης στην περιοχή του μαστού, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω εξετάσεις και διάγνωση της ασθένειας. Άλλα πιθανά συμπτώματα μπορεί να είναι:
  • Οίδημα στην περιοχή του στήθους
  • Αλλοίωση του δέρματος στην περιοχή του στήθους
  • Εισολκή θηλής
  • Κνησμός ή δερματική ενόχληση
  • Πόνος στην περιοχή του στήθους
  • Πόνος στην περιοχή της θηλής
  • Ερυθρότητα και σκλήρυνση της θηλής ή του δερματικού ιστού στο στήθος
  • Εκκρίσεις υγρών από τη θηλή (εκτός γάλακτος)
Διάγνωση
Η διάγνωση του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος περιλαμβάνει συνήθως έναν συνδυασμό εξετάσεων και διαγνωστικών τεχνικών. Δυστυχώς, το ILC τείνει να έχει πολλές καρκινικές εστίες στο μαστικό αδένα ενώ έχει καταδειχτεί πως συχνά πλήττει και τους δύο μαστούς μιας ασθενούς.
Ακολουθούν ορισμένες τεχνικές εξέτασης που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του Διηθητικού λοβιακού Καρκινώματος.
  • Ψηλάφηση: ο γιατρός μπορεί, ψηλαφώντας την περιοχή του στήθους να εντοπίσει κάποια σκλήρυνση ή έναν μικρό όγκο στην ευρύτερη περιοχή του στήθους. Συνήθως, σε περιπτώσεις ILC, εντοπίζεται σκλήρυνση και όχι όγκος, λόγω της ιδιότυπης διασποράς των καρκινικών κυττάρων στον περιβάλλοντα συνδετικό ιστό. Παράλληλα ερευνώνται ενδελεχώς οι λεμφαδένες της μασχάλης και της περιοχής της κλείδας για οποιεσδήποτε αλλοιώσεις ή άλλες ενδείξεις.
  • Μαστογραφία: Το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα μπορεί να εντοπιστεί μέσω μαστογραφίας, συχνά, όμως, αποδεικνύεται αυτό δυσκολότερο σε σχέση με άλλες μορφές καρκίνου, λόγω της ιδιάζουσας ανάπτυξής του. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να εντοπιστεί όγκος, αλλά να δείχνει μικρότερος απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Σε περίπτωση εντοπισμού ενός ανησυχητικού όγκου, διενεργούνται περισσότερες μαστογραφίες και στους δύο μαστούς για να συγκεντρωθούν περεταίρω στοιχεία.
  • Υπέρηχος: η εξέταση υπερήχων χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα που αντανακλούν στα τοιχώματα των ιστών και βοηθούν το γιατρό να αποτυπώσει την κατάσταση του εσωτερικού του στήθους. Έχει αποδειχτεί πως, συγκεκριμένα για την περίπτωση του ILC, ο υπέρηχος έχει αποδειχτεί πολύ πιο αξιόπιστος για τη διάγνωση της νόσου. Ωστόσο, και πάλι, ο όγκος μπορεί να φανεί μικρότερος από ότι είναι στην πραγματικότητα.
  • Μαγνητική τομογραφία στήθους: η μαγνητική τομογραφία δίνει τη δυνατότητα στο γιατρό να συγκεντρώσει ακόμη περισσότερες πληροφορίες για τη φύση και την έκταση του όγκου.
  • Βιοψία: η βιοψία περιλαμβάνει την αφαίρεση κυττάρων ή ιστού από τον όγκο ή την περιοχή που οι παραπάνω εξετάσεις κατέδειξαν πως πιθανόν να πάσχει από καρκινογένεση και την εξέταση του τμήματος αυτού με μικροσκόπιο. Μέσω αυτή της μεθόδου, καθίσταται σαφές κατά πόσον πρόκειται για Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα ή όχι. Η βιοψία διενεργείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τη φύση του όγκου και την ευκολία με την οποία μπορεί να τον εντοπίσει ο γιατρός. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η αφαίρεση του όγκου καθοδηγείται μέσω υπερήχων ή μαστογραφίας (στερεοτακτική βιοψία) για να εντοπιστεί ευκολότερα ο όγκος.
Βιοψία με βελόνα (Α): περιλαμβάνει την εισαγωγή μίας πολύ μικρής κοίλης βελόνας η οποία λαμβάνει ένα μικρό δείγμα κυττάρων από την ύποπτη περιοχή. Το δείγμα στη συνέχεια υφίσταται κυτταρολογική εξέταση και αξιολογείται. Αυτού του είδους η βιοψία δεν αφήνει ουλές και ταλαιπωρεί ελάχιστα την εξεταζόμενη.
Βιοψία με βελόνα (Β): ο γιατρός κάνει μία μικρή τομή για να μπορέσει να εισαγάγει μία μεγαλύτερη βελόνα, ικανή να αφαιρέσει δείγμα ιστού από την ύποπτη περιοχή. Αυτού του είδους η βιοψία αφήνει μία μικρή ουλή που, όμως, γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητη μετά από μερικές εβδομάδες.
Βιοψία διατομής ή διάνοιξης (incisional biopsy): η βιοψία αυτή χρησιμοποιείται μόνον όταν οι δύο προηγούμενες αποτύχουν να δώσουν κατάλληλο δείγμα και μοιάζει περισσότερο με μικρή επέμβαση παρά με βιοψία. Περιλαμβάνει τη διενέργεια μιας μικρής τομής και αποσκοπεί στην αφαίρεση ενός μικρού τμήματος ιστού για εξέταση.
Βιοψία εκτομής (excisional biopsy): η βιοψία εκτομής είναι ακόμη πιο παρεμβατική και αποσκοπεί στην αφαίρεση ολόκληρου του ύποπτου όγκου από το στήθος.
Βιοψία με χρήση σύρματος εντοπισμού (needle wire localization). Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες είναι δύσκολο να εντοπιστεί ο όγκος και το σημείο στο οποίο πρέπει να διενεργηθεί βιοψία, οπότε και εισάγεται στο στήθος μια εξαιρετικά λεπτή βελόνα με κενό εσωτερικό, μέσω της οποίας διοχετεύεται ένα ειδικό καλώδιο στο στήθος, που επιτρέπει στο γιατρό να εντοπίσει ευκολότερα την περιοχή στην οποία πρέπει να διενεργηθεί η βιοψία.
Στη συνέχεια το δείγμα αποστέλλεται σε ειδικό παθολόγο που το εξετάζει μέσω μικροσκοπίου, διερευνώντας οποιεσδήποτε πιθανές κυτταρικές μεταβολές ή αλλοιώσεις. Όταν υπάρχουν υποψίες για ILC, ο παθολόγος συχνά φροντίζει να εξεταστεί το δείγμα και γενετικά, καθώς έχει αποδειχτεί πως ένα συγκεκριμένο γονίδιο, γνωστό ως CDH1, που δρα ενάντια στην εξάπλωση καρκινικών κυττάρων είναι συχνά αλλοιωμένο σε άτομα που πάσχουν με ILC.  Ας υπογραμμιστεί πως η βιοψία είναι διαγνωστική και όχι θεραπευτική προσέγγιση: ακόμη και στην περίπτωση διενέργειας βιοψίας εκτομής, θα απαιτηθεί επιπλέον χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση της νόσου.
Σταδιοποίηση και Βαθμός
Η Σταδιοποίηση είναι η διαδικασία προσδιορισμού του βαθμού στον οποίο τα καρκινικά κύτταρα έχουν επεκταθεί από την αρχική τους πηγή στους γείτονες ιστούς ή σε άλλα μέρη του σώματος. Ο καθορισμός αυτού του βαθμού επέκτασης, γνωστού ως Σταδίου καθορίζεται από τρεις σημαίνοντες παράγοντες:
  • Το μέγεθος του όγκου.
  • Την πιθανή διασπορά των καρκινικών κυττάρων στους λεμφαδένες και, αν ισχύει κάτι τέτοιο, σε πόσους από αυτούς.
  • Την πιθανή διασπορά των καρκινικών κυττάρων σε άλλα σημεία του σώματος. το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα συνήθως επεκτείνεται αργά εκτός του μαστού. Σε περίπτωση διασποράς του σε άλλα όργανα του σώματος, καρκινικά κύτταρα εντοπίζονται συνήθως στον γαστρεντερικό σωλήνα (που περιλαμβάνει όργανα όπως το στομάχι και το έντερο), στα τοιχώματα της κοιλιακής χώρας, η στα αναπαραγωγικά όργανα, όπως οι ωοθήκες. Σπανιότερα, εμφανίζονται στον περιβάλλοντα ιστό του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.
Η κλίμακα Σταδιοποίησης του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος περιλαμβάνει 4 Στάδια (I, II, III, IV) και βασίζεται σε αποτελέσματα κλινικών και άλλων εξετάσεων, όπως η αφαίρεση μικρού αριθμού λεμφαδένων για να διαπιστωθεί η πιθανή καρκινική τους προσβολή. Παράλληλα, ο γιατρός εξετάζει ενδελεχώς όλο τον οργανισμό για πιθανές ενδείξεις διασποράς των καρκινικών κυττάρων και σε άλλα σημεία του σώματος. Αυτό συνήθως περιλαμβάνει διάφορες ειδικευμένες εξετάσεις αίματος, εξέταση της λειτουργίας του ήπατος, και εξέτασης αλκαλικής φωσφατάσης, ενός ενζύμου που παρατηρείται σε αυξημένα επίπεδα σε άτομα που πάσχουν από καρκίνο στο συκώτι και στα κόκαλα.
Παράλληλα, ο γιατρός, ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση, μπορεί να ζητήσει επιπλέον εξετάσεις για να βεβαιωθεί για την έκταση ή τη διασπορά των καρκινικών κυττάρων σε άλλα σημεία του σώματος. Οι εξετάσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν:
  • Σπινθηρογράφημα Οστών: η εξέταση αυτή παρέχει τη δυνατότητα ενδελεχούς ελέγχου της κατάστασης των οστών όταν υπάρχει υποψία μετάστασης ή διασποράς καρκινικών κυττάρων. Η εξέταση περιλαμβάνει δύο στάδια: αρχικά διοχετεύεται στον οργανισμό του εξεταζόμενου μία ειδική ραδιενεργή ουσία, η οποία διασπείρεται στο σώμα του ασθενούς και στο σκελετικό του σύστημα. Στη συνέχεια, μετά το πέρας λίγων ωρών (συνήθως τριών) ο ασθενής ξαπλώνει σε μια ειδική κλίνη και το σώμα του σαρώνεται από ειδικό μηχάνημα. Η εξέταση αυτή είναι σε θέση να εντοπίσει πιθανή διασπορά καρκινικών κυττάρων σε κάποιο ή κάποια οστά του σώματος του ασθενή.
  • Αξονική τομογραφία, υπέρηχος ή και μαγνητική τομογραφία της κοιλιακής χώρας και της περιοχής της πυέλου (λεκάνη) ή και άλλων περιοχών του σώματος.
  • Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων (Positron Emission Tomography ή ΡΕΤ). Η εξέταση αυτή παρέχει τη δυνατότητα παρακολούθησης των κυττάρων του σώματος. Διοχετεύεται στον ασθενή μια ελάχιστη ποσότητα ενός ραδιενεργού στοιχείο μαζί με ζάχαρη. Καθώς τα στοιχεία αυτά απορροφούνται από τα κύτταρα, καθίστανται πλέον ορατά μέσω μιας ειδικής συσκευής σάρωσης, οπότε είναι δυνατός ο εντοπισμός διασπαρθέντων καρκινικών κυττάρων στον υπόλοιπο οργανισμό.
Εκτός των εξετάσεων που σχετίζονται με την πιθανή διασπορά των καρκινικών κυττάρων, είναι πιθανό να διενεργηθούν και εξετάσεις που βοηθούν το θεράποντα ιατρό να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες για τον όγκο, τη συμπεριφορά των καρκινικών κυττάρων και την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητα διαφόρων θεραπευτικών επιλογών. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μπορεί να αφορούν:
  • Βαθμός: ο Βαθμός των καρκινικών κυττάρων σχετίζεται με το ποσοστό διαφοροποίησης της συμπεριφοράς και της όψης τους σε σχέση με ανάλογα υγιή κύτταρα. Όσο μεγαλύτερες οι διαφορές, τόσο μεγαλύτερος ο ρυθμός ανάπτυξης και η πιθανότητα διασποράς, και αντίστοιχα, τόσο μεγαλύτερος ο Βαθμός των καρκινικών κυττάρων. Τα καρκινικά κύτταρα του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος διακρίνονται σε 3 συνολικά βαθμίδες – Βαθμού 1 (χαμηλού), 2 (μέσου) ή 3 (υψηλού).
  • Χειρουργικά Όρια: τα χειρουργικά όρια αποτελούν στοιχείο κλειδί για την επιτυχή αντιμετώπιση του όγκου. Κατά την εκτομή του όγκου, ο γιατρός εκτός από την καρκινική συσσωμάτωση αφαιρεί και ένα τμήμα περιβάλλοντος υγιούς ή φυσιολογικού ιστού, για να βεβαιωθεί πως έχει αφαιρέσει όλα τα καρκινικά κύτταρα. Το τμήμα αυτό, γνωστό ως «χειρουργικά όρια» εξετάζεται ενδελεχώς για να εξακριβωθεί κατά πόσον και σε ποιο βαθμό έχει προσβληθεί από καρκινικά κύτταρα. Αν τα όρια αυτά χαρακτηριστούν «αρνητικά», σημαίνει πως δεν παρατηρήθηκαν καθόλου καρκινικά κύτταρα στα εξωτερικά τοιχώματα των χειρουργικών ορίων, οπότε δεν χρειάζεται κάποια άλλη χειρουργική επέμβαση. Αν χαρακτηριστούν «θετικά» σημαίνει πως εντοπίστηκαν καρκινικά κύτταρα στο εξωτερικό τοίχωμα των ορίων οπότε πιθανότατα θα απαιτηθεί επιπλέον επέμβαση. Υπάρχει περίπτωση να εντοπιστούν καρκινικά κύτταρα στα όρια αλλά αυτά να μην έχουν φτάσει ως τα απώτερα εξωτερικά τοιχώματα, οπότε και θεωρείται λιγότερο πιθανό να έχει προσβληθεί ο περιβάλλον ιστός.
  • Ορμονικοί Υποδοχείς: για να επιτελέσουν τη λειτουργία τους οι ορμόνες, ουσίες που εκκρίνει ο οργανισμός και σχετίζονται με τη λειτουργία των κυττάρων, πρέπει να επικολληθούν σε συγκεκριμένες περιοχές του κυττάρου που ονομάζονται «υποδοχείς». Ένας παράγοντας εξαιρετικής σημασίας που πρέπει να προσδιοριστεί από το ιατρικό προσωπικό είναι το κατά πόσον τα καρκινικά κύτταρα έχουν ή όχι ορμονικούς υποδοχείς οιστρογόνων και προγεστερόνων, καθώς οι συγκεκριμένες ορμόνες έχουν αποδειχτεί πως τροφοδοτούν την καρκινική ανάπτυξη. Αν, λοιπόν, αποδειχτεί πως ο ασθενής είναι θετικός όσον αφορά στους ορμονικούς υποδοχείς, είναι πολύ πιθανό ο γιατρός να συστήσει κάποιο είδος ορμονικής θεραπείας.
  • Παραγωγή υποδοχέα HER2: ο υποδοχέας HER2 (human epidermal growth factor receptor 2) είναι μια πρωτεΐνη. Όσο περισσότερη πρωτεΐνη παράγεται από τα μαστικά κύτταρα, τόσο περισσότερους αντίστοιχους υποδοχείς θα έχουν τα κύτταρα στην εξωτερική τους επιφάνεια. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των υποδοχέων, τόσο ταχύτερη η ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Μια σχετική εξέταση προσδιορίζει την παραγόμενη ποσότητα αυτής της πρωτεΐνης και καθιστά σαφές κατά πόσον χρειάζεται κάποια ειδική θεραπεία για το συγκεκριμένο πρόβλημα ή όχι.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του Διηθητικού λοβιακού Καρκινώματος διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες:
  • Τοπική αντιμετώπιση, που συνήθως περιλαμβάνει χειρουργική παρέμβαση και ακτινοθεραπεία.
  • Συστηματική αντιμετώπιση, που μπορεί να περιλαμβάνει χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία κ.ά.
Τοπική αγωγή που περιλαμβάνει χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπεία
Η τοπική αντιμετώπιση κατά του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος στοχεύει στην αφαίρεση του όγκου και στην αντιμετώπιση των καρκινικών κυττάρων που πιθανόν έχουν προσβάλει οποιεσδήποτε γειτονικές στο μαστό περιοχές, όπως τους λεμφαδένες και την ευρύτερη περιοχή του στήθους.
1. ILC και Χειρουργική Επέμβαση
Η χειρουργική επέμβαση είναι η συνήθης και κύρια θεραπευτική αντιμετώπιση κατά του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος. Η χειρουργική επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει:
Ογκεκτομή: στην ογκεκτομή αφαιρείται μόνον ο καρκινικός όγκος και τμήμα του υγιούς ιστού που τον περιβάλει. Σε ορισμένες περιπτώσεις  μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη η αφαίρεση και ορισμένων λεμφαδένων της μασχαλιαίας περιοχής όχι για θεραπευτικούς, αλλά για διαγνωστικούς λόγους.
Μαστεκτομή: η μαστεκτομή περιλαμβάνει την τμηματική ή και ολική αφαίρεση του μαστικού αδένα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η μαστεκτομή που εφαρμόζεται είναι μόνο μερική, και αφορά το τμήμα του μαστικού αδένα που έχει πληγεί και περιέχει τον όγκο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η αφαίρεση έως και του ¼ του μαστού, οπότε και η επέμβαση είναι επίσης γνωστή και ως τεταρτεκτομή. Κατά τη μαστεκτομή, όπως και στην περίπτωση της ογκεκτομής, μπορεί να αφαιρεθούν ορισμένοι λεμφαδένες για περαιτέρω εξέταση. Αν αποφασιστεί ολική ή απλή μαστεκτομή, τότε αφαιρείται το σύνολο του μαστικού ιστού. Στην περίπτωση της επονομαζόμενης τροποποιημένης ριζικής μαστεκτομής αφαιρείται το σύνολο του μαστού, καθώς και ορισμένοι από τους μασχαλιαίους λεμφαδένες. Σπάνια πλέον εφαρμόζεται η ριζική μαστεκτομή στην οποία αφαιρείται, εκτός του μαστού και ορισμένων λεμφαδένων, το σύνολο του στηθαίου θωρακικού μυός.
Στα πλαίσια μιας ογκεκτομής ή μαστεκτομής ο γιατρός μπορεί να κρίνει απαραίτητη την αφαίρεση και ορισμένων λεμφαδένων για να εξετάσει κατά πόσον έχουν προσβληθεί από τον καρκίνο. Αν έχουν προσβληθεί, τότε η πιθανότητα να έχουν διασπαρθεί καρκινικά κύτταρα και στο υπόλοιπο σώμα είναι μεγαλύτερη.
Οι λεμφαδένες είναι μικρές μάζες λεμφοειδούς ιστού που απαντώνται κατά μήκος των λεμφαγγείων του λεμφικού συστήματος και «φιλτράρουν» ξένα σώματα ή βακτήρια που μπορεί να προξενήσουν λοιμώξεις, ώστε να μην εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Δυστυχώς, καρκινικά μαστικά κύτταρα μπορεί να προσβάλλουν τους λεμφαδένες και, μέσω αυτών, να διασπαρθούν στο υπόλοιπο σώμα. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, η θεραπευτική αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι ανάλογη, ώστε να μειωθεί η πιθανότητα μετάστασης. Η εξέταση των λεμφαδένων που συχνά συνοδεύουν τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει τις ακόλουθες διαδικασίες:
  • Βιοψία του «Φρουρού» Λεμφαδένα: ο «φρουρός» λεμφαδένας είναι ο πρώτος λεμφαδένας που φιλτράρει τα υγρά που απορρέουν από την περιοχή του στήθους. Σε περίπτωση Λοβιακού Διηθητικού Καρκινώματος που έχει προσβάλλει και τους λεμφαδένες, ο λεμφαδένας φρουρός θα είναι ο πρώτος που θα έχει υποστεί την προσβολή των καρκινικών κυττάρων. Αν εντοπιστεί, λοιπόν, ο φρουρός λεμφαδένας και εξεταστεί, ο θεράπων ιατρός θα είναι σε θέση να γνωρίσει τις πιθανότητες εξάπλωσης των καρκινικών κυττάρων και στον υπόλοιπο οργανισμό. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται «βιοψία του φρουρού λεμφαδένα». Αν η βιοψία καταδείξει πως ο λεμφαδένας είναι καθαρός, καμία περαιτέρω χειρουργική επέμβαση δεν θα θεωρηθεί απαραίτητη. Αντίθετα, αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, τότε θα απαιτηθεί η αφαίρεση περισσότερων λεμφαδένων καθώς και άλλων ειδικών θεραπευτικών προσεγγίσεων.
  • Ανατομή των μασχαλιαίων Λεμφαδένων: κατά την ανατομή των μασχαλιαίων λεμφαδένων ο χειρούργος αφαιρεί μια ομάδα μασχαλιαίων λεμφαδένων ώστε να εξεταστούν για πιθανή καρκινική προσβολή. Η διαδικασία αυτή είναι εναλλακτική της βιοψίας Φρουρού Λεμφαδένα.
2. ILC και Ραδιοθεραπεία
Η ραδιοθεραπεία περιλαμβάνει την κατεύθυνση ακτινών υψηλής ενέργειας στο στήθος, στην περιοχή του θώρακα και της μασχάλης, και/ή στην περιοχή της κλείδας. Αποσκοπεί στην εξόντωση οποιωνδήποτε καρκινικών κυττάρων έχουν επεκταθεί από τον κύριο όγκο σε γειτονικές του μαστού περιοχές, καθώς και στη μείωση της πιθανότητας επανεμφάνισης της νόσου.
Η ραδιοθεραπεία συνήθως έπεται της χειρουργικής επέμβασης. Σε περιπτώσεις μερικής μαστεκτομής ή τεταρτεκτομής η ραδιοθεραπεία αποτελεί σχεδόν πάντοτε απαραίτητο συμπλήρωμα της αγωγής, καθώς μέρος του παθόντος μαστού παραμένει στο σώμα και μπορεί να περιέχει υπολείμματα καρκινικών κυττάρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις συστήνεται ακόμα και μετά από ολική μαστεκτομή, αν ο όγκος ήταν πολύ μεγάλος (άνω των 5 εκατοστών) ή αν περιλαμβάνεται προσβολή των λεμφαδένων.
Η ραδιοθεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί με δύο τρόπους, εσωτερικά ή εξωτερικά. Η πρώτη επιλογή, γνωστή και ως βραχυθεραπεία περιλαμβάνει την εισαγωγή ειδικών πηγών ακτινοβολίας μέσα στο μαστό, στην περιοχή του όγκου. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται λιγότερη προσβολή του υγιούς ιστού από την ακτινοβολία και, συνεπώς, πολύ λιγότερες παρενέργειες.
Η εξωτερική ραδιοθεραπεία επιφέρει εξωτερικά την ακτινοβολία στην παθούσα περιοχή μέσω μίας συσκευής γνωστής ως «γραμμικός επιταχυντής». Η εξωτερική ακτινοθεραπεία προσβάλλει μεγαλύτερη περιοχή του στήθους και γενικά χαρακτηρίζεται από περισσότερες παρενέργειες σε σχέση με τη βραχυθεραπεία.
Συστηματική αγωγή, χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία και άλλες στοχευόμενες αγωγές
Η Συστηματική αγωγή κατά του ILC, σε αντίθεση με την τοπική αγωγή που στοχεύει στην προσβληθείσα περιοχή, περιλαμβάνει θεραπεία για ολόκληρο τον οργανισμό. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πιστεύεται πως καρκινικά κύτταρα έχουν αποσπαστεί από τον κύριο όγκο και έχουν μετακινηθεί μέσω της λέμφου ή του αίματος και σε άλλα σημεία του σώματος. Η συστηματική αγωγή κατά του ILC μπορεί να περιλαμβάνει χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία ή άλλες ειδικά στοχευόμενες αγωγές.

Χημειοθεραπεία
Η χημειοθεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση φαρμακευτικών ουσιών που αποσκοπούν στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Όταν έπεται της χειρουργικής επέμβασης ονομάζεται «συμπληρωματική θεραπεία». Όταν, ωστόσο, ο όγκος είναι πολύ μεγάλος και καρκινικά κύτταρα έχουν προσβάλει σοβαρά τους λεμφαδένες και έχουν διασπαρθεί και σε άλλα μέρη του σώματος, η χημειοθεραπεία προηγείται της επέμβασης και αποσκοπεί στη συρρίκνωση του όγκου και στην εξόντωση των διασπαρμένων καρκινικών κυττάρων. Οι φαρμακευτικές χημειοθεραπευτικές ουσίες διοχετεύονται στο σώμα με τους εξής τρόπους:
  • Στοματικά, μέσω χαπιού ή πόσιμου υγρού.
  • Μέσω ενέσεων.
  • Ενδοφλέβια. Η μέθοδος αυτή αποτελεί και τη συνηθέστερη πρακτική. Σε κάποιο σημείο του κυκλοφοριακού συστήματος του ασθενή συνδέεται ένας μικρός πλαστικός σωλήνας (καθετήρας) μέσω του οποίου διοχετεύεται η φαρμακευτική ουσία στον οργανισμό.
Οι χημειοθεραπευτικές ουσίες διατρέχουν το κυκλοφορικό σύστημα και καταστρέφουν όποια καρκινικά κύτταρα έχουν διασπαρθεί. Δυστυχώς, όμως, συχνά προσβάλλουν και υγιή κύτταρα, με αποτέλεσμα ορισμένες δυσάρεστες παρενέργειες, οι περισσότερες από τις οποίες, ωστόσο, είναι αντιμετωπίσιμες.
Η χημειοθεραπεία συστήνεται όταν το πορογενές διηθητικό καρκίνωμα είναι αρκετά μεγάλο (μεγαλύτερο του ενός εκατοστού) ή έχει επεκταθεί και στους λεμφαδένες. Διαρκεί, συνήθως, 3 με 6 μήνες και η φύση της εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης και από τη φυσιολογία της ασθενούς, την ηλικία της, τη γενικότερη κατάσταση της υγείας της κτλ.
Πρόσφατα έχουν ανακαλυφθεί δύο νέες εξετάσεις οι οποίες είναι σε θέση να βοηθήσουν τόσο το γιατρό όσο και την ασθενή να προσδιορίσουν το αν και κατά πόσον απαιτείται χημειοθεραπεία για την αντιμετώπιση της νόσου: οι εξετάσεις αυτές είναι γνωστές ως Ογκότυπος DX and MammaPrint και είναι σε θέση να εντοπίσουν γονίδια που έχει αποδειχτεί πως συσχετίζονται με την επανεμφάνιση της νόσου.
Ορμονοθεραπεία

Η ορμονοθεραπεία (αντι – οιστρογονοθεραπεία) εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ασθενής έχει βρεθεί θετική σε εξέταση ορμονικών υποδοχέων (βλ. ανωτέρω). Συνήθως η ορμονοθεραπεία ακολουθεί τη χειρουργική επέμβαση και αγωγές χημειοθεραπείας ή ραδιοθεραπείας, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να προηγηθεί της επέμβασης με στόχο τη συρρίκνωση του όγκου. Βασική της λειτουργία είναι η μείωση της ποσότητας οιστρογόνων στον οργανισμό ή η παρεμπόδιση της μετάδοσης σημάτων ανάπτυξης από τα οιστρογόνα προς τα καρκινικά κύτταρα.
Μετά τη Θεραπεία
Μετά την αγωγή, θα ακολουθήσει μια περίοδος επαγρύπνησης, κατά την οποία η υγεία του οργανισμού της πρώην ασθενούς και η κατάσταση του μαστού θα εξετάζονται περιοδικά και συστηματικά.
Κατά τα πρώτα 5 χρόνια μετά το πέρας της θεραπείας η ενδιαφερόμενη θα πρέπει να επισκέπτεται το γιατρό της ανά 4 ή 6 μήνες για ειδικές εξετάσεις. Μόλις ολοκληρωθεί η πρώτη πενταετία, οι επισκέψεις αυτές θα γίνουν ετήσιες.
Πρώην ασθενής που έχει υποστεί ογκεκτομή ή επέμβαση διατήρησης του στήθους θα πρέπει να κάνει μαστογραφία 6 μήνες μετά το πέρας της ακτινοθεραπείας, και στη συνέχεια μία φορά κάθε χρόνο. Σε περίπτωση μαστεκτομής, η μαστογραφία πρέπει να γίνεται μία φορά το χρόνο. Πολλοί γιατροί, σε περιπτώσεις γυναικών με βεβαρυμμένο οικογενειακό ιστορικό ή με αρνητική γονιδιακή προδιάθεση, συστήνουν και μαγνητική τομογραφία σε ετήσια βάση, μαζί με τη μαστογραφία.
Φυσικά, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Ο θεράπων ιατρός είναι εκείνος που θα καθορίσει τη συχνότητα και το είδος των προληπτικών εξετάσεων, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, η ηλικία, η σοβαρότητα του αντιμετωπισθέντος όγκου κτλ.

Θ. Φλεγμονώδης Καρκίνος του Μαστού (Inflammatory breast cancer [IBC])

Γενικές πληροφορίες
Ο Φλεγμονώδης Καρκίνος του Μαστού (Inflammatory Brest Cancer) είναι μια σπάνια αλλά εξαιρετικά επιθετική μορφή καρκίνου. Σύμφωνα με Εθνικό Καρκινικό Κέντρο των Η.Π.Α. ο Φλεγμονώδης Καρκίνος του Μαστού καταλαμβάνει ποσοστό 1 – 5% επί όλων των κρουσμάτων μαστικού καρκίνου.
Ιδιάζον χαρακτηριστικό του Φλεγμονώδους Καρκίνου του Μαστού, εν σχέση με άλλες μορφές μαστικού καρκίνου, είναι η εμφάνισή τους σε γυναίκες σχετικά μικρότερης ηλικίας, (50 – 57) καθώς και η συσχέτισή του με την παχυσαρκία. Όπως και άλλες μορφές καρκίνου, το IBC μπορεί να εμφανιστεί και σε άντρες.

Συμπτώματα
Ο Φλεγμονώδης Καρκίνος του Μαστού παρουσιάζει έντονα συμπτώματα τα οποία επιδεινώνονται ταχύτητα, ακόμα και σε διάστημα ωρών. Είναι επιτακτικό μια γυναίκα που αναγνωρίζει οποιοδήποτε από τα κάτωθι περιγραφόμενα συμπτώματα να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια.
Ο Φλεγμονώδης Καρκίνος του Μαστού δεν χαρακτηρίζεται στην αρχική του ανάπτυξη από διαμορφωμένους όγκους, αλλά από ένα αίσθημα σκλήρυνσης ή επιβάρυνσης στο στήθος. Παράλληλα, μπορεί να παρατηρηθεί έντονη ερυθρότητα ή φλόγωση στο δέρμα του μαστού. Το IBC τείνει να αναπτύσσεται σε στρώματα ιστού που επικαλύπτονται. Το επακόλουθο οίδημα προκαλείται από την απόφραξη των λεμφοφόρων αγγείων από τα καρκινικά κύτταρα.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα του IBC είναι:
  • Ερυθρότητα στο στήθος, η οποία και αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του Φλεγμονώδους Καρκίνου στο μαστό. Σε κάποιες περιπτώσεις η ερυθρότητα μπορεί να υποχωρεί και να επανεμφανίζεται περιοδικά.
  • Οίδημα στο στήθος, που μπορεί να περιλαμβάνει μέρος ή και το σύνολο του μαστού. Εκτός από την αύξηση του μεγέθους λόγω του οιδήματος μπορεί να παρατηρηθεί και ιδιαίτερη σκληρότητα.
  • Φλόγωση, Καύσος (έντονη αίσθηση θερμότητας).
  • Όψη φλούδας πορτοκαλιού.
  • Διάφορες αλλοιώσεις στην όψη του δέρματος: μελάνωση, αυλακώσεις, εκδορές ή εξανθήματα.
  • Οίδημα των λεμφαδένων στην περιοχή της μασχάλης ή πάνω από την κλείδα.
  • Εξομάλυνση ή εισολκή (το δέρμα μοιάζει να απορροφάται προς το εσωτερικό της θηλής) της θηλής.
  • Πόνος στην περιοχή του στήθους.
Ορισμένα από τα συμπτώματα αυτά μπορεί να προκληθούν και από μία άλλη νόσο που πλήττει γυναίκες που θηλάζουν τη μαστίτιδα. Ωστόσο, η μαστίτιδα χαρακτηρίζεται και από πυρετό και αντιμετωπίζεται εύκολα μέσω αντιβίωσης. Αν τα συμπτώματα επιμένουν, είναι πιθανόν να πρόκειται για Φλεγμονώδη Καρκίνο του Μαστού. Το αυτό ισχύει και σε περίπτωση θεραπείας κατά της κυτταρίτιδας: αν τα συμπτώματα επιμένουν, η ενδιαφερόμενη πρέπει να προσφύγει άμεσα σε ιατρική κατεύθυνση.
Η. Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα  (Invasive lobular carcinoma [ILC])
Τι είναι;
Το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα (ILC) αποτελεί τη δεύτερη συνηθέστερη μορφή καρκίνου του μαστού μετά το Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα.  Υπολογίζεται πως το 10% όλων των μορφών διηθητικού μαστικού καρκίνου αφορά Διηθητικά Λοβιακά Καρκινώματα.
Ο όρος «διηθητικός» περιγράφει την τάση των καρκινικών κυττάρων να διαπερνούν και να επεκτείνονται σε γειτονικούς ιστούς. Ο όρος «Λοβιακό» αναφέρεται στο τμήμα του μαστού στο οποίο εμφανίζονται αρχικά τα καρκινικά κύτταρα, συγκεκριμένα στα γαλακτοπαραγωγά λόβια του μαστού, που παράγουν το γάλα και το διαχέουν μέσω των γαλακτοφόρων πόρων στις θηλές. Ο όρος «καρκίνωμα» περιγράφει μία συσσωμάτωση καρκινικών κυττάρων, έναν κακοήθη όγκο, ο οποίος αποτελείται από επιθηλιακό ιστό – τον ιστό που σαν υμένας καλύπτει ή περιβάλλει τα όργανα του σώματος.  Συνεπώς, το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα αναφέρεται σε μια μορφή καρκίνου που εκκινεί από τα λόβια του μαστού και επεκτείνεται στους γειτονικούς ιστούς. Σταδιακά, το ILC μπορεί να επεκταθεί στους λεμφαδένες και πιθανόν σε  άλλα σημεία του σώματος.
Το ILC μπορεί να εμφανιστεί σε γυναίκες κάθε ηλικίας, αλλά διαγιγνώσκεται συχνότερα σε γυναίκες άνω των 55 ετών.
Συμπτώματα
Αρχικά, το ILC, όπως και οι περισσότερες μορφές μαστικού καρκίνου, αναπτύσσεται χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις ή συμπτώματα. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί πως είναι πιο δύσκολο να εντοπιστεί μέσω μαστογραφίας σε σχέση με το Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα, λόγω της ιδιότυπης διασποράς των καρκινικών κυττάρων στον όμορο συνδετικό ιστό. Συνήθως, η πρώτη ένδειξη για την ύπαρξή του είναι η ψηλάφηση ενός ογκιδίου ή μιας σκλήρυνσης στην περιοχή του μαστού, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω εξετάσεις και διάγνωση της ασθένειας. Άλλα πιθανά συμπτώματα μπορεί να είναι:
  • Οίδημα στην περιοχή του στήθους
  • Αλλοίωση του δέρματος στην περιοχή του στήθους
  • Εισολκή θηλής
  • Κνησμός ή δερματική ενόχληση
  • Πόνος στην περιοχή του στήθους
  • Πόνος στην περιοχή της θηλής
  • Ερυθρότητα και σκλήρυνση της θηλής ή του δερματικού ιστού στο στήθος
  • Εκκρίσεις υγρών από τη θηλή (εκτός γάλακτος)

Διάγνωση
Η διάγνωση του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος περιλαμβάνει συνήθως έναν συνδυασμό εξετάσεων και διαγνωστικών τεχνικών. Δυστυχώς, το ILC τείνει να έχει πολλές καρκινικές εστίες στο μαστικό αδένα ενώ έχει καταδειχτεί πως συχνά πλήττει και τους δύο μαστούς μιας ασθενούς.
Ακολουθούν ορισμένες τεχνικές εξέτασης που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του Διηθητικού λοβιακού Καρκινώματος.
  • Ψηλάφηση: ο γιατρός μπορεί, ψηλαφώντας την περιοχή του στήθους να εντοπίσει κάποια σκλήρυνση ή έναν μικρό όγκο στην ευρύτερη περιοχή του στήθους. Συνήθως, σε περιπτώσεις ILC, εντοπίζεται σκλήρυνση και όχι όγκος, λόγω της ιδιότυπης διασποράς των καρκινικών κυττάρων στον περιβάλλοντα συνδετικό ιστό. Παράλληλα ερευνώνται ενδελεχώς οι λεμφαδένες της μασχάλης και της περιοχής της κλείδας για οποιεσδήποτε αλλοιώσεις ή άλλες ενδείξεις.
  • Μαστογραφία: Το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα μπορεί να εντοπιστεί μέσω μαστογραφίας, συχνά, όμως, αποδεικνύεται αυτό δυσκολότερο σε σχέση με άλλες μορφές καρκίνου, λόγω της ιδιάζουσας ανάπτυξής του. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να εντοπιστεί όγκος, αλλά να δείχνει μικρότερος απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Σε περίπτωση εντοπισμού ενός ανησυχητικού όγκου, διενεργούνται περισσότερες μαστογραφίες και στους δύο μαστούς για να συγκεντρωθούν περεταίρω στοιχεία.
  • Υπέρηχος: η εξέταση υπερήχων χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα που αντανακλούν στα τοιχώματα των ιστών και βοηθούν το γιατρό να αποτυπώσει την κατάσταση του εσωτερικού του στήθους. Έχει αποδειχτεί πως, συγκεκριμένα για την περίπτωση του ILC, ο υπέρηχος έχει αποδειχτεί πολύ πιο αξιόπιστος για τη διάγνωση της νόσου. Ωστόσο, και πάλι, ο όγκος μπορεί να φανεί μικρότερος από ότι είναι στην πραγματικότητα.
  • Μαγνητική τομογραφία στήθους: η μαγνητική τομογραφία δίνει τη δυνατότητα στο γιατρό να συγκεντρώσει ακόμη περισσότερες πληροφορίες για τη φύση και την έκταση του όγκου.
  • Βιοψία: η βιοψία περιλαμβάνει την αφαίρεση κυττάρων ή ιστού από τον όγκο ή την περιοχή που οι παραπάνω εξετάσεις κατέδειξαν πως πιθανόν να πάσχει από καρκινογένεση και την εξέταση του τμήματος αυτού με μικροσκόπιο. Μέσω αυτή της μεθόδου, καθίσταται σαφές κατά πόσον πρόκειται για Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα ή όχι. Η βιοψία διενεργείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τη φύση του όγκου και την ευκολία με την οποία μπορεί να τον εντοπίσει ο γιατρός. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η αφαίρεση του όγκου καθοδηγείται μέσω υπερήχων ή μαστογραφίας (στερεοτακτική βιοψία) για να εντοπιστεί ευκολότερα ο όγκος.
Βιοψία με βελόνα (Α): περιλαμβάνει την εισαγωγή μίας πολύ μικρής κοίλης βελόνας η οποία λαμβάνει ένα μικρό δείγμα κυττάρων από την ύποπτη περιοχή. Το δείγμα στη συνέχεια υφίσταται κυτταρολογική εξέταση και αξιολογείται. Αυτού του είδους η βιοψία δεν αφήνει ουλές και ταλαιπωρεί ελάχιστα την εξεταζόμενη.
Βιοψία με βελόνα (Β): ο γιατρός κάνει μία μικρή τομή για να μπορέσει να εισαγάγει μία μεγαλύτερη βελόνα, ικανή να αφαιρέσει δείγμα ιστού από την ύποπτη περιοχή. Αυτού του είδους η βιοψία αφήνει μία μικρή ουλή που, όμως, γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητη μετά από μερικές εβδομάδες.
Βιοψία διατομής ή διάνοιξης (incisional biopsy): η βιοψία αυτή χρησιμοποιείται μόνον όταν οι δύο προηγούμενες αποτύχουν να δώσουν κατάλληλο δείγμα και μοιάζει περισσότερο με μικρή επέμβαση παρά με βιοψία. Περιλαμβάνει τη διενέργεια μιας μικρής τομής και αποσκοπεί στην αφαίρεση ενός μικρού τμήματος ιστού για εξέταση.
Βιοψία εκτομής (excisional biopsy): η βιοψία εκτομής είναι ακόμη πιο παρεμβατική και αποσκοπεί στην αφαίρεση ολόκληρου του ύποπτου όγκου από το στήθος.
Βιοψία με χρήση σύρματος εντοπισμού (needle wire localization). Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες είναι δύσκολο να εντοπιστεί ο όγκος και το σημείο στο οποίο πρέπει να διενεργηθεί βιοψία, οπότε και εισάγεται στο στήθος μια εξαιρετικά λεπτή βελόνα με κενό εσωτερικό, μέσω της οποίας διοχετεύεται ένα ειδικό καλώδιο στο στήθος, που επιτρέπει στο γιατρό να εντοπίσει ευκολότερα την περιοχή στην οποία πρέπει να διενεργηθεί η βιοψία.
Στη συνέχεια το δείγμα αποστέλλεται σε ειδικό παθολόγο που το εξετάζει μέσω μικροσκοπίου, διερευνώντας οποιεσδήποτε πιθανές κυτταρικές μεταβολές ή αλλοιώσεις. Όταν υπάρχουν υποψίες για ILC, ο παθολόγος συχνά φροντίζει να εξεταστεί το δείγμα και γενετικά, καθώς έχει αποδειχτεί πως ένα συγκεκριμένο γονίδιο, γνωστό ως CDH1, που δρα ενάντια στην εξάπλωση καρκινικών κυττάρων είναι συχνά αλλοιωμένο σε άτομα που πάσχουν με ILC.  Ας υπογραμμιστεί πως η βιοψία είναι διαγνωστική και όχι θεραπευτική προσέγγιση: ακόμη και στην περίπτωση διενέργειας βιοψίας εκτομής, θα απαιτηθεί επιπλέον χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση της νόσου.
Σταδιοποίηση και Βαθμός
Η Σταδιοποίηση είναι η διαδικασία προσδιορισμού του βαθμού στον οποίο τα καρκινικά κύτταρα έχουν επεκταθεί από την αρχική τους πηγή στους γείτονες ιστούς ή σε άλλα μέρη του σώματος. Ο καθορισμός αυτού του βαθμού επέκτασης, γνωστού ως Σταδίου καθορίζεται από τρεις σημαίνοντες παράγοντες:
  • Το μέγεθος του όγκου.
  • Την πιθανή διασπορά των καρκινικών κυττάρων στους λεμφαδένες και, αν ισχύει κάτι τέτοιο, σε πόσους από αυτούς.
  • Την πιθανή διασπορά των καρκινικών κυττάρων σε άλλα σημεία του σώματος. το Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα συνήθως επεκτείνεται αργά εκτός του μαστού. Σε περίπτωση διασποράς του σε άλλα όργανα του σώματος, καρκινικά κύτταρα εντοπίζονται συνήθως στον γαστρεντερικό σωλήνα (που περιλαμβάνει όργανα όπως το στομάχι και το έντερο), στα τοιχώματα της κοιλιακής χώρας, η στα αναπαραγωγικά όργανα, όπως οι ωοθήκες. Σπανιότερα, εμφανίζονται στον περιβάλλοντα ιστό του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.
Η κλίμακα Σταδιοποίησης του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος περιλαμβάνει 4 Στάδια (I, II, III, IV) και βασίζεται σε αποτελέσματα κλινικών και άλλων εξετάσεων, όπως η αφαίρεση μικρού αριθμού λεμφαδένων για να διαπιστωθεί η πιθανή καρκινική τους προσβολή. Παράλληλα, ο γιατρός εξετάζει ενδελεχώς όλο τον οργανισμό για πιθανές ενδείξεις διασποράς των καρκινικών κυττάρων και σε άλλα σημεία του σώματος. Αυτό συνήθως περιλαμβάνει διάφορες ειδικευμένες εξετάσεις αίματος, εξέταση της λειτουργίας του ήπατος, και εξέτασης αλκαλικής φωσφατάσης, ενός ενζύμου που παρατηρείται σε αυξημένα επίπεδα σε άτομα που πάσχουν από καρκίνο στο συκώτι και στα κόκαλα.
Παράλληλα, ο γιατρός, ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση, μπορεί να ζητήσει επιπλέον εξετάσεις για να βεβαιωθεί για την έκταση ή τη διασπορά των καρκινικών κυττάρων σε άλλα σημεία του σώματος. Οι εξετάσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν:
  • Σπινθηρογράφημα Οστών: η εξέταση αυτή παρέχει τη δυνατότητα ενδελεχούς ελέγχου της κατάστασης των οστών όταν υπάρχει υποψία μετάστασης ή διασποράς καρκινικών κυττάρων. Η εξέταση περιλαμβάνει δύο στάδια: αρχικά διοχετεύεται στον οργανισμό του εξεταζόμενου μία ειδική ραδιενεργή ουσία, η οποία διασπείρεται στο σώμα του ασθενούς και στο σκελετικό του σύστημα. Στη συνέχεια, μετά το πέρας λίγων ωρών (συνήθως τριών) ο ασθενής ξαπλώνει σε μια ειδική κλίνη και το σώμα του σαρώνεται από ειδικό μηχάνημα. Η εξέταση αυτή είναι σε θέση να εντοπίσει πιθανή διασπορά καρκινικών κυττάρων σε κάποιο ή κάποια οστά του σώματος του ασθενή.
  • Αξονική τομογραφία, υπέρηχος ή και μαγνητική τομογραφία της κοιλιακής χώρας και της περιοχής της πυέλου (λεκάνη) ή και άλλων περιοχών του σώματος.
  • Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων (Positron Emission Tomography ή ΡΕΤ). Η εξέταση αυτή παρέχει τη δυνατότητα παρακολούθησης των κυττάρων του σώματος. Διοχετεύεται στον ασθενή μια ελάχιστη ποσότητα ενός ραδιενεργού στοιχείο μαζί με ζάχαρη. Καθώς τα στοιχεία αυτά απορροφούνται από τα κύτταρα, καθίστανται πλέον ορατά μέσω μιας ειδικής συσκευής σάρωσης, οπότε είναι δυνατός ο εντοπισμός διασπαρθέντων καρκινικών κυττάρων στον υπόλοιπο οργανισμό.
Εκτός των εξετάσεων που σχετίζονται με την πιθανή διασπορά των καρκινικών κυττάρων, είναι πιθανό να διενεργηθούν και εξετάσεις που βοηθούν το θεράποντα ιατρό να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες για τον όγκο, τη συμπεριφορά των καρκινικών κυττάρων και την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητα διαφόρων θεραπευτικών επιλογών. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μπορεί να αφορούν:
  • Βαθμός: ο Βαθμός των καρκινικών κυττάρων σχετίζεται με το ποσοστό διαφοροποίησης της συμπεριφοράς και της όψης τους σε σχέση με ανάλογα υγιή κύτταρα. Όσο μεγαλύτερες οι διαφορές, τόσο μεγαλύτερος ο ρυθμός ανάπτυξης και η πιθανότητα διασποράς, και αντίστοιχα, τόσο μεγαλύτερος ο Βαθμός των καρκινικών κυττάρων. Τα καρκινικά κύτταρα του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος διακρίνονται σε 3 συνολικά βαθμίδες – Βαθμού 1 (χαμηλού), 2 (μέσου) ή 3 (υψηλού).
  • Χειρουργικά Όρια: τα χειρουργικά όρια αποτελούν στοιχείο κλειδί για την επιτυχή αντιμετώπιση του όγκου. Κατά την εκτομή του όγκου, ο γιατρός εκτός από την καρκινική συσσωμάτωση αφαιρεί και ένα τμήμα περιβάλλοντος υγιούς ή φυσιολογικού ιστού, για να βεβαιωθεί πως έχει αφαιρέσει όλα τα καρκινικά κύτταρα. Το τμήμα αυτό, γνωστό ως «χειρουργικά όρια» εξετάζεται ενδελεχώς για να εξακριβωθεί κατά πόσον και σε ποιο βαθμό έχει προσβληθεί από καρκινικά κύτταρα. Αν τα όρια αυτά χαρακτηριστούν «αρνητικά», σημαίνει πως δεν παρατηρήθηκαν καθόλου καρκινικά κύτταρα στα εξωτερικά τοιχώματα των χειρουργικών ορίων, οπότε δεν χρειάζεται κάποια άλλη χειρουργική επέμβαση. Αν χαρακτηριστούν «θετικά» σημαίνει πως εντοπίστηκαν καρκινικά κύτταρα στο εξωτερικό τοίχωμα των ορίων οπότε πιθανότατα θα απαιτηθεί επιπλέον επέμβαση. Υπάρχει περίπτωση να εντοπιστούν καρκινικά κύτταρα στα όρια αλλά αυτά να μην έχουν φτάσει ως τα απώτερα εξωτερικά τοιχώματα, οπότε και θεωρείται λιγότερο πιθανό να έχει προσβληθεί ο περιβάλλον ιστός.
  • Ορμονικοί Υποδοχείς: για να επιτελέσουν τη λειτουργία τους οι ορμόνες, ουσίες που εκκρίνει ο οργανισμός και σχετίζονται με τη λειτουργία των κυττάρων, πρέπει να επικολληθούν σε συγκεκριμένες περιοχές του κυττάρου που ονομάζονται «υποδοχείς». Ένας παράγοντας εξαιρετικής σημασίας που πρέπει να προσδιοριστεί από το ιατρικό προσωπικό είναι το κατά πόσον τα καρκινικά κύτταρα έχουν ή όχι ορμονικούς υποδοχείς οιστρογόνων και προγεστερόνων, καθώς οι συγκεκριμένες ορμόνες έχουν αποδειχτεί πως τροφοδοτούν την καρκινική ανάπτυξη. Αν, λοιπόν, αποδειχτεί πως ο ασθενής είναι θετικός όσον αφορά στους ορμονικούς υποδοχείς, είναι πολύ πιθανό ο γιατρός να συστήσει κάποιο είδος ορμονικής θεραπείας.
  • Παραγωγή υποδοχέα HER2: ο υποδοχέας HER2 (human epidermal growth factor receptor 2) είναι μια πρωτεΐνη. Όσο περισσότερη πρωτεΐνη παράγεται από τα μαστικά κύτταρα, τόσο περισσότερους αντίστοιχους υποδοχείς θα έχουν τα κύτταρα στην εξωτερική τους επιφάνεια. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των υποδοχέων, τόσο ταχύτερη η ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Μια σχετική εξέταση προσδιορίζει την παραγόμενη ποσότητα αυτής της πρωτεΐνης και καθιστά σαφές κατά πόσον χρειάζεται κάποια ειδική θεραπεία για το συγκεκριμένο πρόβλημα ή όχι.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του Διηθητικού λοβιακού Καρκινώματος διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες:
  • Τοπική αντιμετώπιση, που συνήθως περιλαμβάνει χειρουργική παρέμβαση και ακτινοθεραπεία.
  • Συστηματική αντιμετώπιση, που μπορεί να περιλαμβάνει χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία κ.ά.

Τοπική αγωγή που περιλαμβάνει χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπεία
Η τοπική αντιμετώπιση κατά του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος στοχεύει στην αφαίρεση του όγκου και στην αντιμετώπιση των καρκινικών κυττάρων που πιθανόν έχουν προσβάλει οποιεσδήποτε γειτονικές στο μαστό περιοχές, όπως τους λεμφαδένες και την ευρύτερη περιοχή του στήθους.

1. ILC και Χειρουργική Επέμβαση
Η χειρουργική επέμβαση είναι η συνήθης και κύρια θεραπευτική αντιμετώπιση κατά του Διηθητικού Λοβιακού Καρκινώματος. Η χειρουργική επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει:
Ογκεκτομή: στην ογκεκτομή αφαιρείται μόνον ο καρκινικός όγκος και τμήμα του υγιούς ιστού που τον περιβάλει. Σε ορισμένες περιπτώσεις  μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη η αφαίρεση και ορισμένων λεμφαδένων της μασχαλιαίας περιοχής όχι για θεραπευτικούς, αλλά για διαγνωστικούς λόγους.
Μαστεκτομή: η μαστεκτομή περιλαμβάνει την τμηματική ή και ολική αφαίρεση του μαστικού αδένα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η μαστεκτομή που εφαρμόζεται είναι μόνο μερική, και αφορά το τμήμα του μαστικού αδένα που έχει πληγεί και περιέχει τον όγκο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η αφαίρεση έως και του ¼ του μαστού, οπότε και η επέμβαση είναι επίσης γνωστή και ως τεταρτεκτομή. Κατά τη μαστεκτομή, όπως και στην περίπτωση της ογκεκτομής, μπορεί να αφαιρεθούν ορισμένοι λεμφαδένες για περαιτέρω εξέταση. Αν αποφασιστεί ολική ή απλή μαστεκτομή, τότε αφαιρείται το σύνολο του μαστικού ιστού. Στην περίπτωση της επονομαζόμενης τροποποιημένης ριζικής μαστεκτομής αφαιρείται το σύνολο του μαστού, καθώς και ορισμένοι από τους μασχαλιαίους λεμφαδένες. Σπάνια πλέον εφαρμόζεται η ριζική μαστεκτομή στην οποία αφαιρείται, εκτός του μαστού και ορισμένων λεμφαδένων, το σύνολο του στηθαίου θωρακικού μυός.
Στα πλαίσια μιας ογκεκτομής ή μαστεκτομής ο γιατρός μπορεί να κρίνει απαραίτητη την αφαίρεση και ορισμένων λεμφαδένων για να εξετάσει κατά πόσον έχουν προσβληθεί από τον καρκίνο. Αν έχουν προσβληθεί, τότε η πιθανότητα να έχουν διασπαρθεί καρκινικά κύτταρα και στο υπόλοιπο σώμα είναι μεγαλύτερη.
Οι λεμφαδένες είναι μικρές μάζες λεμφοειδούς ιστού που απαντώνται κατά μήκος των λεμφαγγείων του λεμφικού συστήματος και «φιλτράρουν» ξένα σώματα ή βακτήρια που μπορεί να προξενήσουν λοιμώξεις, ώστε να μην εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Δυστυχώς, καρκινικά μαστικά κύτταρα μπορεί να προσβάλλουν τους λεμφαδένες και, μέσω αυτών, να διασπαρθούν στο υπόλοιπο σώμα. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, η θεραπευτική αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι ανάλογη, ώστε να μειωθεί η πιθανότητα μετάστασης. Η εξέταση των λεμφαδένων που συχνά συνοδεύουν τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει τις ακόλουθες διαδικασίες:
  • Βιοψία του «Φρουρού» Λεμφαδένα: ο «φρουρός» λεμφαδένας είναι ο πρώτος λεμφαδένας που φιλτράρει τα υγρά που απορρέουν από την περιοχή του στήθους. Σε περίπτωση Λοβιακού Διηθητικού Καρκινώματος που έχει προσβάλλει και τους λεμφαδένες, ο λεμφαδένας φρουρός θα είναι ο πρώτος που θα έχει υποστεί την προσβολή των καρκινικών κυττάρων. Αν εντοπιστεί, λοιπόν, ο φρουρός λεμφαδένας και εξεταστεί, ο θεράπων ιατρός θα είναι σε θέση να γνωρίσει τις πιθανότητες εξάπλωσης των καρκινικών κυττάρων και στον υπόλοιπο οργανισμό. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται «βιοψία του φρουρού λεμφαδένα». Αν η βιοψία καταδείξει πως ο λεμφαδένας είναι καθαρός, καμία περαιτέρω χειρουργική επέμβαση δεν θα θεωρηθεί απαραίτητη. Αντίθετα, αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, τότε θα απαιτηθεί η αφαίρεση περισσότερων λεμφαδένων καθώς και άλλων ειδικών θεραπευτικών προσεγγίσεων.
  • Ανατομή των μασχαλιαίων Λεμφαδένων: κατά την ανατομή των μασχαλιαίων λεμφαδένων ο χειρούργος αφαιρεί μια ομάδα μασχαλιαίων λεμφαδένων ώστε να εξεταστούν για πιθανή καρκινική προσβολή. Η διαδικασία αυτή είναι εναλλακτική της βιοψίας Φρουρού Λεμφαδένα.

2. ILC και Ραδιοθεραπεία
Η ραδιοθεραπεία περιλαμβάνει την κατεύθυνση ακτινών υψηλής ενέργειας στο στήθος, στην περιοχή του θώρακα και της μασχάλης, και/ή στην περιοχή της κλείδας. Αποσκοπεί στην εξόντωση οποιωνδήποτε καρκινικών κυττάρων έχουν επεκταθεί από τον κύριο όγκο σε γειτονικές του μαστού περιοχές, καθώς και στη μείωση της πιθανότητας επανεμφάνισης της νόσου.
Η ραδιοθεραπεία συνήθως έπεται της χειρουργικής επέμβασης. Σε περιπτώσεις μερικής μαστεκτομής ή τεταρτεκτομής η ραδιοθεραπεία αποτελεί σχεδόν πάντοτε απαραίτητο συμπλήρωμα της αγωγής, καθώς μέρος του παθόντος μαστού παραμένει στο σώμα και μπορεί να περιέχει υπολείμματα καρκινικών κυττάρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις συστήνεται ακόμα και μετά από ολική μαστεκτομή, αν ο όγκος ήταν πολύ μεγάλος (άνω των 5 εκατοστών) ή αν περιλαμβάνεται προσβολή των λεμφαδένων.
Η ραδιοθεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί με δύο τρόπους, εσωτερικά ή εξωτερικά. Η πρώτη επιλογή, γνωστή και ως βραχυθεραπεία περιλαμβάνει την εισαγωγή ειδικών πηγών ακτινοβολίας μέσα στο μαστό, στην περιοχή του όγκου. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται λιγότερη προσβολή του υγιούς ιστού από την ακτινοβολία και, συνεπώς, πολύ λιγότερες παρενέργειες.
Η εξωτερική ραδιοθεραπεία επιφέρει εξωτερικά την ακτινοβολία στην παθούσα περιοχή μέσω μίας συσκευής γνωστής ως «γραμμικός επιταχυντής». Η εξωτερική ακτινοθεραπεία προσβάλλει μεγαλύτερη περιοχή του στήθους και γενικά χαρακτηρίζεται από περισσότερες παρενέργειες σε σχέση με τη βραχυθεραπεία.
  
Συστηματική αγωγή, χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία και άλλες στοχευόμενες αγωγές
Η Συστηματική αγωγή κατά του ILC, σε αντίθεση με την τοπική αγωγή που στοχεύει στην προσβληθείσα περιοχή, περιλαμβάνει θεραπεία για ολόκληρο τον οργανισμό. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πιστεύεται πως καρκινικά κύτταρα έχουν αποσπαστεί από τον κύριο όγκο και έχουν μετακινηθεί μέσω της λέμφου ή του αίματος και σε άλλα σημεία του σώματος. Η συστηματική αγωγή κατά του ILC μπορεί να περιλαμβάνει χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία ή άλλες ειδικά στοχευόμενες αγωγές.

Χημειοθεραπεία
Η χημειοθεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση φαρμακευτικών ουσιών που αποσκοπούν στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Όταν έπεται της χειρουργικής επέμβασης ονομάζεται «συμπληρωματική θεραπεία». Όταν, ωστόσο, ο όγκος είναι πολύ μεγάλος και καρκινικά κύτταρα έχουν προσβάλει σοβαρά τους λεμφαδένες και έχουν διασπαρθεί και σε άλλα μέρη του σώματος, η χημειοθεραπεία προηγείται της επέμβασης και αποσκοπεί στη συρρίκνωση του όγκου και στην εξόντωση των διασπαρμένων καρκινικών κυττάρων. Οι φαρμακευτικές χημειοθεραπευτικές ουσίες διοχετεύονται στο σώμα με τους εξής τρόπους:
  • Στοματικά, μέσω χαπιού ή πόσιμου υγρού.
  • Μέσω ενέσεων.
  • Ενδοφλέβια. Η μέθοδος αυτή αποτελεί και τη συνηθέστερη πρακτική. Σε κάποιο σημείο του κυκλοφοριακού συστήματος του ασθενή συνδέεται ένας μικρός πλαστικός σωλήνας (καθετήρας) μέσω του οποίου διοχετεύεται η φαρμακευτική ουσία στον οργανισμό.
Οι χημειοθεραπευτικές ουσίες διατρέχουν το κυκλοφορικό σύστημα και καταστρέφουν όποια καρκινικά κύτταρα έχουν διασπαρθεί. Δυστυχώς, όμως, συχνά προσβάλλουν και υγιή κύτταρα, με αποτέλεσμα ορισμένες δυσάρεστες παρενέργειες, οι περισσότερες από τις οποίες, ωστόσο, είναι αντιμετωπίσιμες.
Η χημειοθεραπεία συστήνεται όταν το πορογενές διηθητικό καρκίνωμα είναι αρκετά μεγάλο (μεγαλύτερο του ενός εκατοστού) ή έχει επεκταθεί και στους λεμφαδένες. Διαρκεί, συνήθως, 3 με 6 μήνες και η φύση της εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης και από τη φυσιολογία της ασθενούς, την ηλικία της, τη γενικότερη κατάσταση της υγείας της κτλ.
Πρόσφατα έχουν ανακαλυφθεί δύο νέες εξετάσεις οι οποίες είναι σε θέση να βοηθήσουν τόσο το γιατρό όσο και την ασθενή να προσδιορίσουν το αν και κατά πόσον απαιτείται χημειοθεραπεία για την αντιμετώπιση της νόσου: οι εξετάσεις αυτές είναι γνωστές ως Ογκότυπος DX and MammaPrint και είναι σε θέση να εντοπίσουν γονίδια που έχει αποδειχτεί πως συσχετίζονται με την επανεμφάνιση της νόσου.

Ορμονοθεραπεία
Η ορμονοθεραπεία (αντι – οιστρογονοθεραπεία) εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ασθενής έχει βρεθεί θετική σε εξέταση ορμονικών υποδοχέων (βλ. ανωτέρω). Συνήθως η ορμονοθεραπεία ακολουθεί τη χειρουργική επέμβαση και αγωγές χημειοθεραπείας ή ραδιοθεραπείας, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να προηγηθεί της επέμβασης με στόχο τη συρρίκνωση του όγκου. Βασική της λειτουργία είναι η μείωση της ποσότητας οιστρογόνων στον οργανισμό ή η παρεμπόδιση της μετάδοσης σημάτων ανάπτυξης από τα οιστρογόνα προς τα καρκινικά κύτταρα.

Μετά τη Θεραπεία
Μετά την αγωγή, θα ακολουθήσει μια περίοδος επαγρύπνησης, κατά την οποία η υγεία του οργανισμού της πρώην ασθενούς και η κατάσταση του μαστού θα εξετάζονται περιοδικά και συστηματικά.
Κατά τα πρώτα 5 χρόνια μετά το πέρας της θεραπείας η ενδιαφερόμενη θα πρέπει να επισκέπτεται το γιατρό της ανά 4 ή 6 μήνες για ειδικές εξετάσεις. Μόλις ολοκληρωθεί η πρώτη πενταετία, οι επισκέψεις αυτές θα γίνουν ετήσιες.
Πρώην ασθενής που έχει υποστεί ογκεκτομή ή επέμβαση διατήρησης του στήθους θα πρέπει να κάνει μαστογραφία 6 μήνες μετά το πέρας της ακτινοθεραπείας, και στη συνέχεια μία φορά κάθε χρόνο. Σε περίπτωση μαστεκτομής, η μαστογραφία πρέπει να γίνεται μία φορά το χρόνο. Πολλοί γιατροί, σε περιπτώσεις γυναικών με βεβαρυμμένο οικογενειακό ιστορικό ή με αρνητική γονιδιακή προδιάθεση, συστήνουν και μαγνητική τομογραφία σε ετήσια βάση, μαζί με τη μαστογραφία.




Φυσικά, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Ο θεράπων ιατρός είναι εκείνος που θα καθορίσει τη συχνότητα και το είδος των προληπτικών εξετάσεων, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, η ηλικία, η σοβαρότητα του αντιμετωπισθέντος όγκου κτλ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ